Χορεύοντας με το Φώτη Μεταξόπουλο

Metaxopoulos-Beggos
Facebook
Twitter
LinkedIn

Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

“Χορεύοντας με το φως και το μετάξι”  είναι ένας τίτλος που ταιριάζει γάντι στον Φώτη Μεταξόπουλο. Πρόκειται για το βιβλίο της ζωής του που έγραψε ο Κώστας Παπασπήλιος και η “Avecnews”  εξασφάλισε από τις Εκδόσεις “Άγκυρα” την προδημοσίευσή του.

Στα κεφάλαια που ακολουθούν  ο Φώτης αναφέρεται στους μεγάλους έρωτες της ζωής του , αποκαλύπτοντας τον τρόπο με τον οποίο έπεσε η αυλαία του γάμου του με την παρτενέρ και σύζυγό του Νάντια Φοντάνα.

Ο  καλλίγραμμος χορευτής με το κατεβασμένο έως τα μάτια καβουράκι  όσο ήρεμος είναι σαν άνθρωπος τόσο ταύρος εν υαλοπωλείω γίνεται, μπροστά στο άδικο. Κανείς όμως δεν μπορεί να του αμφισβητήσει τη μεγάλη του συμβολή στον χορό, αλλά και ότι υπήρξε από τους λίγους που  κατείχε τη “συνταγή” της επιθεώρησης και συνέβαλε πάρα πολλά στο φρεσκάρισμα του ελληνικού αυτού θεατρικού είδους.

Η  πορεία που δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ξεκινώντας 19 χρονών αρκετά μεγάλος για χορό, πάλεψε κόντρα στις πιο αντίξοες συνθήκες. Πεισματάρης και δουλευτής με βασικό εφόδιο το πάθος του για την τέχνη της Τερψιχόρης  κατάφερε να ανέβει στην κορυφή. 

“Σήμερον ο φώτης και ο φωτισμός” τιτλοφορείται το άρθρο του Γιάννη Καλαμίτση, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο.

“Δεν ξέρω σε ποιον χρωστάει ο  Φώτης Μεταξόπουλος  την ευκαιρία να ξεκινήσει αυτή την πολύχρονη και εκπληκτική σταδιοδρομία του, αλλά ξέρω  εκατοντάδες συγγραφείς, ηθοποιούς και χορευτές, που του χρωστούν τη δική τους. Κι ένας από αυτούς είμαι εγώ. Όποτε του έλεγα “Σου χρωστάω, μου έδωσες την ευκαιρία” μου απαντούσε: “Εσύ, είχες την ικανότητα να την εκμεταλλευτείς και να πετύχεις”. Μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω ένα επιθεωρησιακό νούμερο και έφθασα να γράψω δεκάδες επιθεωρήσεις. Του Μεταξόπουλου του χρωστάνε πολλά μουσικό θέατρο και κινηματογράφος. Του χρωστούν όλοι οι σημερινοί σκηνοθέτες που κάνουν καριέρα, αντιγράφοντας τον ακούραστο λάτρη της δουλειάς και τον γυναικών” σημειώνει μεταξύ άλλων ο εκλεκτός συγγραφέας.

Κρατώντας την ατάκα του Γιάννη Καλαμίτση για τις γυναίκες,  ξεφυλλίζουμε το βιβλίο από τις Εκδόσεις Αγκυρα, που θα κυκλοφορήσει αρχές Δεκεμβρίου.Το κεφάλαιο φέρει τον τίτλο “Στον  πύργο της Χέλγκα”,  και  μέσα από αυτό φαίνεται το γκελ που είχε ο Φώτης Μεταξόπουλος στις γυναίκες. Δεν υπήρχε θηλυκό που να μην τον φλέρταρε …

“Τρίτος σταθμός τους ήταν η Βιέννη. Το μπαλέτο της Ντάνχαμ, πάντα ετοιμοπόλεμο, έδρεψε καινούριες δάφνες. Ο Φώτης έδρεψε κι ένα μεγάλο καλάθι με λουλούδια. Μέσα μια κάρτα έγραφε ξερά δύο λέξεις: “Συγχαρητήρια, Χέλγκα”. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη, καθώς δεν μπορούσε να θυμηθεί καμιά Χέλγκα στη ζωή του. Προβληματισμένος, άρχισε να βάφεται, μέχρι που αφοσιώθηκε στην παράσταση.

Στο διάλειμμα χτύπησε η πόρτα κι εμφανίστηκε μια πανέμορφη τριαντάρα ξανθιά, α λα Μπριζίτ Μπαρντό.

– Με λένε Χέλγκα.

– Το καλάθι δικό σας, βέβαια.

– Δικό μου, αλλά αν θέλετε, μετά το σόου, μπορούμε να φάμε μαζί, να τα πούμε καλύτερα.

