Σαν Σήμερα: Απονέμεται στο Γιώργο Σεφέρη το Νόμπελ Λογοτεχνίας

alt
Facebook
Twitter
LinkedIn

της Λαμπρινής Κουζέλη

Κλείνουν σήμερα ακριβώς 50 χρόνια από τις 10 Δεκεμβρίου του 1963 όταν ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) γινόταν στη Στοκχόλμη ο πρώτος έλληνας νομπελίστας λογοτέχνης. «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα βραχώδες ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που τίποτε δεν το διακρίνει παρά μονάχα οι κόποι των ανθρώπων της, η θάλασσα και το φως του ήλιου» είπε στον καθιερωμένο επίσημο λόγο στη διάρκεια του δείπνου της απονομής. 

«Είναι μια χώρα μικρή, μα με παράδοση τεράστια που περνά από γενιά σε γενιά διαμέσου των αιώνων χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται. Υπέστη αλλαγές, όπως καθετί ζωντανό, αλλά χάσμα δεν υπήρξε ποτέ». Λίγα λεπτά νωρίτερα εξομολογούνταν: «Αισθάνομαι πως είμαι μια ζωντανή αντίφαση. Η Σουηδική Ακαδημία αποφάσισε ότι οι κόποι μου σε μια γλώσσα περίφημη ανά τους αιώνες αλλά όχι διαδεδομένη στη σύγχρονη μορφή της αξίζουν τούτη την υψηλή διάκριση. Αποτίνει φόρο τιμής στη γλώσσα μου – κι εγώ, εις ανταπόδοση εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου σε μια ξένη γλώσσα. Ελπίζω να δεχτείτε τις δικαιολογίες που προβάλλω στον εαυτό μου».

Λόγιος, ακριβολόγος, με βαθιά αίσθηση της Ιστορίας και επίγνωση του ρόλου του ποιητή, ακάματος εργάτης της γλώσσας, αυτός ήταν ο Σεφέρης από την πρώτη του εμφάνιση με τη συλλογή Στροφή (1931) ως το νεωτερικό Μυθιστόρημα (1935), τα κατοπινά Ημερολόγια καταστρώματος (1940-1955) και τα ερμητικά Τρία κρυφά ποιήματα (1966).

Αποκαλυπτικές για τη διαμόρφωσή του και τα πρώτα βήματα που θα οδηγήσουν αργότερα στο βραβείο Νομπέλ είναι μια σειρά επιστολές, που βρίσκονται στο Αρχείο του ποιητή στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, τις οποίες αντάλλαξε, στα νεανικά του χρόνια με την αδελφή του Ιωάννα, τη μετέπειτα σύζυγο του φιλοσόφου Κωνταντίνου Τσάτσου.

Στο τεύχος του περιοδικού Φρέαρ που κυκλοφορεί (τχ. 4, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013) δημοσιεύονται πέντε επιστολές του Γιώργου προς την «αγαπημένη του αδελφούλα» Ιωάννα, από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 1922, από το Παρίσι, όπου βρισκόταν ο Σεφέρης για σπουδές νομικής. Είχε ήδη αρχίσει να γράφει ποίηση. Εκείνη τη χρονιά δίνει για δημοσίευση τα πρώτα του ποιήματα στο ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό Βωμός (1918-1922), που εκδιδόταν στο Παρίσι.

Τις επιστολές δημοσιεύει η ισπανίδα νεοελληνίστρια Μάιλα Γκαρθία Αμορός, ένα μικρό δείγμα από το υλικό που έχει συλλέξει στην ανέκδοτη μεταδιδακτορική της έρευνα με τίτλο Αλληλογραφία Γιώργου Σεφέρη – Ιωάννας Σεφεριάδη (Τσάτσου): τα χρόνια της νιότης (1919-1924). Ακόμη έξι είχαν δημοσιευθεί στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Νέα Ευθύνη (Σεπτέμβριος 2010). Εγκάρδιες και άμεσες, στοχαστικές και παιγνιώδεις, οι επιστολές αυτές εκτός από το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν για τους μελετητές, αποτελούν εξαιρετικά απολαυστικό ανάγνωσμα για όλους. Ανάγνωσμα το οποίο αποκαλύπτει τη γέννηση μιας ποιητικής φυσιογνωμίας στο πλαίσιο μιας στενής, ειλικρινούς και εποικοδομητικής αδελφικής σχέσης. Εδώ θα πληροφορηθούμε, από το χέρι του ίδιου του ποιητή, την αγωνία του για τη γλώσσα, τις σκέψεις του για την ομοιοκαταληξία και τον ελεύθερο στίχο, τα σχέδιά του, τις αμφιβολίες του, τα όνειρα και τις λιποψυχίες του. Αναδημοσιεύουμε εδώ χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Αγαπημένη μου αδερφούλα …. σε φιλώ Γιώργος»

