Απο το προσωπικό αρχείο του Θανάση Κάππου
Κώστας Βάρναλης
Ήταν τακτικός θαμώνας στη Δεξαμενή με εκείνη την παρέα του Αυγέρη, της Γαλάτειας Καζαντζάκη, του Κ. Χριστομάνου και του Ορέστη Σχοινά νωρίτερα, όταν φυσικά περνούσαν.
Δεν αμελούμε τον Α. Παπαδιαμάντη που και αυτός κάποια στιγμή έπινε το καφεδάκι του στη Δεξαμενή.
Κάποια στιγμή η παρέα “σπάει” και μέρος της μεταφέρεται σε ένα άλλο ιστορικό στέκι μιας ολόκληρης εποχής. Στο πατάρι του «Λουμίδη» στη Σταδίου.
Εκεί απ΄ όπου πέρασε το σύνολο της προοδευτικής Διανόησης των δύσκολων για την Ελλάδα χρόνων μετά τον Μεσοπόλεμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Μια μικρή «Ακαδημία» χωρίς κανείς τους να είναι ακαδημαϊκός.
Από την παρέα της Δεξαμενής κατηφορίζουν προς την Σταδίου ο Βάρναλης και ο Αυγέρης. Ο δεύτερος ήταν ο άτυπος αρχηγός της παρέας του «παταριού» μεταξύ 1947-1952.
Καθημερινά μαζί του ο μεγάλος λαογράφος Κοσμάς Πολίτης, ο Γιάννης Μαρής, η ποιήτρια Καίτη Δρόσου, ο ηθοποιός Γιώργος Γληνός, αδελφός του Δημήτρη. Ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου και μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση διανοουμενης, η Λένα Σακελλαρίου, κόρη του ναυάρχου Σακελλαρίου καθώς και δεκάδες ακόμη δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, καλλιτέχνες.
Ο Βάρναλης, επίσης ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση διανοούμενου.
Ξέφευγε από τα στερεότυπα και αντιδρούσε σε καθετί κοινότυπο. Ο θαυμασμός των νέων της εποχής για την γενιά των λογοτεχνών του Μεσοπολέμου ήταν κάτι σημαντικό, όμως για τον Βάρναλη τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Είχε αυτό το κάτι που τον έκανε να διαφέρει. Στα καταγώγια, τα ταβερνάκια γύρω από την Ομόνοια και όχι μόνο, οι «Μοιραίοι» ήταν το βασικό τραγούδι των νέων.
Των νέων μιας ολόκληρης εποχής. Μια λαϊκή γλώσσα που “μιλούσε” στην καρδιά και την ψυχή όλων. Μια μοναδική περίπτωση.
To «πατάρι» της Σταδίου ήταν το δεύτερο σπίτι του.
Όταν έφτανε η παρέα για τον μεσημεριανό καφέ ή το φαγητό ο Βάρναλης δεν έχανε την ευκαιρία να κοντράρει τον Αυγέρη. «Δύο πράγματα φοβάμαι. Το τραμ που δεν το ακούω και τον Αυγέρη που τον ακούω», συνήθιζε να λέει!
Πανέξυπνος άνθρωπος. Μηχανεύονταν πράγματα που δεν καταλάβαινε κανείς. Πολλές φορές έκανε τον βαρήκοο. Κάτι που κανείς δεν καταλάβαινε αν ήταν αλήθεια ή ψέματα. Μπορεί να ήταν. Μπορεί και να μην ήταν.
Το μόνο αναμφίβολα σίγουρο, είναι το κατά «συνθήκη». Άκουγε με την πρώτη, τα σωστά, τα τίμια και τα προοδευτικά. Τα άλλα έκανε πως δεν τα ακούει!
Ένας άνθρωπος με μεγάλο «βάθος» στη σκέψη του.
Δεν ήθελε όμως ποτέ να δείχνει και να επιδεικνύει τη γνώση του.
Ήταν απλός και λαϊκός. Του άρεσε το καλό και κυρίως το όμορφο.
Ένα καλομαγειρεμένο φαγητό. Ένα καλό κρασί. Ένα όμορφο κορίτσι. Η απλή καθημερινότητα. Με τον τρόπο του της έδινε μια διαφορετική σημασία.
Άνθρωπος εύχαρις και τακτικός. «Έκοβε προσεκτικά το χαρτί στο σχήμα που ήθελε, και έξυνε τακτικά τα μολύβια του κι άρχιζε τη δουλειά με κείνο το στρωτό δυνατό γράψιμο”έγραφε το χρονογράφημα της εφημερίδας και ένα καθημερινό ανάγνωσμα συνεχεια «Αίμα και όργια στον Τίβερη».
Ήταν μια σκέτη καθημερινή δουλειά αυτό το ανάγνωσμα. Και όμως ήταν ένα υπόδειγμα γλώσσας, ύφους και ιστορικής γνώσης.
Σταματούσε για να διηγηθεί μια ιστορία, να πει ένα αστείο, και να πειράξει την καλόκαρδη δακτυλογράφο που ερχόταν στις 9 και τον καλημέριζε πάντα με ένα φιλί. ¨Καλό κορίτσι” έλεγε όταν η δακτυλογράφος έφευγε για το δικό της γραφείο . ¨Κι όμορφο¨.
Αγαπούσε όλα τα όμορφα πράγματα της ζωής, το καλό φαΐ, το κολύμπι, το κρασί και την γυναίκα.
Με Μ.Παπαιωαννου και Στρατή Τσίρκα
Τον αγαπούσαν οι «γραμματιζούμενοι» αλλά και οι απλοί άνθρωποι.
Αυτός προτιμούσε τους δεύτερους. Ήθελε να μοιράζεται μαζί τους τα πάντα. Από το πιο απλό έως το πιο περίπλοκο. Λάτρευε να μαθαίνει τα ΠΑΝΤΑ. Kάποτε αποφάσισε με τον Μαρή να πεταχτούν στην Χαλκίδα για δουν τον φίλο του μπάρμπα Γιάννη Στουραΐτη (Γιάννη Σκαρίμπα). Είναι γνωστό άλλωστε πως η βασική δουλειά του Σκαρίμπα ήταν εκτελωνιστής. Άρχισε η κουβέντα για τις εξελίξεις στα της Αθήνας και σε όλα τα πεδία και κατέληξε σε καθετί όμορφο (από τα γνωστά). Μια μοναδική εικόνα με δύο προικισμένους ΣΟΦΟΥΣ που με τα γραφτά τους σφράγισαν μια εποχή. Από ΤΟΤΕ και για ΠΑΝΤΑ.
Thanasis
τελικο