Της Λαμπριάνας Κυριακού
Μια αναπάντητη κλήση με έκανε να αγνοήσω το μετρό που μόλις είχε σταματήσει μπροστά μου. Θα ήταν πιο βολετό να περιμένω το επόμενο, παρά να ξεχάσω την κλήση που δεν πρόλαβα να απαντήσω. Έξω βρέχει ασταμάτητα κι ας είναι τέλος Ιουνίου.
Αστυνομία παντού, κάθε γωνιά και μια διμοιρία. Το Μακεδονικό προ υπογράφηκε, με μια μερίδα του λαού να διαμαρτύρεται οργισμένα στους δρόμους και στα social media. Κάποιοι φωνάζουν για προδοσία, κάποιοι μιλάνε για ιστορική στιγμή και κάποιοι άλλοι παραληρούν και καλούν ακόμα και το στρατό να επέμβει. Άγρια η ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, ασφυξία και ασυνεννοησία. Δε τολμάω να σκεφτώ, που μας πάει όλο αυτό, αν υπολογίσω, την ατμόσφαιρα που επικρατεί παγκοσμίως.
Μπήκα στο μετρό. Παραδόξως βρήκα θέση να καθίσω. Ενώ έβλεπα τα email μου στο κινητό, είδα με την άκρη του ματιού μου ένα σώμα να γλιστράει από το κάθισμα. Σηκώνω το κεφάλι και κοιτάω ένα άνδρα γύρω στα 36, αρκετά αδυνατισμένο και απεριποίητο, να κοιμάται. Φορούσε το φωσφορούχο γιλέκο, αυτό που φορούν οι εργάτες που φτιάχνουν τους δρόμου. Ένας ακόμη ναρκομανής σκέφτηκα. Κοιμόταν, ξυπνούσε, μουρμούριζε. Το βλέμμα μου εκεί καρφωμένο σε αυτόν, από ανασφάλεια από ενδιαφέρον, δεν ξέρω. Τον κοιτούσα. Ξαφνικά ψάχνει στην τσέπη του. Βγάζει 4 – 5 τσιγάρα και ένα φακελάκι ζάχαρη. Το ανοίγει και το βάζει στο στόμα του. Καθώς το πιπιλούσε τον πήρε ξανά ο ύπνος.
Στο χέρι μου κρατούσα ένα μικρό κέικ σοκολάτας. Ναι!! Σκέφτηκα να του το δώσω, δεν μου βγήκε αυθόρμητα. Όχι γιατί ήθελα να ικανοποιήσω το δικό μου ουρανίσκο, αλλά, γιατί γίναμε όλοι μηχανικά μυαλά και δεν μας αγγίζει καμιά πραγματικότητα. Εκείνη η αργή κίνηση του χεριού του, όμως, ν ανοίξει το φακελάκι με τη ζάχαρη και να τη φέρει στο στόμα του, μου ενεργοποίησε το μυαλό και με έκανε να σκεφτώ, «είναι υπογλυκαιμικός ή πολύ απλά δεν είχε τίποτα να φάει»; Δεν μου φάνηκε για άστεγος κι ας ήταν ναρκομανής. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, αφημένο και αιχμάλωτο των αδυναμιών του, έναν άνδρα εξοντωμένο από τους φόβους του…
Σε μια απότομη στροφή του συρμού, ανοίγει τα μάτια. Του προσφέρω το κέικ και του λέω δειλά, «είναι πεντακάθαρο, τώρα το πήρα, μπορείτε να το πάρετε». Το γερμένο του σώμα, ίσιωσε ξαφνικά και δυο πελώρια καταγάλανα μάτια άστραψαν μπροστά μου. « πάρτο – πάρτο» του έλεγα «είναι καθαρό και να προσέχεις τον εαυτό σου». Οι γύρω μου με κοίταξαν παράξενα. Τους είδα και τρόμαξα με την απορία που σχημάτισαν τα πρόσωπα τους. Με μπερδεμένες