«Αγαπημένη μου αδερφούλα, τ’όνομά σου πέρασε, η μεγάλη γιορτή πέρασε και είμαι μονάχος. “Μονάχος, καταμόναχος στου πόνου τα καρφιά, ματοκυλιέμαι, παγωνιά πλακώνει τους ανθρώπους”», γράφει ο Γιώργος στην Ιωάννα στις 22 Γενάρη του 1922, «Ίδια απαράλλαχτα όπως και πέρσι, καθόλου δεν άλλαξε η χρονιά μου, αυτή η νοσταλγία εκείνου του κάτι που δεν είναι πατρίδα ή εκείνης της κάποιας που δεν είναι ερωμένη. […] Αδερφούλα μου, σου εύχομαι ευτυχία για το όνομά σου, ευτυχία. Και θα τη βρεις, γιατί κλαίω και μαζεύω και θέλω να μαζέψω όλες τις δυστυχίες τις κρεμασμένες πάνω στην οικογένεια, έτσι όπως έλεγα σε κάτι άλλα παρακάλια στην Παναγιά, αλίμονο ατέλειωτα.

 

Σήμερα έκλαψα, έκλαψα κι χτες

κι όλες τις μέρες πούσβησαν βουβές

κι όλες τις μέρες που θαρθούν γεμάτες

ψεύτικους ήλιους

με δάκρυα έστειλα, με δάκρυα απαντέχω.

 

Βλέπεις, για τη γιορτή σου σ’ ανοίγω την ψυχή μου και σε φιλώ και ξανακλειδώνω».

Ακολούθως της εκμυστηρεύεται ότι έστειλε εφηβικά του ποιήματα για δημοσίευση στον Βωμό: «Ξέρεις το “Βωμό”, είπα δυο τρία γι’ αυτόν στα περασμένα μου γράμματα. Με σταύρωσαν να τους δώσω κάτι να δημοσιεύσουν. Τέλος πάντων, τους έδωκα τρία κομμάτια μόνο και μόνο γιατί τα περιφρονώ και γιατί είναι παιδικίστικα. Θα δημοσιευτούν, υποθέτω, στο φύλλο του Φεβρουαρίου με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης. Μόλις το λάβω θα σ’ το στείλω: είναι το “Παρενθέσεις”, ένα σονέτο κι ένα οχτάστιχο, όλα του 18 και του 19. Πόσο παλιά και πόσο άτεχνα!».

 

Στις 27 του ίδιου μήνα, μεσάνυχτα Σαββάτου, μόλις έχει λάβει νέα της και της ξαναγράφει: «Αγαπημένη μου αδερφούλα, επιτέλους σήμερα το γράμμα, ήταν καιρός, νάξερες πόσο σε περίμενα. […] Σ’ ευχαριστώ, αδερφούλα, μούδωσες λιγάκι παρηγοριά».

 

Έχει στο γλωσσικό αισθητήριο της Ιωάννας απόλυτη εμπιστοσύνη. Της στέλνει στίχους του και ζητά την ειλικρινή κρίση της: «Kι’ αν ακόμη η τέχνη μου ήταν μόνο και μόνο η αιτία του να μου γράφεις, όπως ξέρεις να μου γράφεις, θα ήταν μεγάλη για μένα και αρκετή, μονάχα λέγε μου πάντα την αλήθεια, όσο κακιά κι αν είναι, αυτό μόνο. Ξέρεις, επειδή γνωρίζω πως νιώθεις πολύ παραπάνω από μερικούς ψευδοφιλολόγους, λογογράφους και κριτικούς που σου γράφω καθώς σου γράφω. Πώς θα σε ήθελα τέτοιες στιγμές κοντά μου, με τις κουβέντες σου και τα λογάκια σου, θα ήμουν διπλά δυνατός.

Χτες, διαβάζοντας το βιβλίο του Ροδοκανάκη για το Βυζάντιο, βρήκα τη λέξη “ερωτοβολώ” μ’ έκανε να ονειρευτώ, μια λέξη με δένει σαν και ένα καλλιτέχνημα μούρθαν αυτοί οι στίχοι που σου στέλνω κατά τη συνήθειά μου:

 

Ερωτοβόλια, ερωτολόγια

πόσοι αντίλαλοι σας έχουν πνίξει;

που θέλω τάχα καταλήξει

μοιρολογώντας μοιρολόγια,


Βουβά σήμαναν τα ρωλόγια

και δεσμοφύλακας η πλήξη

σας έχει ανίδεα σφαλίξει

στης νόησής μου τα κατώγια


Ερωτοβόλια, ερωτολόγια

ποιa πλήξη να σας έχει πνίξει;»

 

 