Μετά την παράσταση, ο Φώτης μ’ ένα φτηνό μπλουτζίν και έναν σάκο στον ώμο, βγήκε στον δρόμο. Ξαφνικά, είδε μια άσπρη Ρολς Ρόις να του αναβοσβήνει το φως και τη Χέλγκα στο τιμόνι να του κάνει νόημα.

Σε λίγο βρέθηκαν σ’ έναν λόφο, σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας.

Αφού στανιάρησαν σηκώθηκαν να φύγουν.

metaxopoΜπαίνοντας στο αυτοκίνητο, η Χέλγκα τον ρώτησε:

– Πάμε σπίτι μου;

– Και δεν πάμε…

Διανύοντας ακόμα μερικά χιλιόμετρα, έφτασαν μπροστά σ’ έναν επιβλητικό πύργο. Στην πόρτα ο μπάτλερ περίμενε, δύο μετά τα μεσάνυχτα, όλο δουλικότητα. Ο Φώτης, επιτέλους, άνοιξε το στόμα του:

– Είσαι παντρεμένη;

– Είμαι.

– Εχεις παιδιά;

– Εχω ένα.

– Κι ο άντρας σου πού είναι;

– Στα από ΄κεί διαμερίσματα, στα από ‘δώ είμαι εγώ.

Μπαίνοντας στην ονειρική της κρεβατοκάμαρα, ο Φώτης εκστασιάστηκε. Σε λίγο εκστασιάστηκε κι από το ζεστό κορμί της Χέλγκας. Ολο το βράδυ έπλεε στα πελάγη της… αγκάλης της. Το πρωί, μια υπηρέτρια τους έφερε το πρωινό. Η συνέχεια προέβλεπε μια αξέχαστη βόλτα στα αξιοθέατα της πόλης. Οι επόμενες μέρες θα κυλούσαν στο ίδιο μοτίβο, απίστευτα όμορφες, παραμυθένιες.

Αλλά καθώς κάθε ωραίο τελειώνει με πόνο, δεν θα μπορούσε να έχει άλλη τύχη κι αυτή η ρομαντική ιστοριούλα. Μια μέρα που η Χέλγκα τον πήγε για παγωτό, ο Φώτης είδε ξαφνικά να πλησιάζει μια μουτρωμένη γυναίκα… Χωρίς να του δώσει καμιά σημασία, κάθισε δίπλα στη Χέλγκα. Αμέσως μετά άρχισε να της σφίγγει το χέρι και να την πιέζει με λόγια πικρά. Για δέκα λεπτά συνεχίστηκε αυτή η κατάσταση, μέχρι που ο Φώτης άρχισε να παίρνει ανάστροφες. Ξαφνικά, πετάχτηκε επάνω και βάζοντας αρκετή δύναμη κατάφερε να ξεκολλήσει τα χέρια της παράξενης γυναίκας από τη Χέλγκα. Στη συνέχεια, την έσπρωξε βίαια, εκστομίζοντας μια ακατονόμαστη βρισιά. Στο τέλος, απευθύνθηκε στη Χέλγκα:

– Ποια είναι αυτή;

– Ενας παλιός δεσμός μου. Δεν το χώνεψε που χωρίσαμε κι ήρθε να μου ζητήσει τον λόγο.

Τι ήταν να τ’ ακούσει όλα αυτά ο Φώτης; Τα όνειρά του κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα. Απογοητευμένος, παρά τις ικεσίες της Χέλγκα, πήρε την πιο σκληρή απόφαση:

– Δεν θέλω να σε ξαναδώ…”

Μυρίζοντας “Το τριαντάφυλλο του Κουασιμόδου”, όπως τιτλοφορείται ένα άλλο κεφάλαιο, μαθαίνουμε πως έπεσαν οι τίλοι του τέλους στο δεύτερο γάμο του με τη Νάντια Φοντάνα που υπήρξε και παρτενέρ του…

“…Μόλις εμφανιζόταν ο Κουασιμόδος, σαν βγαλμένος μέσα από την ταινία, καμπούρης, δύσμορφος αλλά και ευκίνητος, κέρδιζε όλη την παράσταση. Ερωτευμένος σφόδρα με την όμορφη τσιγγάνα Εσμεράλδα, με τις μούτες και τα βήματά του ήταν συγκλονιστικός.

Έσπευδε  η Εσμεράλδα με δάκρυα στα μάτια. Ο Κουασιμόδος που ξεψυχούσε, την αντιλαμβανόταν και με μια τελευταία προσπάθεια, της πρόσφερε το τριαντάφυλλο της πιο βαθιάς του αγάπης.

