Φωτογραφικό υλικό και κείμενα από τις ανασκαφές στην αρχαία ελληνική πόλη Εμπόριον, στον κόλπο Ντε Ρόζας, την οποία ίδρυσαν κάτοικοι της ιωνικής Φώκαιας ή της αποικίας της Μασσαλία, τον 6ο αιώνα π.Χ. (τη δυτικότερη διερευνημένη αποικία του ελληνικού κόσμου) θα παρουσιαστούν σε έκθεση με τίτλο «Εμπόριον.
Πύλες του ελληνικού πολιτισμού στην Ιβηρική Χερσόνησο» που συνδιοργανώνουν η Ι’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και το Ινστιτούτο Θερβάντες ,από τις 27 Απριλίου, στον προθάλαμο του Αρχαιολογικού Μουσείου των Δελφών.
Η έκθεση, που διοργανώνεται σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Μουσείο της Καταλονίας και τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου και σκοπός της είναι να υπογραμμίσει την κομβική σημασία της αρχαίας Ελλάδας για τη συγκρότηση του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Κίνητρο για την ίδρυση του Εμπορίου αποτέλεσε για τους αρχαίους Φωκαείς η αναζήτηση του κασσίτερου και η εκμετάλλευση του μεταλλευτικού πλούτου των Πυρηναίων. Η ίδρυση του Εμπορίου και άλλων πόλεων στη δυτική Ευρώπη είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση της καλλιέργειας της αμπέλου και της ελιάς.
Το 1908 άρχισαν οι αρχαιολογικές έρευνες στο Εμπόριο
Οι αρχαιολογικές έρευνες στο Εμπόριον άρχισαν το 1908 και μέχρι σήμερα έχει ανασκαφεί μόλις το 25% του χώρου, αποκαλύπτοντας την ιστορία της περιοχής από τον 6ο αιώνα π.Χ. μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών ήρθαν στο φως ισχυρά τείχη και προμαχώνες, ιερά (το Ασκληπιείον και το Σαραπείον), κατοικίες, εργαστήρια, αγορές, ψηφιδωτά δάπεδα, ανάγλυφα, ελληνικές επιγραφές, κοσμήματα, κεραμική εισηγμένη από την Αθήνα και την Ιωνία, καθώς και ασημένιες δραχμές που έκοψε ο δήμος Εμπορίου.
Η σπουδαιότητα των αρχαιοελληνικών ευρημάτων στο Εμπόριον και άλλες ελληνικές αποικίες στην Ιβηρική Χερσόνησο (κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά και στην ενδοχώρα) είναι τέτοια, που οδήγησε το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας και την κυβέρνηση της Καταλονίας στην απόφαση να δημιουργήσουν το 2006 το Κέντρο Τεκμηρίωσης του Ελληνικού Εμπορίου και της ελληνικής παρουσίας στην Ιβηρία “Iberia Graeca”.
Το Κέντρο άρχισε να λειτουργεί πλήρως στα τέλη του 2010 στην παλαιά πόλη του Εμπορίου (σημερινή πόλη Λ’ Εσκάλα).
Ως λογότυπο του Κέντρου «Iberia Graeca» επελέγη ένας Κένταυρος, πηγή έμπνευσης του οποίου ήταν μια χάλκινη απλίκα, με τη μορφή Κενταύρου, που κοσμούσε ελληνικό σκεύος του 6ου αιώνα π.Χ. και βρέθηκε στο Λος Ρόγιος (Μούρθια).
Μία από τις κύριες δραστηριότητες του Κέντρου είναι η δημιουργία και ο εμπλουτισμός βάσης δεδομένων, που είναι προσβάσιμη για ερευνητές και κοινό μέσω της ιστοσελίδας του Κέντρου (www.iberiagraeca.org).
Η βάση περιλαμβάνει ήδη πληροφορίες για περίπου 3.000 αντικείμενα κεραμικής, ενώ φιλοδοξία των ερευνητών του Κέντρου είναι να την εμπλουτίσουν με όλα τα ελληνικά αντικείμενα που βρέθηκαν σε αρχαιολογικούς χώρους στην Ιβηρική Χερσόνησο (νομίσματα, γλυπτά, επιγραφές, αρχιτεκτονικά μέλη, κ.α.). Εξαιρέθηκαν τα ελληνικά αντικείμενα άγνωστης προέλευσης και εκείνα που ανήκουν σε συλλογές ή μουσεία και είναι γνωστό ότι έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικούς χώρους εκτός Ιβηρικής Χερσονήσου.
«Θέλουμε να υπογραμμίσουμε την κοινή κληρονομιά των πολιτισμών της Μεσογείου»
«Η σημασία αυτής της προσπάθειας έγκειται στο γεγονός ότι έχουν βρεθεί πολλά αντικείμενα στις ανασκαφές σε αρχαιοελληνικές θέσεις της Ιβηρικής Χερσονήσου, αλλά ήταν δημοσιευμένα μόνο σε βιβλία. Τώρα τόσο οι ερευνητές όσο και το κοινό έχουν πρόσβαση σε αυτά μέσω διαδικτύου», εξηγεί ο διευθυντής του «Iberia Graeca», Σαβιέ Ακιλουέ.
