της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου
« Δεν αξίζει στους Έλληνες να ζουν σε μια τέτοια πατρίδα. Και πατρίδα δεν είναι οι κάμποι, τα βουνά, αλλά οι άνθρωποι. Δυστυχώς, αυτό το έμψυχο υλικό ζει υποβαθμισμένο. Και από την άλλη υπάρχουν οι μάγκες που λένε «μαζί τα φάγαμε». Είμαι από τους τυχερούς που θα φύγουν νωρίς και δεν θα δω τα χειρότερα να έρχονται…»Τα λόγια της Μάρθας Βούρτση δεν βρίσκουν καταφύγιο στη μετριότητα από απελπισία , αλλά γίνονται μαχαιριά στις καταστάσεις που βιώνουμε όλοι όσοι ζούμε σε αυτή τη χώρα.
« Για την Ελλάδα δε υπάρχει ελπίδα . Είναι προτεκτοράτο. Κάνουμε ό,τι πει η Μέρκελ. Απέξω παίρνουμε εντολές. Οι Έλληνες δεν διοικούν. Αλίμονο στα παιδιά που από τη στιγμή που έρχονται στον κόσμο είναι χρεωμένα. Ο κοσμάκης παλεύει για το μεροκάματο, ό, τι της προκοπής έχουμε εδώ μας το παίρνουν οι ξένοι. και όσοι νέοι μένουν εδώ γίνονται σερβιτόροι…»
Η σκέψη ότι η ζωή των Ελλήνων δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δυστυχία και την παρακμή που καταθέτει η σπουδαία αυτή κυρία του θεάτρου μας δεν είναι καθόλου παρηγορητική…
Το φως του απαλύνει την βαριά ατμόσφαιρα. Η Μάρθα ανοίγει το μικρό πορτάκι που βγάζει στον κήπο της καρδιάς της…
«…Δεν συμβιβάζομαι με την πικρία του κόσμου. Δεν μπορώ να βλέπω τους γέρους στις ουρές να ρωτούν να μάθουν, τι σημαίνει διαδίκτυο . Τι ξέρουν οι γέροι από ίντερνετ ; Τους λένε θα μπεις στο διαδίκτυο και θα πατήσεις εκεί…»
Το θλιμμένο κορίτσι με τα μάτια να πλημμυρίζουν από δάκρυα σε κάθε ταινία , όπως καταγράφηκε στην ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου, ανοίγει την ψυχή του και μοιράζεται μαζί μας τις ανησυχίες της. Είναι λες και βρίσκεται ανάμεσα στη σκηνική δράση , του ανθρώπου της τέχνης παρατηρητή της ζωής, που ο λόγος του μοιάζει με τη νεότητα και βασιλεύει θριαμβευτικά και σε γοητεία ανάμεσα στο βασιλόπουλο του παραμυθιού και στον καπιταλιστή πατέρα του που την κυνηγούσε για να φύγει από τη ζωή του μοναχογιού του.
«Εγώ δεν είμαι της ελληνικής βιομηχανίας , αλλά της βιοτεχνίας. Ήμουν στις λαϊκές συνοικίες. Δεν με έχω δει ποτέ έγχρωμη εκτός από «Το σενάριο» με το Λάκη Λαζόπουλο. Την Αλίκη, την Καρέζη και τις ταινίες του Φίνου τις βλέπανε στο «Αττικόν». Εγώ ήμουν για τη φτωχολογιά στις δυτικές συνοικίες. Η πρώτη μου μελό ταινία ήταν του οπερατέρ Θανάση Σπηλιώτη, που ζούσε κάπου στη Νίκαια και η πόρτα που είχε ήταν μια κουρελού. Ο, τι οικονομίες κι όσες διασυνδέσεις είχε τις διέθετε στα μαγαζιά για να κινηθούν οι ταινίες. Τα λεφτά που πήρα για την ταινία «Ορφανή σε ξένα χέρια» το 1962 ήταν 12.000 με δόσεις και ήμουν πρωταγωνίστρια. Όταν ρώτησα τον Σπηλιώτη πως πήγε η ταινία από πλευράς εισπράξεων , μου είπε κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. «Με τα εισιτήρια που έκανε η ταινία μας μπόρεσα κι αγόρασα ηλεκτρικό ψυγείο». Βούρκωσα κι εγώ μαζί του.
