Όταν τον Σεπτέμβριο του 1897 ο εκδοτικός οίκος Ότο Μάισνερ του Αμβούργου εξέδιδε τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του Καρλ Μαρξ, κανείς δεν είχε φανταστεί το τι έμελλε να προκαλέσει αυτό το βιβλίο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
“Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» ήταν ο τίτλος του πρώτου τόμου, γραμμένος σε μία δύσκολη γλώσσα, όχι κατανοητή στον μέσο αναγνώστη της εποχής του. Το Κεφάλαιο αποτελούσε μια πρόκληση από κάθε άποψη, κι αυτό το γνώριζε καλά ο συγγραφέας. Ήδη από το προοίμιο ο Μαρξ προειδοποιούσε τους αναγνώστες του: «Κάθε αρχή είναι δύσκολη». Τα πρώτα 1000 αντίτυπα της ιστορικής εκείνης έκδοσης χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να εξαντληθούν.
150 χρόνια μετά όμως Το Κεφάλαιο εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, πυροδοτώντας επαναστάσεις, ανατροπές, συζητήσεις, αναλύσεις. Συνολικά απαρτίζεται από τρεις τόμους, ο δεύτερος και τρίτος μάλιστα εκδόθηκαν μετά τον θάνατο του Μαρξ. Θεωρείται δίχως αμφιβολία ένα από τα πιο εμβληματικά κείμενα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας. Αμφισβητήθηκε από πολλούς, κι άλλο τόσο πάθιασε και επηρέασε καταλυτικά ανθρώπους και κινήματα ανά τον κόσμο. Στο αποκορύφωμα των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κινημάτων της δεκαετίας του 70, τουλάχιστον 60 χώρες είχαν ως σημείο αναφοράς τη «διδασκαλία» του Μαρξ. Την ίδια περίοδο περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού θεωρούσαν Το Κεφάλαιο ως ένα ιερό βιβλίο. Ήταν η βίβλος τους.
Ο Μαρξ δεν περίμενε εν ζωή ότι το έργο του κάποτε θα αποκτούσε μια θρησκευτική, σχεδόν, διάσταση. Ο ίδιος δεν ένιωθε ποτέ «μαρξιστής». Στόχος του ήταν μόνο να γράψει το «βιβλίο των βιβλίων». Πρότυπο του Μαρξ ήταν ο Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Β. Χέγκελ, και όπως και εκείνος, έτσι και ο Μαρξ ήθελε να κατανοήσει την εποχή του και να την αλλάξει. Ο Μαρξ έβλεπε την αστική τάξη, την μπουρζουαζία, ως το τελευταίο προπύργιο της ταξικής κοινωνίας. Προσπάθησε μέσα από την χρήση εννοιών της πολιτικής οικονομίας να αναλύσει το φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο εργάτης πουλά στους καπιταλιστές την εργατική του δύναμη και για αυτό αμείβεται με έναν μισθό. Η διαφορά μεταξύ της πραγματικά παραγόμενης αξίας και του μισθού που τελικά λαμβάνει ο εργάτης αποτελεί, σύμφωνα με τη θεωρία του Μαρξ, τη λεγόμενη υπεραξία. Στο καπιταλιστικό σύστημα ο εργοδότης προσπαθεί να κρατήσει τον μισθό χαμηλά ούτως ώστε να μεγιστοποιήσει την υπεραξία. Ακριβώς σε αυτό το σημείο ο Μαρξ εντοπίζει την πεμπτουσία του καπιταλισμού, ο οποίος διατηρείται και εξελίσσεται μέσα από τη συνεχιζόμενη και ανεξέλεγκτη παραγωγή υπεραξίας, η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται την εκμετάλλευση του εργαζομένου. Αυτή η εκμετάλλευση όμως της εργατικής τάξης αποτελεί, κατά τον Μαρξ, το έναυσμα για την αφύπνιση και εν τέλει την επανάστασή της.
Μέχρι σήμερα οι ιδέες του Μαρξ διχάζουν. Για τον Μπερντ Τσίζεμερ, δημοσιογράφο και πρώην αρχισυντάκτη της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, το λάθος του Μαρξ ήταν ότι θεώρησε την εργασία ως τη μόνη πηγή αξίας στο καπιταλιστικό σύστημα, ενώ στην πράξη ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει πατώντας μόνο πάνω στην εκμετάλλευση των εργαζομένων αλλά βασιζόμενος στην καινοτομία, την επιχειρηματικότητα, την τεχνική πρόοδο. Επίσης κάποιες από τις προβλέψεις του Μαρξ για το μέλλον του καπιταλισμού δεν επαληθεύθηκαν. Για παράδειγμα η εκβιομηχάνιση και διαρκής τεχνολογική εξέλιξη συνέβαλαν στην συνεχή μείωση του κόστους παραγωγής αλλά και στην σύντμηση των ωραρίων εργασίας. Σύμφωνα επίσης με τον Κροάτη φιλόσοφο και πολιτειολόγο Ζάρκο Πουχόφκσι, σε αντίθεση με τις προβλέψεις του Μαρξ, ο καπιταλισμός τελικά απεδείχθη αρκετά προσαρμοστικός στις νέες εξελίξεις. Επίσης με την πάροδο των χρόνων δημιουργήθηκε και μια κουλτούρα «ελεύθερου χρόνου» για τους εργαζόμενους, κάτι που ήταν αδιανόητο για τον Μαρξ.
Βέβαια όλα αυτά είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Από την άλλη, αναμφίβολα σε πολλά σημεία η σκέψη του Μαρξ «έπεσε μέσα». Για παράδειγμα η περιγραφή του καπιταλισμού ως μιας συνεχούς διαδικασίας συσσώρευσης και επένδυσης χρήματος, είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Αυτή ακριβώς η εγγενής δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος ήταν που προκάλεσε πριν από μερικά χρόνια την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Το ίδιο επίκαιρες παραμένουν και οι θέσεις του Μαρξ για τις κοινωνικές ανισότητες που δημιουργεί το κεφάλαιο, εμπνέοντας μέχρι σήμερα σύγχρονους οικονομολόγους, όπως ο Γάλλος Τομά Πικετί, το βασικό έργο του οποίο φέρει τον τίτλο «Το Κεφάλαιο στον 21 αιώνα». Επίσης, ο Μαρξ πίστευε ότι ο καπιταλισμός δεν γνωρίζει όρια και σύνορα ως προς τη διάδοσή του και τις συνέπειές του. Για τον Μπερντ Τσίζεμερ δικαίως ο Μαρξ θεωρείται επίσης ως «πρώτος πραγματικός θεωρητικός της παγκοσμιοποίησης». Και όσο για την Επανάσταση των λαών που ο Μαρξ οραματίστηκε, μπορεί αυτή στην πράξη να μην συνέβη ποτέ σε μια οικουμενική βάση, αλλά σίγουρα κατά περιόδους σε πολλά κράτη πολλές «κόκκινες» επαναστάσεις εμπνεύστηκαν από τον Μαρξ, από τη Ρωσία ως την Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση 150 χρόνια μετά, τόσο οι κοινωνικές ανισότητες όσο και η εκμετάλλευση που πηγάζει από τα εκάστοτε μοντέλα παραγωγής παραμένουν αλώβητες σε όλον τον κόσμο. «Η αποτυχία του Μαρξ είναι ότι παραμένει επίκαιρος», σημειώνει τέλος ο Ζ. Πουχόφσκι.