«Θέλουμε να υπογραμμίσουμε την κοινή κληρονομιά των πολιτισμών της Μεσογείου, που είναι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός», προσθέτει ο ίδιος.
Το πληροφοριακό υλικό για κάθε αντικείμενο περιλαμβάνει στοιχεία για την προέλευσή του, το αρχαιολογικό του πλαίσιο, τη χρονολόγησή του, ενώ επισυνάπτονται και σχέδια, φωτογραφίες και σχετική βιβλιογραφία.
Οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες στα ισπανικά και τα καταλανικά, ενώ σύντομα θα μεταφραστούν και στα αγγλικά.
«Είναι σημαντικό σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία το γεγονός ότι το Κέντρο συνεργάζεται με ερευνητές από πολλά πανεπιστήμια, οι οποίοι συμμετέχουν στο πρότζεκτ μέσω διαδικτύου», υπογραμμίζει ο κ. Ακιλουέ.
Στόχοι του Κέντρου είναι, επίσης, η εκπαίδευση νέων Ισπανών ερευνητών στον τομέα της ελληνικής αρχαιολογίας, αλλά και η δημιουργία συνεργασιών με άλλα ιδρύματα στην Ελλάδα (έχουν έρθει ήδη σε επαφή με το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και με τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων) και σε άλλες χώρες. Μάλιστα, όπως αποκάλυψε ο διευθυντής του «Iberia Graeca» το Κέντρο σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Θερβάντες προωθούν τη δημιουργία Ισπανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην οδό Ερεχθέως, στην Αθήνα.
Η ιστορία της πόλης Εμπόριον
Τον 7ο αιώνα π.Χ. οι αυτόχθονες κάτοικοι της παράκτιας αυτής περιοχής ζούσαν σε οικισμούς στα υψώματα του εδάφους. Ένας από αυτούς τους οικισμούς της Εποχής του Σιδήρου βρισκόταν στον μικρό ισθμό, όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Άγιος Μαρτίνος του Εμπορίου.
Αυτός ο οικισμός, που χρονολογείται από την ύστερη Εποχή του Χαλκού (9ος αιώνας π.Χ.), διατήρησε μια σειρά εμπορικών επαφών με τους Ετρούσκους, τους Φοίνικες και τους Έλληνες στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. Κατά το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. έμποροι από την ιωνική Φώκαια εγκαθίδρυσαν πάνω σε αυτό το χωριό αυτοχθόνων, έναν πρώτο οικισμό (την Παλαιάν Πόλιν) και χρόνια αργότερα ένα νέο τομέα (την Νέαν Πόλιν), τα ερείπια των οποίων αποτελούν σήμερα τμήμα του αρχαιολογικού χώρου. Η αποικία ονομάστηκε Εμπόριον.
Η πόλη εξελίχθηκε χάρη στην ακμάζουσα εμπορική δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι Έλληνες με τους αυτόχθονες πληθυσμούς της Ιβηρικής Χερσονήσου. Η επίδραση και ο πολιτισμός τους αποτέλεσαν τη βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία του ιβηρικού πολιτισμού.
Το 218 π.Χ. με αφορμή τον δεύτερο Καρχηδονιακό πόλεμο, μια ρωμαϊκή στρατιά με επικεφαλής τον Γναίο Κορνήλιο Σκιπίωνα, αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Εμπορίου με σκοπό να κλείσει τον από ξηράς δρόμο στον καρχηδονιακό στρατό.
Τότε ξεκίνησε ο εκρωμαϊσμός της Ιβηρικής Χερσονήσου. Το 195 π.Χ. ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων εγκατέστησε ένα στρατόπεδο στο Εμπόριον, το οποίο αποτέλεσε τον πυρήνα μιας νέας πόλης (της ρωμαϊκής), που δημιουργήθηκε στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου οι δύο πόλεις, η ελληνική και η ρωμαϊκή, ενώθηκαν υπό το όνομα Δήμος Εμπορίου. Στο μεταξύ άλλες ρωμαϊκές πόλεις της Χερσονήσου αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα και το Εμπόριον βαθμιαία έχανε τη σημασία του.
Όλη η ρωμαϊκή πόλη και ο τομέας της Νέας Πόλεως είχαν εγκαταλειφθεί κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. και ο πληθυσμός συγκεντρωνόταν στον Άγιο Μαρτίνο του Εμπορίου. Η πόλη αυτή υπήρξε επισκοπική έδρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας και οι κάτοικοί της χρησιμοποιούσαν για νεκροταφείο τη βόρεια ζώνη της Νέας Πόλεως, όπου βρίσκονται τα ερείπια ενός παρεκκλησίου του κοιμητηρίου.
Σήμερα το Εμπόριον αποτελεί αρχαιολογικό πάρκο που ανήκει στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καταλονίας.