Μπαίνοντας ο Ιανουάριος του 1980, ο Φώτης ένιωσε και το δικό του τέλος, με τη δική του Εσμεράλδα. Έχοντας διαβάσει στα μάτια της Νάντιας την κόπωση της σχέσης τους, αποφάσισε να βάλει τέλος. Την επόμενη μέρα θα ξυπνούσε στο νέο σπίτι που ‘χε νοικιάσει στου Παπάγου. Αλλά και στην επόμενη παράσταση δεν θα υπήρχε δίπλα του η Φοντάνα. Τη θέση της προσωρινά θα έπαιρνε η Αλίσια, μια Αγγλίδα χορεύτρια από το μπαλέτο”.

Κυνηγώντας ένα αδικοχαμένο έρωτα πετάει “Στην Αμερική για την… Περλ”. Ένα άλλο κεφάλαιο στην ερωτική  ζωή του Φώτη Μεταξόπουλου, που γνώρισε μία ακόμα απογοήτευση…

“… Κατά βάθος, όμως, νοιαζόταν να βρει την Περλ, την παλιά του αγάπη από το μπαλέτο της Ντάνχαμ. Μέσα του γυρόφερνε ακόμη η απορία που τον είχε εγκαταλείψει τόσο άδικα.

Φτάνοντας στον Νέο Κόσμο, πρώτη του δουλειά ήταν να βρει κάποια σχολή της Ντάνχαμ. Στο άνοιγμα της πόρτας, ο Φώτης αναγνώρισε το παλιό όμορφο πρόσωπό της. Κυλώντας όμως το βλέμμα του πιο κάτω, είδε ένα άλλο σώμα από το γνώριμό του, τετραπλάσιο σε όγκο. Ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά και μια πολύ ζεστή φιλοξενία.

– Με βασανίζει μία απορία. Αν μπορείς, σε παρακαλώ, πες μου, γιατί δεν ήθελες να με παντρευτείς;

– Γιατί τα πράματα ήταν τόσο πίσω στην Ελλάδα και φοβόμουν. Αν κάναμε παιδιά τι θα ήταν, άσπρα ή μαύρα; Τι θα ‘λεγε ο κόσμος;

Στη συνέχεια, ο Φώτης δεν παρέλειψε να ζητήσει και τη βοήθειά της.

– Χρειάζομαι μια καλή παρτενέρ. Εχεις τίποτα στο νου σου;

– Ολο και κάτι έχω.

Τηρώντας τον λόγο της η Περλ, του ‘φερε στη σχολή την πολυπόθητη παρτενέρ. Κοιτώντας την ο Φώτης εντυπωσιάστηκε έτσι που την είδε πανύψηλη και όμορφη κοπέλα, ένα πραγματικό μαύρο διαμάντι. Λίγο μετά εντυπωσιάστηκε και από τον χορό της. Απόλυτα ικανοποιημένος, έκλεισε συμφωνία μαζί της για την Ελλάδα. Στο εξής, η Ντέμπορα Μπράουν θα ήταν η παρτενέρ του, κι ας του ‘ριχνε δύο κεφάλια στο… ύψος”.

kef_triantafillo_Μιλώντας για  τα “Μαθήματα από τον Ορέστη Μακρή” ο Φώτης Μεταξόπουλος δεν μπορεί να ξεχάσει πόσο πολύ βοηθήθηκε από τον σπουδαίο ηθοποιό…

“Αλλά και στο κορ ντεμπαλέ, ο Φώτης θα αποκτούσε πολλές εμπειρίες. Πρώτα απ’ όλα από τους μεγάλους πρωταγωνιστές. Παρατηρώντας τους θα ‘παιρνε τα πιο χρήσιμα μαθήματα ζωής. Κυρίως από τον Ορέστη Μακρή. Αυτό που εντυπωσίαζε τον Φώτη ήταν η συγκλονιστική προετοιμασία του Μακρή. Κάθε φορά τον έβλεπε και σάστιζε με το εξαντλητικό του βάψιμο. Μόλις έπιανε το μολύβι ο Μακρής κι έβαζε την πρώτη ρυτίδα, ήταν σαν να ‘πινε την πρώτη γουλιά κρασί. Όσο προχωρούσε το βάψιμο, τόσο και μεθούσε πιο πολύ. Τελειώνοντας, ήταν στουπί στο μεθύσι. Τότε σηκωνότανε βαριά κι έκανε μερικά παραπατήματα. Ο Φώτης τον βοηθούσε να ντυθεί κι άκουγε έκπληκτος σπαστή, μεθυσμένη τη φωνή του…”

“Ο έρωτας της Λίντας Άλμα” το επόμενο κεφάλαιο. Μια ακόμα απογοήτευση που γνώρισε ο Φώτης από την έξοχη χορεύτρια που του έδωσε ένα μάθημα…

“…Στην πρεμιέρα, όλα εξελίχτηκαν πολύ πιο εντυπωσιακά. Ο Φώτης, μόλις έπιασε το χέρι της Λίντας κι αντίκρισε τα φλογερά της μάτια, ένιωσε να πλημμυρίζει από έρωτα. Και ποιος δεν θα λαχταρούσε αυτή την αέρινη κι εξωτική ιέρεια του χορού, που προκαλούσε την πιο όμορφη ερωτική έκσταση. Μόλις τελείωσε η παράσταση έσπευσε να της μιλήσει, βέβαιος για τον έρωτά της. Τη βρήκε πάνω που ξεβαφότανε μπροστά στον καθρέφτη. Μόνο που τώρα ήταν πολύ πιο τυπική.

