Η Σκιάθος δεν έχει … χωριά
Έχει όμως… Παπαδιαμάντη
Γράφει η Δέσποινα Μακρινού
Η μικρούλα “Σποράδα” , η όμορφη και καταπράσινη Σκιάθος δεν έχει
χωριουδάκια να επισκεφθείς.
Το φυσικό περιβάλλον , που γενναιόδωρα της έχει προσφερθεί, περιλαμβάνει ρεματιές, χαράδρες, πευκόφυτους λόφους,
γκρεμούς, σπηλιές, νησάκια , αμέτρητα φυσικά λιμανάκια, αμμώδεις
παραλίες. Και δεν είναι λίγες!
60 καταγεγραμμένες και πολλές άλλες μικρότερες, επισκέψιμες μόνο από
την θάλασσα.
Η Σκιάθος δεν έχει λοιπόν χωριά! Δεν της λείπουν!
Έχει… Παπαδιαμάντη !
Η έντονη παρουσία του στο νησί, που τόσο αγάπησε
και ύμνησε υπάρχει παντού , σε κάθε πέτρα , σε κάθε ριπή του αέρα.
Η Σκιάθος, το “ρόδινο νησί¨ , το νησί της γαλήνης , της ατομικής
αναζήτησης, του στοχασμού, της περισυλλογής! Η Μούσα της ποίησης !
Το νησί που ενέπνευσε την “κορυφή των κορυφών” των Νεοελληνικών
Γραμμάτων, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Το νησί που συνδέθηκε με την
νεοελληνική λογοτεχνία , που ταυτίστηκε με έναν από τους μεγαλύτερους
και πιο σημαντικούς διηγηματογράφους, ίσως ολόκληρου του κόσμου.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1851.
Οι γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος
Εμμανουήλ Μοσκοβάκης και η Γκουλιώ Εμμανουήλ το γένος Μωραΐτη.
Είχε τέσσερις αδελφές και δύο αδελφούς.
Η σχολική του περίοδος υπήρξε ταραχώδης και μετ’ εμποδίων, αφού εκτός
από τις πολλές μετακινήσεις – στο νησί δεν υπήρχε γυμνάσιο – για μεγάλα
διαστήματα ήταν υποχρεωμένος, λόγω οικονομικών δυσκολιών, να διακόπτει
και να εργάζεται.
Στην τρίτη τάξη του γυμνασίου και ενώ ήταν στον Πειραιά,
ο Παπαδιαμάντης αποφάσισε να επισκεφθεί το Άγιον Όρος προκειμένου να
μονάσει. Ως δόκιμος μοναχός, κατά την οκτάμηνη παραμονή του εκεί,
διαπίστωσε ότι δεν του άξιζε το “αγγελικό σχήμα”. Επιστρέφοντας στην
Αθήνα γράφτηκε στην Βαρβάκειο Σχολή από όπου και αποφοίτησε. Στο
Πανεπιστήμιο και ενώ φοιτούσε στην φιλοσοφική σχολή, συνάντησε τον
Γεώργιο Βιζυηνό.
Και εδώ όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αφού πάλι για
οικονομικούς λόγους, έπρεπε να διακόψει και να εργαστεί. Εργάστηκε ως
μεταφραστής αγγλικών και γαλλικών βιβλίων – ήταν αυτοδίδακτος στα
γαλλικά και τα αγγλικά – αλλά και ως δημοσιογράφος.
Ο Παπαδιαμάντης ζούσε ως πένητας. Παρόλο που πληρωνόταν καλά από την
εφημερίδα στην οποία δούλευε και απο τις μεταφράσεις, ήταν σπάταλος και
ξόδευε τα χρήματά του , χωρίς καμία πρόβλεψη για την επόμενη μέρα.
Οι λίγοι φίλοι που είχε , έλεγαν ότι είχε χρήματα μόνο την πρώτη μέρα της
πληρωμής του “Κατ’ έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος” είχε
γράψει σε ένα από τα διηγήματά του.
Με τα χρήματα που έπαιρνε πλήρωνε την ταβέρνα του Κεχριμάνη στου
Ψυρρή , στην οποία έτρωγε για 27 ολόκληρα χρόνια, πλήρωνε το νοίκι του,
έστελνε κάποια χρήματα στη Σκιάθο και μοίραζε τα υπόλοιπα στους
φτωχούς.