Ο 22χρονος Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, κάνει ήδη σχέδια για την έκδοση ενός βιβλίου: «Τώρα, μόλις μου δοθεί καιρός, θέλω να δουλέψω μερικά κομμάτια που έχω σχεδόν ρίξει απάνω στο χαρτί, είναι αρκετά για να γεμίσουν έναν τόμο. Μόλις βρω καιρό, θέλω να τυπώσω κάτι, αλλά όπως το εννοώ εγώ και χωρίς ψευτοϋπερηφάνειες. Ίσως να γίνει αυτό που λέω το καλοκαίρι, ίσως τον ερχόμενο χειμώνα, μια νόστιμη εκδοσούλα σε πολύ λίγα αντίτυπα. Ό,τι χρειάζεται για να ρίξει κανείς το όνομά του στη φιλολογία, έπειτα θάρθουν κι άλλα. Ευτυχώς η φαντασία και η διάθεση δε μου λείπει, παρά μόνο ο καιρός και η ησυχία. Γι’ όλα αυτά θα μιλήσωμε ζωντανά πριν πραγματοποιηθούνε, για την ώρα κρατάς αυτά που σου γράφω για σένα».

 

Ανικανοποίητος από τα γλωσσικά του επιτεύγματα, στις 20 Φλεβάρη του 1922, νύχτα πάλι, ο Γιώργος γράφει στην Ιωάννα: «Ευτυχία να γράφεις πράμματα που σε ικανοποιούν, σύμφωνοι, το ζήτημα όμως, αν τα πράμματα που γράφεις σε ικανοποιούν και να η δυστυχία. Άλλωστε, ο αληθινός τεχνίτης ποτέ δεν είναι ικανοποιημένος, μου φαίνεται, αλλιώς δε θα υπήρχε αλήθεια. Συλλογάμαι να εκδώσω ένα βιβλίο που δεν έγραψα ακόμα και που ωριμάζει σιγά σιγά μέσα στο κεφάλι μου. Εννοείται πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα πραγματικά, αν δε σου διαβάσω πριν εκείνα που θα γράψω για τύπωμα. Βλέπεις, είσαι η αδυναμία μου. Έχω πιότερη πεποίθηση στη γνώμη σου από τη γνώμη όλων των κριτικών του κόσμου».

 

Τα σχέδιά του για την έκδοση ενός ποιητικού βιβλίου γίνονται πιο συγκεκριμένα: «Φαντάζομαι μια σειρά ποιημάτων που θα ονομαστεί “Νυχτιάτικα” στο είδος εκείνου που σούστειλα, αλλά κάπως αλλιώτικα και που πρέπει να είναι απολύτως ανώτερα υπό όλες τις απόψεις. Διακόσιες ή διακόσιες πενήντα σελίδες, όμορφη έκδοση και ελάχιστα αντίτυπα, μόνο για την προσπάθεια, όπως λες.

Ίσως βάλλω μέσα και μερικές μπαλάντες και μερικά σονέτα. Θα ιδούμε οπωσδήποτε. Για τις μπαλάντες θα ήθελα να μελετήσω τη μεσαιωνική μας δημοτική γλώσσα. Εκείνο που συλλογάμαι όμως ακόμα είναι το ζήτημα της ομοιοκατάληξης. Όλ’ αυτά ζωγραφίζονται σιγά σιγά αδρότερα μέσα στο μυαλό μου. Μα πόσο ελάχιστα δυνατός είμαι. Θα ιδούμε, τέλος πάντων. Χτες έλαβα το Βωμό όπου είναι τυπωμένο, ένα μου σονέτο του ’18, αν και είναι το πρώτο μου ποίημα που βλέπω με τυπογραφικούς χαρακτήρες, μ’ αφήνει απολύτως αδιάφορο. Μωρουδιακίσια, μόλις βρω δεύτερο αντίτυπο σου το στέλνω».

Στις 20 Μάρτη του 1922 τον έχουν «πλακώσει ένα σωρό πλήξες». Είναι κακοδιάθετος, η γλώσσα που έχει στα χέρια του για να δουλέψει του φαίνεται λειψή: «Χτες πέρασα τη νύχτα μου διαβάζοντας και, όσο διαβάζω ωραία πράμματα, τόσο στεναχωρούμαι να πεθάνει κανείς χωρίς να κάνει τίποτα με τόσα σχέδια και τόσα ονείρατα. Φαντάζεσαι τι τρομερή καρφιτσιά και πόσο μεγάλη σαπουνόφουσκα. Και δυστυχώς, όσο προχωρώ, τόσο βλέπω την τέχνη θεόρατη και άφταστη. Γιατί ολόκληρο το ζήτημα είναι σ’ κείνο που λες εσύ, να μην πεις πράμματα που ξαναλές και ο τρόπος, η μορφή, φαντάζεσαι μ’ έναν τρόπο που να μην τον ξέρουν οι άλλοι. Και η γλώσσα μας τόσο φτωχή και τόσο ακαλλιέργητη».