λέξεις, ο καταβεβλημένος άνδρας, με ευχαριστεί και μου λέει, «προσπαθώ εδώ και 6 μήνες και νομίζω πηγαίνω καλά. Δουλεύω στο αεροδρόμιο, στις βαλίτσες. Είναι δουλειά δύσκολη, αλλά με πληρώνουν 600 ευρω. Δίνω τα 300 στο γέρο μου. Η μαμά μου πέθανε και δεν έχει κανένα να μας φροντίζει. Προσπαθώ. Με έχουν εγκρίνει από την απεξάρτηση. Είμαι καλός άνθρωπος, μη με βλέπεις έτσι. Προχθές πέρασα μια γιαγιά στον απέναντι δρόμο και ήθελε να μου δώσει 5 ευρώ. Δεν τα έπαιρνα γιατί δεν το έκανα για τα λεφτά αλλά γιατί το ένιωθα. Την ένιωσα δική μου γιαγιά. Προσπαθώ»
Ήμουν μια στάση πριν το μετρό Εθνικής Άμυνας. Να προσέχεις του είπα ξανά, αξίζει να αγωνιστείς για να καταφέρεις να ζήσεις αυτά που έχασες. Όλα μπορούν να συμβούν, φτάνει να το επιθυμούμε »
Έφυγα και τον άφησα χαμογελαστό. Δεν ξέρω κατά πόσο τον βοήθησα, αλλά αυτό το βαρύ που κάθισε μέσα μου, με έκανε να νιώσω ξανά την υπαρξιακή μοναξιά μας. Πόσοι άραγε από εκείνη τη Δευτέρα θα του χαμογέλασαν, έτσι για να του δώσουν λίγο κουράγιο στον αγώνα του; Δεν είναι το κέικ, ούτε τα λεφτά, είναι η προσοχή και το ενδιαφέρον που θα δείξεις στον άλλο, εκείνο το ένα λεπτό που θα τον δεις την ώρα που ταξιδεύει με τις μαύρες του.
Δεν με διακατέχει καμιά συναισθηματική υπερβολή. Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα των ναρκωτικών, περιγράφω μια τυχαία συνάντηση που εξελίχθηκε σε ψυχική θύελλα… Φέτος έμαθα πολλά, αλλά ένα με θυμώνει. Που πιστεύουμε ότι ΠΑΝΤΑ οι άλλοι μας χρωστάνε, ΠΑΝΤΑ οι άλλοι φταίνε, ΠΑΝΤΑ οι άλλοι είναι λάθος, ΠΑΝΤΑ οι άλλοι κάνουν λάθος. ΕΜΕΙΣ ΠΟΤΕ.
Όλο πιο απαιτητικοί γινόμαστε και πιο εγωκεντρικοί. Όχι γιατί αγαπάμε πραγματικά τον εαυτό μας, αλλά γιατί μας πιάνει μια μανία ανεξέλεγκτη που μας κάνει να τα θέλουμε όλα δικά μας και δεν νοιαζόμαστε για τις ανάγκες των άλλων.
Όλο κριτική για τους γύρω μας και ένα δάχτυλο που συνέχεια δείχνει το κακό και το άπρεπο, ως ιδανικό. Είδα πολλούς να μιλάνε και να γράφουν για το καλό, αλλά οι πράξεις τους έδειχναν ακριβώς το αντίθετο. Να υποτιμούν τους άξιους και να επιβραβεύουν τους ανάξιους. Είδα πολλούς φέτος, να υποβαθμίζουν το ιδανικό για χάρη του χρήματος. Παντού κλόουν και μάσκες. Αυτός είναι ο κόσμος μας; Σε αυτήν την κοινωνία επιθυμείτε να μεγαλώνουν τα παιδιά μας, που επικρατεί διχασμός και μεμψιμοιρία; Απαισιοδοξία και εκδικητικότητα; Πάλι ανθρώπους ίδιους σαν εμάς θα γαλουχήσουμε;
Όχι δεν λυπάμαι που βάζω τείχη. Προσπαθώ να προφυλάξω ότι απέμεινε, από ένα σάπιο σύστημα νοοτροπίας, που δεν λέει να αποτιναχτεί από πάνω μας.