της Μαίρης Βασάλου
Σύμβολο αυτοθυσίας
Τι άραγε περνάει από το μυαλό του επισκέπτη στο Μουσείο Λούβρου όταν σταματά μπροστά στον πίνακα του Ζακ-Λουί Νταβίντ “ O Λεωνίδας στις Θερμοπύλες ”. Θαυμασμός, δέος, απορία; Πως μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την τεράστια ψυχική δύναμη ή ακόμη και τη μεγαλοφροσύνη του
άνδρα, που την ύστατη ώρα υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια;
Η Ελένη Σαραντίτη ,αφιερώνοντας το νέο της βιβλίο « η θυσία » στον ήρωα των Θερμοπυλών, δίνει φωνή στον Λεωνίδα, τη νύχτα που, κυκλωμένος από τους Ξέρξες, περιμένει ξάγρυπνος να ηχήσει η σάλπιγγα της τελευταίας μάχης.
« …Ιδού λοιπόν εγώ ο απ’ αιώνος διατεταγμένος σε αυτήν την κάθε άλλο παρά αναίμακτη θυσία, ο Λεωνίδας…ήδη άνω των εννέα χρόνων βασιλέας της Σπάρτης, έχοντας προ πολλού δρασκελίσει το κατώφλι των πενήντα, μια ζωή πολεμιστής, τώρα από παντού πολιορκημένος…»
Μετά το αριστουργηματικό “ O κάβος του Αγίου Αγγέλου” ακολούθησε -εκτός των άλλων βιβλίων που προηγήθηκαν- το πρώτο της ιστορικό μυθιστόρημα “ Ποθητή- χρόνια σαν τη φωτιά ”. Όπως σ’ αυτό, αποτέλεσμα μακρόχρονης έρευνας και μελέτης των ιστορικών γεγονότων, η βραβευμένη συγγραφέας αξιοποιεί με μαεστρία έναν πλούτο από ιστορικές πηγές και κάθε είδους τεκμήριο, αναζητώντας με συγκίνηση τη δική της εκδοχή για τον ξεχωριστό ήρωα του γενέθλιου τόπου της.
« …Λόγω αγάπης. Αν γίνομαι κατανοητός. Λόγω της αγάπης που αισθάνομαι για τον γιο μου, μεγάλη αγάπη, ανέκφραστη και ανείπωτη, χρόνια σφραγισμένη…Και φυσικά, και κυριότατα, λόγω της άλλης, της παμμέγιστης αγάπης που έθρεψα για την Σπάρτη…Αγάπη αλόγιαστη και τρομακτική μα επιβεβλημένη εκ γενετής, θα μπορούσα να πω… »
Σε ένα εσωτερικό ταξίδι της ψυχής, ο Λεωνίδας ξεδιπλώνει γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα, ξεκινώντας από το πάθος για τη νέα, όμορφη γυναίκα του, την αβάστακτη ώρα του αποχαιρετισμού, τις αιώνιες αξίες των προγόνων του. Από την καθημερινότητα των Λακεδαιμονίων, την εθιμοτυπία του γάμου του μέχρι τους κακούς οιωνούς, τους δυσοίωνους χρησμούς, τις δολοπλοκίες, τις αποτρόπαιες πράξεις και τα προσωπικά δράματα των οικείων του, που στιγμάτισαν τη ζωή του.
«…Η βασίλισσά μου…Η Γοργώ…Έπειτα η νυμφεύτρια με τις βοηθούς της την έντυσαν με έναν ανδρικό μανδύα και υποδήματα ανδρικά επίσης…και την ξάπλωσαν σε καλαμένια κλίνη με στρώμα αχυρένιο. Καταγής…άγγιξα τους ώμους της απαλά κι έφυγα για τον στρατώνα…Το ίδιο και την επόμενη νύχτα. Έτσι έπρεπε. Την Τρίτη όμως έμεινα κοντά της… παρατήρησα με κάποιο ρίγος την κουρεμένη της κόμη…στο δειλό, τρεμάμενο φως της λυχνίας…και ας της έλειπε το στολίδι των μαλλιών, η ομορφιά της στίλβωνε μέχρι και το ταπεινό στρώμα…»
Με την αφήγηση του Λεωνίδα σε πρώτο πρόσωπο, η συγγραφέας αναδεικνύει αθέατες πτυχές της επίσημης ιστορίας μ’ ένα σπάνιο λυρισμό. όπου αυτός χρειάζεται, χωρίς ο ήρωας του βιβλίου της να φαντάζει υπεράνθρωπος, μακρινός κι απόμακρος. Αντιθέτως, στο ξετύλιγμα της ιστορίας, μας παρουσιάζει τον Λεωνίδα βαθειά ανθρώπινο, καθώς βαδίζει στο σίγουρο θάνατο με μια συναισθηματική μάχη που δίνει μέσα του γι’ αυτούς που αφήνει πίσω του και γι’ αυτούς που έχει πάρει μαζί του.
