Μια μικρή μαρτυρία για το ξεκίνημα (μουσικό και πολιτικό) του Δημήτρη Μητροπάνου από τον παιδικό του φίλο Γεράσιμο Μπετσιμέα, που ήταν μαζί στους «Λαμπράκηδες»
Ο Μήτσος
«Εγώ πήγαινα στη θεία μου στην Αγία Μονή που έμενε στην ίδια αυλή με την οικογένεια του Δημήτρη.
Γνωριστήκαμε όταν ήταν πολύ μικρός στην ηλικία των πέντε – έξι χρόνων το πολύ. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Εκεί, τον άκουγα να τραγουδάει για πρώτη φορά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η θεία μου με την μάνα μου ήταν στον αργαλειό και κάθε τόσο μου έλεγαν: “Άκου τον Μήτρο τι τραγούδημα κάνει”.
Τον φώναζαν Μήτρο λόγω του παππού του που ήταν ψάλτης και καλλίφωνος.
Κανείς δεν τον έλεγε Δημήτρη όλοι τον φώναζαν Μήτρο. Από τα πέντε – έξι τραγουδούσε και κάποια στιγμή γύρω στα επτά, σε ένα αντάμωμα – συνάντηση των απανταχού Βλάχων – Σαμαριναίων, έγινε το άτυπο ξεκίνημα. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από οκτώ και έγινε πραγματικά πανικός. Τραγούδησε δημοτικά, και ότι μπορείτε να φανταστείτε. Μιλάμε για χιλιάδες κόσμο. Ήταν πραγματικά η έκπληξη της συνάντησης.
Ο Μήτσος ήταν πολύ τυχερός. Η φωνή του ήταν δώρο. Ήταν αυτή που ήθελε ο Ρίτσος στον “Επιτάφιο”.
Kάπου στον “Επιτάφιο” ο Ρίτσος βάζει τον γιο να λέει: «Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή και αντρίκια». Αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά της φωνής του Μήτσου, που τον συνέδεσαν δια βίου με το ελληνικό τραγούδι.
Ο Μήτσος στους Λαμπράκηδες
Είχε μια παρέα “Λαμπράκηδων” στα Τρίκαλα και ένα φίλο που τραγουδούσε υπέροχα. Πιστεύαμε πως θα κάνει καριέρα και αυτός στη μουσική μαζί του. Είχε εξίσου φοβερή φωνή. Η φωνή του Δημήτρη σε συνδυασμό με την ευαισθησία που του καλλιέργησε το ευρύτερο περιβάλλον (οικογένεια, “Λαμπράκηδες”, γειτονιά), ήταν βασικά στοιχεία της πορείας του.
Η Αγία Μονή ήταν κάτι σαν την Πλάκα. Κάθε βράδυ μαζεύονταν όλοι σε μια Πλατεία και τραγουδούσαν. Ο πατέρας του ήταν καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού, ο αδελφός της μάνας του ένας μορφωμένος αριστερός, που έκανε φυλακές, εξορίες και ουσιαστικά αυτός στήριξε την οικογένεια. Η μάνα του ήταν στην ΕΠΟΝ και όταν κάναμε με τους “Λαμπράκηδες” εξόρμηση για τον μήνα του βιβλίου για να γεμίσουμε τις λέσχες μας (μία στην πόλη και έξι στα χωριά) με βιβλία μας έδωσε την πινακίδα «ΕΠΟΝ Αγίας Μονής» που είχε φυλάξει στο σπίτι. Το είχε φυλάξει μάλιστα για να μας το δώσει!
Μιλάμε τώρα για μια περίοδο μεταξύ 1964-1967, που τα πράγματα ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολα. Ο Μήτσος μέχρι το 1967 είχε φύγει από τα Τρίκαλα και από την οργάνωση των “Λαμπράκηδων” της γειτονιάς για την Αθήνα, μην έχοντας χάσει ποτέ την επαφή του μαζί μας. Η μάνα του ήταν μια πραγματικά μοναδική προσωπικότητα. Το σπίτι τους στην Αγία Μονή ήταν το στέκι της ΕΠΟΝ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο ίδιος ήταν πάντα μπολιασμένος με την αριστερή ιδεολογία και σκέψη. Γραμματέας των “Λαμπράκηδων” της γειτονιάς του ήταν πάντα δίπλα μας. Φανταστείτε πως πηγαίναμε στην Θεσσαλονίκη, όπου τραγουδούσε, και μας έδινε όσα λεφτά είχε επάνω του. Σαράντα, πενήντα, εκατό χιλιάδες. Ποτέ δεν μας χαλούσε χατίρι. Ήταν πολύ γενναιόδωρος και δοτικός. Μια φορά είχε έλθει εδώ (Λάρισα) μαζί με τον Δ. Μπάση, ο οποίος χωρίς να μας ακούσει, μου εκμυστηρεύτηκε χαμηλόφωνα: “Δεν έχω συναντήσει ξανά τέτοιο άνθρωπο”.
To 1965 ο Δημήτρης τραγουδάει σε μια συγκέντρωση, παρέα με ένα φίλο του τον Τσάκο, που του είχε κάνει πρόταση να κατέβει και να τραγουδήσει στην Αθήνα και δεν δέχτηκε, παρά τα παρακάλια του Μητροπάνου. Θυμάμαι σε μια κηδεία ενός ξαδέλφου μου στα Τρίκαλα, βλέπω τον Τσάκο και μου λέει: « Εγώ δεν ήμουν σαν τον Δημήτρη που είχε προορισμένο δρόμο “.
Η φωνή του ήταν δώρο της φύσης. Το στενό του περιβάλλον, λόγω φτώχειας, διώξεων και κυνηγητών και φυσικά η Αγία Μονή η “κόκκινη” γειτονιά των Τρικάλων τον διαμόρφωσαν σε πολλά.
Η περιοχή ανήκε σε ένα μοναστήρι που λέγονταν Δούσικο και ήταν τόπος ξεκούρασης και συνάντησης των καλόγερων όταν κατέβαιναν. Μια κατάσταση μπροστά ακριβώς από το σπίτι του Δημήτρη. Η φιλία μας και η σχέση μας είχε καθοριστεί περισσότερο από τις κοινές μας μάχες στο κίνημα και τη συμμετοχή μας στους “Λαμπράκηδες”, παρά το ότι είχε την ίδια πορτάρα με την θεία μου, στην Αγία Μονή όπου και γνωριστήκαμε από μικροί.
Ο Μήτσος και ο Ολυμπιακός
Ένα άλλο κομμάτι που ήταν λατρεία για τον Μήτσο ήταν το ποδόσφαιρο. Ήταν άρρωστος Ολυμπιακάκιας, ενώ έπαιζε και ποδόσφαιρο ερασιτεχνικά ως τερματοφύλακας όπως όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Απλός-λαϊκός άνθρωπος, είχε μπουχτίσει από την πολυτέλεια και τα δήθεν. Έρχονται μια φορά με την σύζυγο του όταν είχαμε φτιάξει το σπίτι και μόλις κατεβαίνει φωνάζει δυνατά: «Aχ βρε Βένια αυτά είναι σπίτια με καθαρό αέρα και στη φύση. Δώσαμε ένα τόνο λεφτά και δεν βλέπουμε τίποτα. Εδώ ανοίγει η ψυχή σου με την φύση»