Ο Παύλος Νιρβάνας αναφέρει ότι όταν κάποιος διευθυντής
εφημερίδας του είπε ότι θα παίρνει μισθό 150 δραχμές το μήνα, εκείνος του
απάντησε ότι οι 100 μου είναι αρκετές.
Κυκλοφορούσε με παλιά και βρώμικα, ως επι το πλείστον, ρούχα και έμενε
σε φτηνά και ανήλια δωμάτια.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν ως χαρακτήρας κλειστός και δεν έκανε εύκολα
φίλους. Ήταν μοναχικός και απρόσιτος και δεν θέλησε ποτέ να κάνει
οικογένεια. Του άρεσε να απομονώνεται και να γράφει ξαναζωντανεύοντας
τους λαϊκούς θρύλους της Σκιάθου στα ποιήματα και πολύ περισσότερο στα
διηγήματά του. Η προσήλωσή του στην Εκκλησία του απέδωσε τον τίτλο του
“κοσμοκαλόγερου”.
Στο πλευρό του είχε πάντα τις τρείς από τις τέσσερις ανύπαντρες αδελφές
του, που υπήρξαν αφοσιωμένες και τον βοήθησαν τα τελευταία χρόνια, που
άρρωστος επέστρεψε στο νησί.
Η σκληρή καθημερινή δουλειά, το ξενύχτι, η κακή διατροφή και κυρίως το
ποτό κατέστρεψαν την υγεία του και προκάλεσαν τον πρόωρο θάνατό του.
Αν και χρειαζόταν νοσηλεία, εκείνος προτίμησε να επιστρέψει στο νησί του,
με την υπόσχεση ωστόσο, να ξαναγυρίσει στην πόλη “της δουλοπαροικίας
και των πλουτοκρατών” όπως χαρακτήριζε την Αθήνα.
Τρία χρόνια προτού, καταβεβλημένος από την κακή υγεία , αφήσει την
τελευταία του πνοή, η καθημερινότητά του στο νησί περιελάμβανε πρωινό
ξύπνημα, βόλτα στην παραλία, εκκλησία και γράψιμο, παρ’ολο που τα
πρησμένα χέρια του τον εμπόδιζαν.
Τις τελευταίες μέρες της ζωής του έγραψε τα πιο ολοκληρωμένα διηγήματα
στο σύνολο του λογοτεχνικού του έργου.
Απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1911 από πνευμονία σε ηλικία 60 ετών.
Τα έργα του Παπαδιαμάντη μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις γλώσσες της
Γής , ενώ η λογοτεχνική τους αξία τοποθετείται από πολλούς δίπλα σε αυτήν
του Ντοστογιέφσκι.
Οι ήρωες του ήταν απλοί ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες,
άνθρωποι φτωχοί , κατατρεγμένοι, όμορφες ορφανές, αλλά και μάγισσες και
αγύρτισες με άσχημα πρόσωπα. Εμπνεόταν από την καθημερινή δύσκολη
προσπάθεια επιβίωσης τόσο στο νησί , όσο και στις φτωχογειτονιές της
Αθήνας, από τους καημούς, τα βάσανα, αλλά και τις λίγες καλές στιγμές της
ζωής των απλών ανθρώπων.
Η θρησκευτική προσήλωση και η βαθιά πίστη
του στο Θεό, διακρίνονται σε όλα τα έργα του.
“Το επ’ εμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ
μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να
ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη”
Ο Παπαδιαμάντης έγραψε διηγήματα, νουβέλες, αλλά και ποιήματα. Μερικά
από τα πιο γνωστά έργα του είναι ¨Οι έμποροι των Εθνών¨, ¨Η γυφτοπούλα”,
¨Η φόνισσα”.
Το τελευταίο θεωρείται απο πολλούς το αριστούργημά του και ανηκει στα
έργα της λογοτεχνικής του ωριμότητας, της ρεαλιστικής περιόδου.
Ο Παπαδιαμάντης δεν είδε εν ζωή κανένα απο τα τρία μυθιστορήματα, τα
180 διηγήματά και τις 40 μελέτες του, τυπωμένα σε βιβλίο. Μετά τον θάνατό
του εκδόθηκαν τα “Απαντα” σε τρείς τόμους απο την Εταιρεια Ελληνικών
Εκδόσεων.
Ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο της Σκιάθου. Πριν να αφήσει την
τελευταία του πνοή έψαλε το τροπάριο« Την χείρα σου την αψαμένην” και
ζήτησε να διαβάσει Σαίξπηρ με την αγγλική έκδοση που είχε πάντα δίπλα του