Η γενιά μου δεν είχε ηλεκτρικά ψυγεία. Με ψυγείο του πάγου μεγάλωσα κι εγώ και σε μπανιέρα μπήκα στα 20 μου χρόνια. Στη σκάφη πλενόμουνα κι έλουζα τα μαλλιά μου με πράσινο σαπούνι και μετά η μητέρα μου έβαζε ξύδι για να γυαλίζουν…»
Δεν προλάβαινες να την διακόψεις για να αρθρώσεις ούτε λέξη! Αυτή η γυναίκα είναι χείμαρρος . Ορμάει σε ένα χώρο, όπως στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και επιβάλλεται με την παρουσία της. Ο σκύλος της ο Λευτέρης , που είναι παρόν δείχνει έντονα τη δυσφορία του, γιατί μονοπωλώ την προσοχή της κυράς του. Εκείνη τον επαναφέρει στην τάξη…
«Είμαι πολύ ευχαριστημένη από τον εαυτό μου, γιατί τα έχω καλά μαζί του. Ειλικρινά σου λέω, δεν με ενδιαφέρει, τι λένε οι άλλοι. Είμαι πολύ ζόρικη με τον εαυτό μου. Πρώτα χτυπάω εκείνον και μετά τους υπόλοιπους. Έτσι έχω βρει κάποιες ισορροπίες.. Και επειδή είμαι παιδί της κατοχής συνεχίζω και σε αυτή την ηλικία να σέβομαι το ψωμί, χωρίς να βρίσκομαι σε κατάσταση ανθρώπου , Δόξα τω Θεώ, τουλάχιστον προς το παρόν , που να αναγκαστώ να στηθώ στα συσσίτια , για να μου δώσουν ένα κομματάκι φαί να φάω, όπως πάνε τόσοι συμπατριώτες μου…»
Ποτέ δεν μάτωσε την ευλάβεια της απέναντι στη ζωή ακόμα και στα δύσκολα χρόνια που έζησε ήταν πάντα ευγνώμων
«… Στην κατοχή προσβλήθηκα από αδενοπάθεια, όπως τα περισσότερα παιδιά και για τρία χρόνια νοσηλεύτηκα στο Πρεβαντόριο της Πεντέλης. Όμως ήταν ευλογημένη εποχή, γιατί μπορέσαμε να μάθουμε τις αξίες της ζωής. Η ζωή είναι πάρα πολύ σημαντική και πάρα πολύ απλή. Ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι μια μοναδικότητα και εγώ θέλω να σεβαστώ τη μοναδικότητα που έχω, που υπάρχω στη ζωή .Και όσο πλησιάζουν τα χρόνια που είσαι του φευγιού, λογικό , δεν είσαι το παιδί των 25 χρονών, αλλά είσαι ένα κοριτσάκι 76 χρονών, οφείλεις ακόμη να σεβαστείς πιο πολύ την ύπαρξή σου και την παρουσία σου, αν θέλεις ,για αυτό τον αέρα που αναπνέεις…»
Πονάει την πατρίδα που ζει και κάθε στιγμή το αποδεικνύει. Έτσι αισθανόταν ανέκαθεν. Από τα πρώτα χρόνια που πάλεψε για να σταθεί στα πόδια της .Για αυτό δεν επαναπαύτηκε στις δόξες της …
«Θέλεις να σου πω πως την πονώ την πατρίδα μου; Δεν την βρωμίζω. Δεν ρίχνω σκουπίδια. Στην ανακύκλωση είμαι από τις πρώτες και τις καλύτερες. Στη γειτονιά μου όπου βρω σκουπίδια τα μαζεύω. Και αν δω κάποια να πετάει σκουπίδια δεν μπορείς να φανταστείς, τι ακούει από μένα, Έτσι εγώ σέβομαι την πατρίδα μου. Έτσι εγώ αγαπάω την πατρίδα μου. Δεν της χρωστάω τίποτα…»
Έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης για αυτό διαμαρτύρεται για τα κακώς κείμενα ως πολίτης. Σε όλη της τη ζωή έβαζε πάντα μπροστά το δίκιο και πίσω το συμφέρον
«….Ο κόσμος κάθεται στις ουρές και περιμένει. Τι ξέρουν οι γέροι από διαδίκτυο και τους λένε θα πατήσεις να μπεις στο ίντερνετ. Εγώ που δεν είχα ιδέα από αυτά , τώρα με το θέμα της ΕΡΤ με την οποία τόσα με συνδέουν ενεργοποιήθηκα και πήρα ένα lamptop για να μαθαίνω, τι γίνεται στην πατρίδα μου και να συνυπάρχω κι εγώ στο δρόμο των 2500 ανέργων. Όταν το σπίτι μου γεμίσει ποντίκια βάζω μια καλή γάτα να τα κυνηγήσει δεν το γκρεμίζω. Τόσα χρόνια εγώ πλήρωνα την ΕΡΤ και ξαφνικά βλέπω μαύρο. Τι είναι αυτό; Δεν έχει γίνει σε άλλη χώρα .Αποσυνδεθήκαμε με τον Ελληνισμό στο εξωτερικό…Ε, τότε γκρεμίστε και τις εφορίες γιατί και εκεί υπάρχουν λαμόγια, και τους τυφλούς που έβλεπαν κι έπαιρναν συντάξεις. ..»
