Στις χθεσινές εκλογές της Βαυαρίας, δίχως αμφιβολία, μεγάλος κερδισμένος αναδείχθηκε το κόμμα των Πρασίνων, που κατάφερε να υπερδιπλασιάσει το ποσοστό του και να αναδειχθεί δεύτερη δύναμη στη Βαυαρία με ποσοστό 17,5%. Πώς εξηγείται αυτή η ανοδική πορεία; Είναι οι Πράσινοι το νέο κόμμα της ανερχόμενης αστικής τάξης;
Με μάλλινα πουλόβερ και σανδάλια είχαν εμφανιστεί οι πρώτοι βουλευτές των Πρασίνων στη γερμανική ομοσπονδιακή Βουλή το 1983, προκαλώντας αίσθηση στα αστικά κόμματα, αλλά και στην κοινή γνώμη. Σήμερα τα μάλλινα πουλόβερ έχουν αντικατασταθεί από κοστούμια και ταγεράκια, ενώ η ρεαλπολιτίκ διαδέχεται τη ριζοσπαστική οικολογία. Κατά τα λοιπά οι Πράσινοι δίνουν προτεραιότητα στην ψηφιακή οικονομία, αλλά και στην κοινωνική συνοχή. Πολλές δημοσκοπήσεις τους φέρνουν πλέον στη δεύτερη θέση στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι την άνοδο των Πρασίνων ευνοεί ο συνεχής κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου. Το ίδιο ισχύει άλλωστε για την άνοδο του εθνολαϊκιστικού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD). Όπως επισημαίνει ο Όλαφ Μπένκε, αναλυτής του ινστιτούτου Ράσμουσεν, με έδρα τις Βρυξέλλες, “και τα δύο αυτά κόμματα επωφελούνται από τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων για τα μεγάλα κόμματα. Δύσκολα μπορεί κανείς να προβλέψει πόσο ακόμη μπορούν να ενισχυθούν, αλλά είναι προφανές ότι θα υπάρξουν και άλλοι παίκτες στο πολιτικό σκηνικό”.
Η αλματώδης άνοδος των Πρασίνων μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία προκαλεί έκπληξη, αν αναλογιστούμε τις διαμφισβητούμενες πολιτικές επιλογές του πρόσφατου παρελθόντος. Στην περίοδο 1998-2005, όταν οι Πράσινοι συγκυβερνούσαν για πρώτη- και μοναδική μέχρι σήμερα- φορά στο Βερολίνο, αποκήρυξαν την απόλυτη προσήλωση στο ειρηνιστικό κίνημα για να στηρίξουν τις αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, κάτι που εξόργισε πολλούς παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος. Το 2011, μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα, η Άγκελα Μέρκελ σχεδόν “υπέκλεψε” ένα από τα πιο προσφιλή θέματα της πράσινης ατζέντας, αποφασίζοντας εν μία νυκτί το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων, έστω και με πολυετείς μεταβατικές περιόδους.
Το 2013 οι Πράσινοι πρότειναν, αναζητώντας νέο πεδίο δράσης, να καθιερωθεί μία “ημέρα χορτοφαγίας” στις καντίνες της Γερμανίας. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, καθώς οι πολιτικοί τους αντίπαλοι έκαναν λόγο για “κόμμα της απαγόρευσης” και του αριστερού δογματισμού, το οποίο δήθεν προσπαθεί να παιδαγωγήσει τους ψηφοφόρους. Στις εκλογές του 2017 οι Πράσινοι συγκέντρωσαν 8,9%, το μικρότερο ποσοστό από όλα τα κόμματα που μπήκαν στην ομοσπονδιακή Βουλή. Έκτοτε όμως έχουν καταφέρει να υπερδιπλασιάσουν το ποσοστό τους σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ξεπερνώντας μερικές φορές ακόμη και τους σοσιαλδημοκράτες.
Σε αυτό συνέβαλε προφανώς το νέο ηγετικό δίδυμο, η Αναλένα Μπέρμποκ και ο Ρόμπερτ Χάμπεκ. Οι δυο τους κατάφεραν να εντάξουν στο πρόγραμμα των Πρασίνων πολιτικές θέσεις, οι οποίες συγκεντρώνουν πλέον την απαραίτητη πλειοψηφία, αν και δεν συμβιβάζονται με το παραδοσιακό προφίλ του κόμματος. Παράδειγμα: η πρόταση για εκσυγχρονισμό και αυξημένη χρηματοδότηση της αστυνομίας. Ρεαλιστικό και μετριοπαθές προφίλ έχει επιδείξει και ο Βίνφριντ Κρέτσμαν ως πρωθυπουργός στο παραδοσιακά συντηρητικό κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, όπου μάλιστα συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες. Μιλώντας στην DW, η Πρίσκα Χιρτς, υπουργός Περιβάλλοντος στο κρατίδιο της Έσσης, εξηγεί τη “νέα μετριοπάθεια” των Πρασίνων: “Δεν σκεφτόμαστε λύσεις για το 5,6 ή 8%, δηλαδή για μία μειοψηφία” λέει. “Θέλουμε οι προτάσεις μας να είναι τόσο ελκυστικές, ώστε να έχουν απήχηση σε όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους”.
Από την άλλη πλευρά οι Πράσινοι κερδίζουν όσο κανείς άλλος από τη μειωμένη απήχηση των παραδοσιακών “μεγάλων κομμάτων”, δηλαδή των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Πολλοί ψηφοφόροι έχουν απηυδήσει πλέον με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ. Άλλοι θεωρούν ότι οι συγκυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες έχουν χάσει τα ερείσματά τους σε ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Γι αυτό άλλωστε πριν από 20 χρόνια το SPD έφτανε το 40% στις εκλογές, ενώ σήμερα μετά βίας συγκεντρώνει το 16%. Ο αναλυτής Όλαφ Μπένκε υποστηρίζει ότι οι σοσιαλδημοκράτες “έχουν χάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου ότι μπορούν να κυβερνήσουν”.