Δεκέμβριος του 1963: Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε άνθηση, οι άνθρωποι είναι σε θέση να αγοράσουν χριστουγεννιάτικα δώρα για τις οικογένειές τους. 18 χρόνια μετά τον πόλεμο τα βλέμματα είναι στραμμένα στο μέλλον. Για τα εγκλήματα των συνεργατών του ναζιστικού καθεστώτος ουδείς λόγος.
Ωστόσο, ο γενικός εισαγγελέας του κρατιδίου της Έσσης Φριτς Μπάουερ -μαζί με μία ομάδα από νεαρούς κυρίως νομικούς επιστήμονες- πήρε τότε την πρωτοβουλία να εντοπίσει μάρτυρες της θηριωδίας που εκτυλίχθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, τους οποίους έπεισε να έρθουν στην Φρανκφούρτη για να καταθέσουν στη δικαστική αίθουσα όσα έζησαν εξαιτίας των γερμανών ναζί.
«Πρόθεσή του ήταν η ανοικοδόμηση»
Στις 20 Δεκεμβρίου ξεκίνησε η επονομαζόμενη «Δίκη του Άουσβιτς στην Φρανκφούρτη» χάρη κυρίως στις πρωτοβουλίες του Φριτς Μπάουερ. «Χωρίς αυτόν η δίκη δεν θα είχε γίνει σε αυτήν τη μορφή» λέει ο Ρόνεν Στάινκε, βιογράφος του γερμανοεβραίου εισαγγελέα. Ο Μπάουερ είχε επιστρέψει το 1949 στη Γερμανία από τη Σουηδία όπου βρισκόταν εξόριστος. Πολύ σύντομα απέκτησε φήμη καθώς κατόρθωσε να αποκαταστήσει τους αγωνιστές της αντίστασης για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Χίτλερ με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος στις 20 Ιουλίου του 1944. Ο Μπάουερ κατέρριψε τη ναζιστική επιχειρηματολογία επισημαίνοντας ότι το καθεστώς δεν αντιπροσώπευε «ένα κράτος δικαίου, αλλά αδίκου» και έγινε ο άνθρωπος που έστησε την πρώτη και μεγαλύτερη δίκη για τα εγκλήματα του Ολοκαυτώματος σε ένα γερμανικό δικαστήριο.
Περισσότεροι από 360 μάρτυρες κατέθεσαν ενώπιον του ορκωτού δικαστηρίου της Φραγκφούρτης. Οι 211 από αυτούς ήταν επιζώντες του μεγαλύτερου στρατοπέδου συγκέντρωσης και θανάτου του ναζιστικού καθεστώτος. «Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι ο Φριτς Μπάουερ το έκανε για να επεξεργαστεί την ιστορία ή για λόγους εκδίκησης. Όμως ισχύει το αντίθετο: Πρόθεσή του ήταν η ανοικοδόμηση. Ο Μπάουερ δεν ήθελε τη δίκη επειδή πίστευε ότι την άξιζε η παλιά Γερμανία, αλλά επειδή τη χρειάζεται η νέα Γερμανία», εξηγεί ο Ρόνεν Στάινκε.
Ο γερμανοεβραίος εισαγγελέας ήθελε να διδάξει στους Γερμανούς το αίσθημα της δικής τους ευθύνης. Ο Στάινκε θυμάται ότι όταν είχε ερωτηθεί ο Μπάουερ για την ουσία της Δίκης του Άουσβιτς είχε απαντήσει ότι: «Πρέπει να λες όχι» ακόμη και απέναντι σε νομοθέτες και ανώτερους όταν μία διαταγή αποτελεί ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Στη Δίκη της Φραγκφούρτης κάθισαν στο εδώλιο 22 κατηγορούμενοι. Βασικός κατηγορούμενος ήταν ο πρώην υπασπιστής του διοικητή του στρατοπέδου συγκέντρωσης, Ρόμπερτ Μούλκα. Δίπλα του στο εδώλιο κάθονταν επίσης γιατροί, αποθηκάριοι και επόπτες. Ο Μούλκα, όπως και οι περισσότεροι κατηγορούμενοι, επέλεξε τη σιωπή διαψεύδοντας ότι γνώριζε οτιδήποτε για τη δολοφονία εκατομ. ανθρώπων στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς-Μπίρκεναου.