Ρίχνει απευθείας βολές σε αυτούς που ασκούν εξουσία. Γίνεται σκληρή και αδυσώπητη΄…
«….θα καταλήξουμε να γίνουμε μια ισοπεδωμένη χώρα. Πώς κάνεις βιασμό στη δική μου τη ψυχή; Παρακολουθούσα μια συναυλία στο Ραδιομέγαρο με τον μαέστρο Μίλτο Λογιάδη στο πόντιουμ κι έβλεπαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της κοπέλας που ήταν το δεύτερο βιολί… Αν ζούσε ο Χατζιδάκις… Και από την άλλη ακούμε ότι δεν υπήρχε ολοκαύτωμα. Αυτά συμβαίνουν σε αυτή τη μικρή χώρα που έβγαλε δυο Νομπελίστες και τόσους ποιητές. Δεν ξέρω, τι μπορεί να κάνει η διανόηση. Μεγάλη είναι η απογοήτευση και παλεύουμε να μην πέσουμε σε καμιά κατάθλιψη. Γιατί ο λαός πρέπει να βρεθεί σε μεγάλο ζόρι για να επαναστατήσει…»
Η Μάρθα Βούρτση τοποθετεί τα πάντα στις σωστές τους διαστάσεις και στέκεται στην ιδέα της πατρίδας. Φαίνεται ότι πονάει πολύ για όσα συμβαίνουν. και ανεβάζει τους τόνους…
«Αν η αριστερά ήταν ενωμένη δεν θα μπορούσαν να ορθοποδήσουν οι υπόλοιποι. Ο λαός δεν έχει ιστορική μνήμη. Κι οι Έλληνες δεν έχουν δώσει τα χέρια. Και ο τόπος δεν μπορεί να προχωρήσει. προχωρήσει ο τόπος. Στη χούντα τα χέρια ήταν ενωμένα. Που πάει αυτή πατρίδα; Δώσανε διακοποδάνεια , γαμοδάνεια κι ο λαός έπαιρνε…Άπλωσε τα ποδάρια σου μέχρι εκεί που χωράει το κρεβάτι σου. Όταν έγινε η περαίωση αρνήθηκα να πληρώσω γιατί ήθελα να δεχθώ τον έλεγχο, επειδή δεν είχα κάτι να κρύψω ….»
Συνεχίζει να αρθρώνει τη δική της αλήθεια και το ύφος της γίνεται γλυκόπικρο. Ένα είναι σίγουρο, ότι δεν έγινε ηθοποιός για να αποκτήσει ούτε χρήματα, ούτε δόξα. Άλλο ήταν το ζητούμενο κι ακόμα ψάχνεται…
«Η τηλεόραση έδωσε λεφτά στους ηθοποιούς. Δόξα τω Θεώ λέω που υπήρξε αυτό το σίριαλ «Η πολυκατοικία» πακέτο 132 επεισοδίων κι έβγαλα τα ελενίτ, κι έβαλα ένα κεραμίδι .Αλλιώς δεν θα υπήρχανε λεφτά. Και σου μιλάει ένας άνθρωπος πετυχημένος. Όμως, ο ηθοποιός από το θέατρο δεν βγάζει λεφτά. Κι εγώ ήμουνα πάντα μισθωτή. Δεν έκανα ποτέ συμβιβασμό στη ζωή μου. Όλη μου η καριέρα έτσι ήτανε. Εγώ βασικά βρέθηκα σε πόρτες που ήταν της ψυχής ταξίδια και όχι της τσέπης…»
Η σύντροφος στη ζωή του στιχουργού Φόντα Φιλέρη, που εργάστηκε σκληρά όλη της τη ζωή για να μας αφήσει παρακαταθήκη σημαντικές ερμηνείες, μιλάει για το για το γάμο της …
«Σαρανταεπτά χρόνια μαζί. Καλά, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε αυτός ούτε εγώ να κάτσουμε, αν δεν συνυπήρχε η ζωή μας. Υπάρχουν αντιθέσεις. Αυτός είναι ψάρι, εγώ είμαι ζυγός. Ουδεμία σχέση το ένα με το άλλο όπως τα λένε οι αστρολόγοι. Αλλά είμαστε κι οι δυο ρομαντικοί και ευαίσθητοι…»
{youtube}AQC6JwK7Vf4{/youtube}
Μεγάλωσε σε ξένα χέρια στα πλατό, αλλά ποτέ τις δουλειές ου σπιτιού της δεν τις άφησε στα χέρια μιας παραδουλεύτρας.
