Μπροστά σε μια νέα ανακάλυψη ήρθαν οι επιστήμονες μετά το ιστορικής σημασίας άνοιγμα του Πανάγιου Τάφου στην Ιερουσαλήμ όπου πιστεύεται ότι εναποτέθηκε το σώμα του Ιησού Χριστού μετά τη μαρτυρική του σταύρωση.
Η διαμάχη για το αν ο Πανάγιος Τάφος στην Ιερουσαλήμ είναι πραγματικά ο τόπος όπου ετάφη ο Ιησούς μαίνεται επί δεκαετίες.
Στο σημείο εκείνο θεωρείται ότι εναποτέθηκε το σώμα του Ιησού για τρεις ημέρες μετά τη σταύρωσή του. Ο τάφος σφραγίστηκε με μάρμαρο το 1555 και ίσως και νωρίτερα προκειμένου να προστατευθεί από προσκυνητές που έκλεβαν κομμάτια από τα ιερά κειμήλια.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, η εκκλησία που υπάρχει εκεί καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε τόσες πολλές φορές που δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για το αν πραγματικάκ βρίσκεται στο πραγματικό, αρχικό σημείο του τάφου.
Μετά από πολύχρονη διαδικασία, για πρώτη φορά αφαιρέθηκε το μαρμάρινο καπάκι του τάφου και οι ερευνητές βρέθηκαν μπροστά σε ένα θαύμα.
Οπως αποδείχθηκε μέσα στον τάφο, αόρατη από τα ανθρώπινα μάτια για μισή χιλιετία, βρισκόταν η μαρμάρινα πλάκα πάνω στην οποία είχε τοποθετηθεί το σώμα του Ιησού.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν, επίσης, μια δεύτερη, γκρι, μαρμάρινη πλάκα, που κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή της. Η γκρι αυτή μαρμάρινη πλάκα έχει σκαλισμένο πάνω της έναν σταυρό. Το χαρακτικό πιστεύεται ότι έγινε το 12ο αιώνα από τους Σταυροφόρους.
Ο αρχαιολόγος Φρέντερικ Χίμπερτ, του National Geographic, που έλαβε μέρος στην έρευνα λέει: «Το πιο εκπληκτικό πράγμα για μένα ήταν όταν αφαιρέσαμε το πρώτο στρώμα της σκόνης και βρήκαμε μια δεύτερη, μαρμάρινη πλάκα. Ηταν γκρι, όχι κρεμ όπως το εξωτερικό μάρμαρο και ακριβώς στη μέση της είχε χαραγμένο προσεκτικά έναν σταυρό. Δεν είχαμε ιδέα ότι βρισκόταν εκεί.
Το ιερό έχει καταστραφεί πολλές φορές από πυρκαγιές, σεισμούς και εισβολές, στο πέρασμα των αιώνων. Και πραγματικά δεν ξέραμε αν το έχτιζαν ξανά στο ίδιο μέρος κάθε φορά. Αλλά τα ευρήματά μας είναι η απτή απόδειξη ότι το σημείο που οι προσκυνητές λατρεύουν σήμερα είναι πραγματικά ο ίδιος τάφος τον οποίο ανακάλυψε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τον 4ο αιώνα και οι Σταυροφόροι σεβάστηκαν. Είναι καταπληκτικό.
Οταν συνειδητοποίησαν τι είχαμε βρει, τα γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν».
Ο τάφος ανοίχθηκε υπό την παρουσία των επικεφαλής της Ελληνικής και της Αρμένικης Ορθόδοξης εκκλησίας και φραγκισκανών μοναχών, που μοιράζονται την ευθύνη για την εκκλησία.
«Οι πατριάρχες των τριών εκκλησιών μπήκαν πρώτοι. Οταν βγήκαν έξω μεγάλα χαμόγελα ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Ολοι ήμασταν πραγματικά περίεργοι. Στη συνέχεια μπήκαμε και εμείς, κοιτάξαμε γύρω είδαμε πολλά μπάζα. Δεν ήταν άδειος ο τάφος και ας μην είχε αντικείμενα ή οστά», προσέθεσε.
Οι διαπραγματεύσεις για να ανοίξει ο τάφος για τις ζωτικές επισκευές ξεκίνησαν το 1959 αλλά όλες οι αποφάσεις έπρεπε να συμφωνηθούν από την επιτροπή status quo των τριών θρησκευτικών ηγετών. Η επιτροπή δυσκολευόταν να συμφωνήσει και έτσι οι επισκευές γίνονταν αργές και δύσκολες.
Επίσης, το κλειδί του Παναγίου Τάφου το έχει μια οικογένεια μουσουλμάνων η οποία ξεκλειδώνει την εκκλησία κάθε πρωί τα τελευταία 500 χρόνια.
«Τα πάντα έπρεπε να εγκριθούν από την επιτροπή και έτσι και το να αλλάξει ένα κερί παίρνει πάρα πολύ χρόνο. Υπάρχει μια σκάλα στην κύρια είσοδο του ναού που δεν έχει μετακινηθεί τα τελευταία 240 χρόνια καθώς ακόμη οι τρεις δεν έχουν καταλήξει σε μια απόφαση. Ονομάζεται η ”ακίνητη σκάλα”. Ετσι, το ότι τελικά επετράπη να πραγματοποιηθεί αυτό το έργο ήταν ένας θρίαμβος της διαπραγμάτευσης», συμπληρώνει ο Χίμπερτ.
Ο τάφος προσελκύει χιλιάδες προσκυνητές κάθε ημέρα και έτσι η ερευνητική ομάδα είχε λιγότερο από τρεις ημέρες και για να τον καθαρίσει και να τον εξερευνήσει.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν γεωραντάρ και θερμογραφικούς σαρωτές για να καταγράψουν όσες το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες εκ των προτέρων. Οι 35 εμπειρογνώμονες χρειάστηκαν 60 ώρες για να αφαιρέσουν τη σκόνη, τεκμηριώνοντας κάθε τους βήμα. Και τελικά βρήκαν το μάρμαρο όπου εναποτέθηκε το σώμα του Ιησού λίγες ώρες πριν σφραγίσουν ξανά τον τάφο.
Τα δεδομένα που συγκέντρωσε η ομάδα θα χρειαστούν μήνες να αναλυθούν. Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία θα έχουν συλλεχθεί αρκετές πληροφορίες έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια εικονική αναπαράσταση του τάφου, την οποία θα μπορεί να δει ο καθένας.
«Στην αρχαιολογία, συχνά, η στιγμή του ”εύρηκα” δεν συμβαίνει στο σημείο που έγινε η έρευνα. Συμβαίνει αργότερα, όταν εξετάζουμε όλα τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει και τα μελετούμε στα εργαστήρια. Ποιος ξέρει τι θα δείξουν… Χωρίς κόκαλα ή αντικείμενα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πούμε ποτέ με σιγουριά ότι είναι ο τάφος του Ιησού. Αυτό είναι ένα θέμα της πίστης. Ηταν πάντα και μάλλον θα είναι για πάντα», καταλήγει ο ερευνητής του National Geographic.