Κραυγές στο κενό
Ένας άντρας. Μια γυναίκα. Ένα παιδί.
« Από μακριά φαίνονται σαν φαντάσματα ντυμένα με ξανθές προβιές. Αλλά δεν είναι. Τίποτα δεν είναι. Μοιάζουν με παμπάλαια εξογκώματα. Ένα χέρι εδώ, κάποιο ρούχο που προεξέχει, ένας όγκος που αργοσβήνει και επανέρχεται στο μπρούτζινο φως του πρωινού »
Ο Νίκολα, η Κάλυ και ο μικρός Ντράζεν, έρμαια ενός απίστευτου, προδιαγεγραμμένου σχεδίου, εγκλωβίζονται στον ίδιο τους τον τόπο. Από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκονται μες στην δίνη ενός εφιάλτη. Χωρίς αποχαιρετισμούs, χωρίς μιας ματιά πίσω τους αφήνουν το σπίτι τους, τη βολή της καθημερινότητας τους, τα όνειρα τους. Μέχρι που αυτοεξόριστοι πια βιώνουν το αποκρουστικό παρών ενός άθλιου πολέμου. Τραγικοί οδοιπόροι, με τον κίνδυνο να ελλοχεύει σε κάθε τους βήμα οδεύουν προς την άδικη μοίρα τους.
Διασταυρούμενα πυρά, ερημωμένες, αφανισμένες πόλεις από την καταστροφή της φωτιάς, άψυχα σώματα κρεμασμένα ανάποδα, άνθρωποι- απάνθρωποι που περιφέρονται ζωντανοί –νεκροί , στοιχειώνουν την πορεία τους. Προορισμός και μοναδική ελπίδα τους είναι η θάλασσα…
« Είδαμε σκόνη και έρημο» είπε ο Νίκολα, που ήταν ακόμα πεσμένος στο έδαφος…. « Το ίδιο θα συναντήσεις και μπροστά σου» είπε ο γέρος, « αλλά στο τέρμα του λιμανιού θα βρεις τη μοναδική πόλη που έχει μείνει ακόμα και αντιστέκεται. Δεν ξέρω πως, δεν κατάφερα να φτάσω μέχρι εκεί, αλλά είναι η τελευταία πόλη στην άκρη της χώρας».
Αντιπολεμικό αφήγημα αλλά και συγκλονιστική μαρτυρία για τον καιρό της σύγχυσης και του ολέθρου στη Βοσνία αποτελεί το νέο βιβλίο του Διονύση Μαρίνου. Ένα χρόνο μετά το πρώτο του μυθιστόρημα ‘Χαμένα κορμιά’, ο συγγραφέας στο παρόν πεζογραφικό του έργο με το συμβολικό τίτλο « Τελευταία πόλη », καλύπτει το χρονικό της διαφυγής μια τριμελούς οικογένειας στη μέση ενός πολέμου που, όπως πάντα συμβαίνει, γίνεται πιο φρικαλέος όταν ο αδελφός μάχεται τον αδελφό παρά έναν αόρατο εχθρό.
Ο συγγραφέας αναλαμβάνει το εγχείρημα να δημιουργήσει χαρακτήρες που αποτυπώνουν τη φρίκη που βιώνουν σε ζοφερούς καιρούς. Η ατμόσφαιρα καταστροφής σε μια άγρια εποχή στην ιστορία ενός λαού, καθώς και μια υπόγεια πικρία που ξεχειλίζει από τη γραφή του συγγραφέα διατρέχουν το βιβλίο από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία . Ο λόγος, παραστατικός με έντονες περιγραφές σε ένα σύντομο αλλά πυκνό κείμενο αποδίδουν με τον πιο πιστό τρόπο τον παραλογισμό του πολέμου και το δράμα των ηρώων της αφήγησης του.
« Έκλεισε το ένα μάτι με τρόπο και με το σπασμένο δείκτη του δεξιού του χεριού έδειξε προς τη γυναίκα. Αλλά δεν έδειχνε τη γυναίκα. Δεν ήθελε τη γυναίκα. « Το παιδί» είπε δείχνοντας το, και στο άκουσμα της λέξης που βγήκε από το στόμα του αναρρίγησε… « Το παιδί κάνει για τη δουλειά μας… δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρω αγοραστή…»
Τέλος, πρέπει να τονίσει κανείς εδώ ότι η επιλογή του Διονύση Μαρίνου να μην αναφέρει ιστορικά στοιχεία που αποκαλύπτουν την ταυτότητα αυτού του πολέμου και των γεγονότων που τον προκάλεσαν είναι καθοριστική για την απρόσκοπτη εξέλιξη της αφήγησης. Έτσι, σ’ ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, η προσοχή του αναγνώστη επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ύπαρξη και στα όρια της, που καταργούνται όταν τα πάντα μπροστά της μεταβάλλονται και απειλούνται.
Κλείνοντας το βιβλίο, ο απόηχος του φόβου που κυριαρχεί στο εφιαλτικό τοπίο της τελευταίας πόλης παραμένει και προβληματίζει. Μοιάζει να υψώνεται σαν το θρήνο του ανυπεράσπιστου ανθρώπου ενάντια στη μισαλλοδοξία και το φανατισμό, σε κάθε αυταρχική νοοτροπία και εξουσία.
Διονύσης Μαρίνος
Ο Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1971 στην Αθήνα, πόλη στην οποία συνεχίζει και διαμένει. Είναι παντρεμένος, έχει ένα παιδί και τα τελευταία 15 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος. Εδώ και έξι χρόνια εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην καθημερινή αθλητική εφημερίδα “Goalnews” και είναι παραγωγός του αθλητικού ραδιοφώνου “Sentra 103,3”. Κατά περιόδους έχει εργαστεί σε τηλεοπτικούς σταθμούς, περιοδικά και γραφεία Τύπου.
της Μαίρης Βασάλου