«Ήμουν η Φιλιππινέζα και η αρχόντισσα μαζί . Να σου σιδερώσω εγώ πουκάμισο να τρίβεις τα χέρια σου. Να σου ράψω κουρτίνες , σεντόνια ,να σου κάνω μεταποιήσεις. Τα χέρια και το μυαλό είναι το πιο σημαντικό για τον άνθρωπο. Κι όσο υπάρχει το μυαλό μου θα παλεύω και θα αντιστέκομαι και δεν θα γίνομαι προκλητική απέναντι στο συνάνθρωπό μου που περιμένει στην ουρά για το συσσίτιο, όταν πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ . Αν δεν νοιαστούμε για τον συνάνθρωπο τελειώσαμε. Τώρα ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά όπως λέει και το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, να ψαχτούμε να δούμε τι ψηφίζουμε. Ποτέ δεν ψήφισα με βάση το συμφέρον και είμαι ελεύθερη μέσα μου».
Μπορεί να είναι πρώτη σοφερίνα, αλλά δεν αποφεύγει και τις αστικές συγκοινωνίες γιατί έχει τους λόγους της.
«Είμαι μέσα στο θέμα των αστικών συγκοινωνιών . Μπορεί να μπαίνεις μέσα σε ένα λεωφορείο και η μασχάλη του άλλου να μυρίζει κρεμυδίλα, αλλά από αυτόν μπορείς να ακούσεις μια ατάκα, που είναι περιουσία για να χτίσεις ένα ρόλο.»
Έκοψε μαχαίρι το τσιγάρο, κάπνισμα χωρίς βοηθητικά μέσα και μόνο με τη δύναμη της θέλησης.
«Το ΄Νοέμβριο του 87 όταν έγιναν 50 χρονών στην πρόβα τζενεράλε στο «Θέατρο Τέχνης» ενώ μακιγιαριζόμουν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα «Βούρτση, αν σε ξαναδώ να καπνίσεις, θα σε φτύσω». Δεν επέτρεψα λοιπόν, από τότε να με φτύσω. Και λέω : «Πρόσεξε τώρα.. Όχι κόβοντας το τσιγάρο αρχίζουμε και τρώμε σαν τις τρελές…Και τα κατάφερα, γιατί ήμουν αποφασισμένη.»
{youtube}0CYofxIQPj4{/youtube}
Αν και υπήρξε παιδί χωρισμένων γονιών ,του φημισμένου μαέστρου της χορωδίας της Λυρικής Σκηνής Μιχάλη Βούρτση και της ζωγράφου Ελένης Γκατ – Βούλγαρη δεν έχει κανένα από τα κουσούρια που κουβαλάνε τα παιδιά αυτά…
«Εγώ είχα δυο γονείς που δεν φαγωθήκανε ποτέ μεταξύ τους. Δεν μεγάλωσα ως ορφανή ψυχολογικά από πατέρα και μάνα. Τα παιδιά που τους έχει στοιχίσει ο χωρισμός , ας ψαχτούν οι γονείς τι έχουν χρεώσει σε αυτά και συνήθως οι γυναίκες. Γιατί οι σκύλες είμαστε εμείς. Το ζόρικο κύτταρο και αυτό που κρατάει το σπίτι είναι η γυναίκα. Ο άντρας είναι πολύ αδύναμο πλάσμα. Κι εγώ τον αγαπάω πολύ τον άντρα.»