– Συγχαρητήρια, Φώτη, έσκισες.

Προβληματισμένος, προχώρησε στο καμαρίνι του. Απέξω ουρά ο κόσμος, περίμενε να του σφίξει το χέρι.Στην επόμενη παράσταση, τα πράματα πήγαν πάλι καλά. Η Λίντα κι αυτή τη φορά τον κοίταζε λιγωμένη στα μάτια, έτοιμη για όλα. Ο Φώτης, παίρνοντας ενέργεια από τη φλόγα της, ένιωσε κι αυτός ερωτευμένος. Αποφασισμένος, κίνησε πάλι για το καμαρίνι της. Μπαίνοντας μέσα, την είδε πάλι τυπική, να μην του αφήνει κανένα περιθώριο για οτιδήποτε άλλο.

Τότε κατάλαβε πως ήταν ερωτευμένη μόνο επάνω στη σκηνή.”

Τη λαχτάρα που πήρε  με “Το καρούμπαλο της Βλαχοπούλου” δεν θα μπορέσει να ξεχάσει όσο ζει …

“Στο άλλο χορευτικό της παράστασης, ο Φώτης μεταμορφωνόταν σε Τζέιμς Μποντ. Μόλις πατούσε στη σκηνή ο Τζέιμς, λάβρος και τρομερός, τραβούσε το πιστόλι του και πυροβολούσε τους πάντες. Από τις σφαίρες του δεν γλίτωναν ούτε ο Βογιατζής, ούτε ο Κωνσταντίνου. Γλίτωνε μόνο η εφτάψυχη Βλαχοπούλου. Τότε ο τρομερός ληστής έπιανε το μαστίγιο κι άρχιζε να την βαράει με σαδισμό. Με κάθε μαστιγιά, η άτυχη γυναίκα έβγαζε σπαραχτική κραυγή κι έβριζε μ’ εκείνα τ’ απίθανα κερκυραίικά της.

– Πανάθεμά σε, σταμάτα, ωχ, η πλάτη μου, αμάν, Παναΐτσα μου!

Στην επόμενη φάση ο Τζέιμς Μποντ την άρπαζε επιτακτικά κι έσερνε μαζί της έναν χορό που ήταν σαν να την έδερνε. Άντε τώρα να γλιτώσει και τ’ αποδέλοιπά της.

– Κακόχρονο να ‘χεις, αμάν, αη-Σπυρίδωνα, το κεφαλάκι μου!

Ένα βράδυ πάνω στον χορό, σ’ ένα ακροβατικό, η Βλαχοπούλου χτύπησε το κεφάλι της στο πάτωμα. Έντρομος ο Φώτης πίστεψε πως έμεινε στον τόπο. Η θεότρελη Κερκυραία, όμως, σηκώθηκε και συνέχισε να χορεύει κανονικά.”

Μνήμες από το “Γιαουρτοπόλεμο με τον Βέγγο”

Το σκηνικό ήταν στημένο στα Λιόσια, όπου ο δόκτωρ “Ζιβέγγος” θα ζούσε άλλη μια σουρεαλιστική περιπέτεια. Ο Φώτης, περιπλανώμενος γαουρτάς, μ’ ένα μεγάλο κοντάρι στους ώμους και δυο μεγάλες γαβάθες στα άκρα, διένειμε συληβριανό γιαούρτι στους πελάτες του. .

Κάποια στιγμή, περνώντας τυχαία ο Βέγγος μ’ ένα ταψί πάστες, πάτησε κατά λάθος τη μια γαβάθα με το γιαούρτι. Τότε εκνευρισμένος ο Φώτης τον κάλεσε με νοήματα σε μονομαχία. Σε λίγο οι δυο βιοπαλαιστές πιάστηκαν σε πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως. Πετώντας γιαούρτι ο ένας και πάστες ο άλλος, μετέτρεψαν εαυτούς και διερχόμενους σε σπαρταριστούς… παλιάτσους. Στο τέλος, οι δυο μονομάχοι κατέληξαν πραγματικά εξαντλημένοι στο… χώμα.”

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.