«Αδερφούλα μου, είναι τρομερό, δεν ξέρω τίποτα, τίποτα και θεατρινίζω τόσο ανθρώπινα, εγωιστικά και πιστεύω πως ένα ποίημα που δε σου δίνει την ανατριχίλα είναι για κάψιμο και επομένως, βρίσκω αδιάντροπα ανυπόφορα ό,τι έχω γράψει ως τώρα.

Τηγανίζω αδιάκοπα στο κεφάλι μου, τώρα τα “Νυχτιάτικα”, που λογαριάζω να πραγματοποιήσω μόλις ξεσκοτουριαστώ. Το μόνο που φοβάμαι μήπως ο τίτλος δεν είναι αρκετά δικός μου, από τη μια η Nuit του Musset και από την άλλη το Nοtturno του D’Annunzio. Μα θα είναι τόσο διάφορα. Χωρίς καμιά αγάπη γυναίκας ορισμένως και μ’ ένα υπερβολικό αίσθημα αγάπης και συμπόνιας δικό μου, π.χ. “Νυχτιάτικο για την αυτοκτονία του φεγγαριού”, θα δεις άμα θα το γράψω με μια επιγραφή από πάνω.

[…] Ξέρεις πως φαντάζομαι τους τυπογραφικούς χαρακτήρες, άμα κάνω το βιβλίο μου, σαν εκείνους που είναι τυπωμένοι οι στίχοι του Μαλακάση στη Revue Critique για τον Μορεάς, Les grecs du Roi, πώς σου φαίνεται;».

Στις 22 Απρίλη του 1922 οραματίζεται την ποίησή του μια ποίηση που  θα ταράξει «τα αίματα των ακαδημαϊκών γερούντων και των Μπωδελερικών νέων μας»: «Με ρωτάς πόσες ώρες μπορώ να αφιερώσω στην τέχνη κάθε μέρα. Όλες και καμία. Δηλαδή, ζητώ και δε βρίσκω. Τώρα ίσως και νάναι απλό χάζεμα. Γιατί νομίζω τον εαυτό μου χαζό. Οπωσδήποτε νιώθω πως κάπως προχωρώ και πως κάτι τέλος πάντων θα βγάλω. Πώς σου φαίνεται η ιδέα μου για τα “Νυχτιάτικα”; Μια σειρά τραγουδιών για τη νύχτα, κάτι καινούριο, χωρίς πέπλους του φεγγαριού, ούτε ύπνος καϊκιών, ούτε υποκρισίες της θάλασσας και Εκείνες (με μεγάλο Ε) και πάνω κάτω σαν εκείνο που σούστειλα, πιο δουλεμένο ακόμα στο στίχο του (τον ελεύθερο) και με αλλιώτικο κάπως τέλος, μια σειρά από καμιά τριανταριά κομμάτια, που να ταράξουν τα αίματα των ακαδημαϊκών γερούντων και των Μπωδελερικών νέων μας».

Ο γιος του λογίου και καθηγητή της Νομικής στην Αθήνα Στέλιου Σεφεριάδη δυσανασχετεί με τις σπουδές νομικής στο Παρίσι. Αισθάνεται πως χάνει τον χρόνο του, πως τον αποσπούν από την τέχνη του. Είναι ανυπόμονος: «Το κυριότερο θάταν να είχα χρήματα, δηλαδή, το ψωμί και τη στέγη, μια σχετική ησυχία που να μ’ αφήνει να δουλέψω όπως θέλω, τώρα τραβά ο ένας από τη μια και ο άλλος από την άλλη, ο ξένος κόσμος και ο δικός μου, και στέκομαι στη μέση σαν τον Γάδαρο του Μπουριντάν, να ο χαζός που σούλεγα πριν, καταλαβαίνεις, δε φαντάζομαι πια τον ποιητή αφισμένο στην έμπνευσή του. Ούτε η εποχή μας το θέλει. Η τέχνη θέλει δουλειά, και δουλειά και την καρδιά χωρίς κορσέδες. Πότε θα μπορέσω να τα πραγματοποιήσω όλ’ αυτά; Στα γεράματά μου, όταν θάχω σκορπίσει το μυαλό μου στους τέσσερις αγέρηδες, γυρεύοντας κατεργαριές για να φτιάξω εισοδήματα; Νάτα όλ’ αυτά, τα βλέπεις, κοίταξέ τα και θάμμαζέ τα, να γίνω “φιλολογών” σαν τους αγράμματους τωρινούς “φιλολογούντας” δεν το καταδέχομαι, η ζωή μου με πληγώνει και φοβούμαι μήπως φύγω χωρίς ν’ αφήσω τίποτα».

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.