Για τη Μάρθα Βούρτση η γνώση των πραγμάτων ήρθε μέσα από την κλασική μουσική λόγω της παιδείας που πήρε από τον πατέρα της…
«.. γνώρισα την όπερα στα τεσσεράμισί μου χρόνια μετά μπήκα στο πιάνο σαν παιδί, αλλά στα 16 μου αποφάσισα ότι δεν θα γίνω πιανίστα, γιατί στράφηκα στο θέατρο. Τα χρωστάω όλα στον Κουν και στο δάσκαλό μου τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, που ήταν ένας δάσκαλος που σε άφηνε ελεύθερο να τσαλακωθείς όσο ήθελες χωρίς να σε στρεσάρει για να έρθει η ώρα να σου πει. Σε εκείνο το σημείο αυτό. Με τον Κουν ήταν άλλο πράγμα. Τα μάτια του και η σιωπή του πως σε παρακολουθούσαν, μου δημιουργούσε μια αίσθηση: «Πρέπει να πετύχεις καλύτερα να το πεις, καλύτερα να παίξεις». Ήταν σαν να ήταν Θεός πάνω από το κεφάλι σου.»
Ποτέ δεν υπήρξε ενζενύ κι ας έσκιζε την οθόνη το πρόσωπό αυτού του κοριτσιού με τα μελαγχολικά μάτια που έκαψαν καρδιές…
« …ήμουνα σουμπρετα κομμεντιέν. ¨Οταν με βλέπανε σε κωμωδίες μου ρωτάνε : «Εσύ ήσαστε κωμικιά, πώς κλαίγατε.». Εκείνη η εποχή ήταν για κλάψιμο. Τι να κάνω δηλαδή. Και ποιος δεν πέρασε από το μελό. Εμεινε με μένα. Ε, ήμουν η καλύτερη. Για μένα ο κινηματογράφος ήταν εραστής και οι άνθρωποι που γνωρίζουνε τι σημαίνει ηθοποιός και τι κινηματογράφος, ποτέ δεν γυρίσανε να κατηγορήσουνε τη Βούρτση, Ήξερα να ερωτοτροπώ με το φακό. Ήξερα τι ζητάει στο κοντινό μου πλάνο και πόσο μάλλον όταν ήσουν νέα και είσαι κούκλα με καμία φροντίδα στο μακιγιάζ. Στουπέτσια μας έβαζαν στο πρόσωπο…»
Ψάχνοντας να βρει τον εαυτό της μέσα από θεατρικές ηρωίδες μεγάλων κειμένων οπλίστηκε με θάρρος , εκτέθηκε στο σανίδι και αποθεώθηκε. Και κι όταν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος το 2009 της ανακοίνωσε , ότι θα τιμηθεί για την προσφορά στο θέατρο με το Βραβείο Κοτοπούλη σχολίασε στα αγγλικά:
«Too much»
«Σέβομαι το επάγγελμα που διάλεξα. Είναι πολύ δύσκολη και ατελείωτη υπόθεση.Τ ο θέατρο για μένα είναι η εκκλησία που θα μπω μέσα και οφείλω να σεβαστώ το κείμενο, τι έχει κάνει ο μεταφραστής. Δεν έχω μπει ποτέ σε κείμενο μεταφραστού και να αλλοιώσω ούτε το και να κάνω την έξυπνη.
Μια φορά λογόκρινα ένα σημείο του σεναρίου της ταινίας «Ορφανή σε ξένα χέρια».. Εμένα ποτέ δεν με ενδιέφερε η φιγούρα , ούτε τα δαχτυλίδια. Η προσπάθειά μου ήταν να βελτιωθώ σαν άνθρωπος και σε αυτό με βοήθησε το θέατρο, Άρα ήμουν σχετική με το επάγγελμα που διάλεξα.»
{youtube}IYt8SFuPth4{/youtube}
Αν και καταξιωμένη αποποιείται τον όρο πρωταγωνίστρια:
-Τι πάει να πει πρωταγωνίστρια. Οι τίτλοι δεν μετράνε. Το αποτέλεσμα μετράει . Ξέρεις πόσες πρωταγωνίστριες ήταν πολύ διαφορετικές υπάρχουν νεκρές και ζωντανές, δεν θέλω να πω ονόματα, που δεν καταλάβαινε ο κόσμος πως ήταν ο ρόλος τους. Λυπάμαι που το λέω αυτό. Το θέατρο άλλωστε ποτέ δεν ήταν σε πρώτη γραμμή πλεύσης για τον Έλληνα, αλλά τα μπουζουξίδικα και τα φαγάδικα. Να πάνε να φάνε στη λαδόκολλα. Κινηματογράφο πηγαίνανε. Πληρώνανε το εισιτήριο. Πέντε δραχμούλες πόσο έκανε τότε. »
Αν την ρωτήσεις θα ήθελε να είναι σήμερα θα σου πει:
«Θα ήθελα να είμαι αρχαιολόγος στην ομάδα του Παντερμαλή να οδηγηθώ και να οδηγήσω στη γνώση και την ερµηνεία των πολιτισµών του παρελθόντος, συμβάλλοντας στη διαφύλαξη και ανάδειξη της αρχαιολογικής και πολιτιστικής κληρονοµιάς του τόπου μου. Φαντάζομαι πως θα ένιωθα, όταν έπιανα πρώτη στα χέρια μου μετά από τόσους αιώνες ένα αγγείο που θα έφερνε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.»