Η Δίκη του Άουσβιτς καταδεικνύει τη συλλογική ευθύνη
Στην 79η μέρα της δίκης η επιμονή του Μούλκα να επικαλείται πλήρη άγνοια για τα όσα συνέβαιναν στο Άουσβιτς προκάλεσε την αντίδραση του μάρτυρα και πρώην κρατουμένου Γιόζεφ Γκλουκ. Όπως είπε, «πρέπει να σας εξηγήσω ότι τη δεύτερη μέρα που βρισκόμουν εκεί ήξερα ήδη τα πάντα. Και όχι μόνο εγώ» επισήμανε ο Γκλουκ αναφέροντας την περίπτωση ενός 16χρονου αγοριού, το οποίο είχε επίσης αντιληφθεί ότι ο θάνατός του ήταν προδιαγεγραμμένος.
Παρά τις συγκλονιστικές μαρτυρίες που ακούστηκαν στη δικαστική αίθουσα, οι κατηγορούμενοι επέμειναν στη σιωπή τους. Ωστόσο η Δίκη του Άουσβιτς επιδρά στη γερμανική κοινωνία. Για πρώτη φορά μετά το τέλος του πολέμου συζητιόταν ανοιχτά για τα εγκλήματα των εθνικοσοσιαλιστών. Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι πήγαν στη Φρανκφούρτη για να παρακολουθήσουν μέρος της δίκης. Κυρίως οι μαθητές και οι φοιτητές ήθελαν να μάθουν τι έκανε η γενιά των γονιών τους, οι οποίοι απέφευγαν να μιλούν για το παρελθόν τους. Ο Φριτς Μπάουερ γίνεται σύμβολο κατά του αυταρχισμού, το οποίο αφυπνίζει το σύστημα και εξαγριώνει το κατεστημένο. «Η Δίκη του Άουσβιτς έδειξε ότι δεν μπορεί να φορτωθεί η ευθύνη για τα εγκλήματα σε μία εθνικοσοσιαλιστική ελίτ, αλλά ότι ενεπλάκησαν σε αυτά (σ.σ. εγκλήματα) και άνθρωποι που κυκλοφορούν ελεύθεροι μέσα στην κοινωνία. Και αυτό ήταν το σοκαριστικό» σχολιάζει η Μόνικα Φλόρες, επιμελήτρια στο Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου. Όπως υπογραμμίζει η ίδια, «η μεγάλη επιτυχία της δίκης ήταν ότι άνοιξε μία συζήτηση. Όμως η ποινική δίωξη των δραστών απέτυχε».
Στις 19.8.1965, μετά από 20μηνη δίκη, ο βασικός κατηγορούμενος καταδικάζεται σε μόλις 14 χρόνια κάθειρξης για συνέργεια σε ομαδική δολοφονία. Μόνο για έξι άνδρες μπόρεσε να αποδειχθεί η κατηγορία της φυσικής αυτουργίας σε δολοφονία. Σημερινές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 7.000 μέλη των SS, τα οποία υπηρέτησαν τη θητεία τους στο Άουσβιτς. Η γερμανική δικαιοσύνη οδήγησε προ των ευθυνών τους μέχρι σήμερα μόλις 50. Εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου συνεχίζονται οι έρευνες για τον εντοπισμό εγκληματιών του ναζιστικού καθεστώτος. Ωστόσο, η εκδίκαση των υποθέσεων που έρχονται στο φως είναι δύσκολη, οι κατηγορούμενοι ηλικιωμένοι και οι περισσότεροι μάρτυρες νεκροί. «Σήμερα είναι πολύ αργά», λέει η Μόνικα Φλόρες, «ωστόσο είναι σημαντικό. Η δολοφονία δεν παραγράφεται».