« Φόβος για τον απειράριθμο στρατό που ερχόταν για την πιο ανόσια και απάνθρωπη αναμέτρηση…Φόβος θανάτου. Φόβος απωλειών…Α! Πώς με είχε αδράξει αμέσως μετά τον χρησμό της Πυθίας! Τον καθυπέταξα…Ο φόβος εξουδετερώνεται με την αγάπη. Με τον έρωτα…Έρωτα ελευθερίας και αξιοπρέπειας θα τον χαρακτήριζα. Έρωτα δικαιοσύνης και τιμής…Και προπαντός έρωτα υπερηφάνειας…»
Η Ελένη Σαραντίτη, ακολουθώντας τον Λεωνίδα και τους συντρόφους του βήμα, βήμα στην πορεία τους για τις Θερμοπύλες, καθιστά τον αναγνώστη της μάρτυρα μιας ιστορικής ευθύνης κι ενός μαρτυρικού τέλους.
Με την πένα της, η συγγραφέας, συνδυάζοντας τα ιστορικά στοιχεία με τη μυθιστορία, την αριστοτεχνική ανάπλαση του κύριου χαρακτήρα του βιβλίου της με τη γλαφυρή εξιστόρηση των γεγονότων, μας χαρίζει μοναδικές στιγμές της ιστορίας μας ως την τελευταία σελίδα, ως την τελευταία λέξη.
« Μ’ αυτούς τους ελάχιστους άνδρες ελπίζεις να νικήσεις τους Πέρσες, Λεωνίδα; », «…ωστόσο όταν με ξαναρώτησε – μα τον Δία, με μια χροιά ειρωνείας στη φωνή – εάν σκοπεύω να αντιμετωπίσω τις στρατιές του Ξέρξη με τους τριακοσίους Ιππείς…Εξοργίστηκα… Αν πρόκειται να πεθάνουν, κι εσύ γνωρίζεις πως αυτό είναι το μόνο βέβαιο, τότε…είναι μεγάλος αριθμός. Για μελλοθάνατοι πολλοί είναι ».
Βιογραφικό Σημείωμα
Συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση σε εκπομπές βιβλίου ενώ σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας δημοσιεύει κατά καιρούς διηγήματα, άρθρα, ταξιδιωτικά, πορτρέτα συγγραφέων. Το ιστορικό μυθιστόρημά της “Ο κάβος του Αγίου Αγγέλου” ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος του 2000.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αχ οι φίλοι μου, Αθήνα, Εστία, 1980
Ο κήπος με τ’ αγάλματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1980, σελ. 96, ΙSBN: 960-03-0355-Χ
Ιόλη ή τη νύχτα που ξεχείλισε το ποτάμι, Αθήνα, Καστανιώτης, 1981, σελ. 168, ΙSBN: 960-03-0242-1.
Τα δέντρα που τα λένε Ντίβι-Ντίβι, Αθήνα, Καστανιώτης, 1983, σελ. 96
Όταν φύγαμε…, Αθήνα, Καστανιώτης, 1986, σελ. 176, ISBN: 960-03-0192-1
Οι θεατρίνοι, Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, σελ. 104, ISBN: 960-03-1244-3
Καρδιά από πέτρα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1995, σελ. 132, ΙSBN: 960-03-1386-5
Κάποτε ο κυνηγός, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996, σελ. 180, ΙSBN: 960-03-1542-6
Έπαινος της Ουνέσκο
– Βραβείο του κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου
– Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου
Ο Κάβος του Αγίου Αγγέλου, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000, σελ. 599. ISBN: 960-03-2556-1
Μεταφράσεις
Zuweilen trifft der Jager. Roman. Ubers: Brigitte von Seckendorff. Middelhauve Verlag. Munchen 2001 (υπό έκδοση).