Έχει να ανεβεί στη σκηνή από το 2007, τότε που έπαιξε που έπαιξε στη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε ένα ρόλο που είχε στιγματίσει με την παρουσία της η μεγάλη μας ηθοποιός Χριστίνα Καλογερίκου και χάρηκε σαν παιδί όταν ο Κ. Χ. Μύρης της είπε, όταν ξέχασε την Καλογερίκου, όταν είδε την παράσταση με την ίδια.
«Δεν έχω πολλά χρωστούμενα πίσω μου. Δεν θα έλεγα ποτέ « αχ δεν θέλω να φύγω από τη ζωή, αν δεν παίξω αυτό.» .Όχι δεν έχω τέτοια προβλήματα. Βεβαίως, άκουσε , αναμένω το καλό ταξίδι, αλλά δεν νομίζω ότι θα έρθει. Δεν πίστευα ποτέ, ότι θα πατήσω την Επίδαυρο. Κι όμως πήγα δυο φορές. Κι αυτό που περιμένω έχει να κάνει με την αττική κωμωδία και συγκεκριμένα με τις «Εκκλησιάζουσες» και τη «Λυσιστράτη…»
Μια τέτοια γυναίκα δεν θα μπορούσε να φοβηθεί το θάνατο. Η φθορά όμως, την τρομάζει πολύ περισσότερο…
« … η ασθένεια που με τρομάζει και εύχομαι να μην την περάσω είναι η άνοια. Το θέμα είναι για το πόσο θα υπάρχω στη ζωή. Γιατί αν φθάσω σαν τον Μητσοτάκη δεν νομίζω, ότι θα μπορώ να είμαι Μητσοτάκης εγώ. Αποκλείεται. Δεν νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι μπορούν να φθάσουν 96 χρονών και να έχουν αυτό το καθαρό μυαλό και την άρθρωση την καθαρή. Υπάρχουν άνθρωποι 10ετίες μικρότεροι από αυτόν και έχουν δυσκολία στην ομιλία. Για μένα ο καρκίνος δεν είναι τίποτα. Ξέρεις να τον παλέψεις. Η άνοια δεν έχει πισωγύρισμα…»
Τώρα ζει με τη σύνταξή της, που έχει υποστεί περικοπές όπως όλων των συνταξιούχων.
«Βεβαίως παίρνω μια σύνταξη και ευτυχώς δεν πληρώνω ενοίκιο.
Το 97 μόλις έγινα 60 χρονών είχα κολλήσει όλα τα ένσημα. Εμάς τους ηθοποιούς μας έσωσε η Μελίνα Μερκούρη. Σπουδαία υπουργός Πολιτισμού. Πολύ τυχεροί οι ηθοποιοί που ήταν αναγκασμένοι να ψάχνουν για δουλειά χειμώνα καλοκαίρι. Με νόμο που έκανε η Μελίνα μας έδωσε το δικαίωμα να εξαγοράσουμε 3000 ένσημα με το μεροκάματο του ανειδίκευτου εργάτη. Εγώ τότε κατέβαλα το ποσόν των 3, 5 εκατομμυρίων δραχμών και μέσα στα 16 χρόνια που πέρασαν έκανα απόσβεση,…»
Στα πλατό το δάκρυ της ήταν κορόμηλο. Στη ζωή όμως, σπάνια κλαίει για όσους πιστεύουν ίσως την θεωρούν κλαψιάρα επειδή υπηρέτησε με πάθος το μελό κινηματογράφο
«Για να κλάψω πρέπει να έρθω σε μεγάλο ζόρι και να υπάρχει έντονο το στοιχείο της αδικίας. Γενικά δεν έκλαιγα ούτε κλαίω εύκολα».