«Στην άγνωστη νήσο» της Μαίρης Βασάλου: Ανάσα στο σκοτεινό μας Καλοκαίρι…

286196675 440824054072905 8074296556566263235 n
Facebook
Twitter
LinkedIn

Η συγγραφέας Μαίρη Βασάλου στο Timesnews.gr

Μια ιστορία μυστηρίου σε δύο πράξεις με πρωταγωνίστριες δυο γυναίκες που τις χωρίζει ένας αιώνας, αλλά διασταυρώνονται με απρόσμενο τρόπο. Δυο διαφορετικοί κόσμοι που συναντώνται και συγκρούονται στο μακρύ πέρασμα του χρόνου. Δυο γυναίκες που ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί και έρχονται αντιμέτωπες για την αγάπη ενός άνδρα . Αυτό είναι το νέο εκδοτικό εγχείρημα της Μαίρης Βασάλου «Η άγνωστη νήσος υπάρχει» (Εκδότης Διάπλαση). Ένα βιβλίο για την αγάπη που δεν τελειώνει, τον έρωτα και το μίσος, τη φιλία και την προδοσία, τη ζωή και τον θάνατο…

Ο πατέρας της έγραφε ποίηση και η μικρή Μαίρη διάβαζε λογοτεχνία και τα δημιουργήματα των ποιητών ρουφώντας κυριολεκτικά, ό, τι υπήρχε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού αλλά και του σχολείου, ενώ πως τα κατάφερνε προλάβαινε να παρακολουθεί και τις αφηγήσεις των δικών της και των φίλων της μπαίνοντας στο σύμπαν τους έως ότου άρχισε να γράφει τις δικές της ιστορίες.

Δεν θα μπορέσω να ξεχάσω, πως αντέδρασε η αδελφή της , η καταξιωμένη δημοσιογράφος Δήμητρα Γκουντούνα, όταν οι Εκδόσεις Καστανιώτη ανακοίνωσαν, ότι θα εκδώσουν το πρώτο της έργο με τον τίτλο «Η πόρτα».

«Η αδελφούλα μου κυνήγησε το όνειρό της και τα κατάφερε!» έλεγε γεμάτη χαρά και ενθουσιασμό η Δήμητρα…

Σήμερα στο Timesnews.gr φιλοξενούμε την Μαίρη Βασάλου , η οποία μας μιλά για το συγγραφικό της έργο , για τους συλλογικούς μας φόβους μέσα σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο ανασφάλειας και αβεβαιότητας – υγειονομικής, οικονομικής, διεθνοπολιτικής και όχι μόνο…

Συνέντευξη στη Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου

  • Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τα πρώτα σας βήματα στον χώρο της συγγραφής; Πότε και πώς έγιναν;

Ο πατέρας μου έγραφε ποιήματα, ο αδελφός μου άκουγε μουσική. Από παιδί, έμαθα να αγαπώ και τα δύο. Από το Δημοτικό θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει στίχους, να κρατά ημερολόγιο. Στην Έκτη τάξη ο δάσκαλός μου και διευθυντής του σχολείου, μου ζήτησε να γράψω ένα θεατρικό σκετς για τη σχολική παράσταση της 25ης Μαρτίου.

Με το λευκό, μεταξωτό φόρεμα της μητέρας, ολίγον άχαρο, μου έπεφτε μακρύ και με το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι, την κορδέλα στο στήθος με τυπωμένα, μπλε γράμματα: ΕΛΛΑΣ, και μιας ήταν η πρώτη μου συγγραφική απόπειρα, βρέθηκα να έχω τον «κορυφαίο» ρόλο · αντάμα με την αλαζονεία της άγνοιας της νεαρής μου ηλικίας.

«..Ενάντια στην ομίχλη των καιρών, την ψυχική χρεοκοπία της κοινωνίας, την αγωνία του κόσμου μας που κατρακυλά…βουτάμε σε στάσιμα νερά, τα νέα στις ειδήσεις επιμένουν να είναι ζοφερά και νοσηρά.»

Τον δεύτερο ρόλο, τον είχε η καλύτερη μου φίλη, αυτόν της βασανισμένης και μαυροφορεμένης κόρης · με τη δική της κορδέλα να γράφει ΚΥΠΡΟΣ.

Άλλα χρόνια, άλλοι καιροί. Βιώματα και εμπειρίες που ζήσαμε οι πολλοί, οι περισσότεροι, νομίζω. Με θυμάμαι με τι χάρη και πόσες ήταν οι υποκλίσεις , τα χειροκροτήματα και χαμογελάω ακόμα… Μα, με τη σκέψη μήπως κι αυτό ακούγεται σαν την αλαζονεία μιας κάποιας ηλικίας.

  • Ποιες είναι οι βασικές λογοτεχνικές σας επιρροές;

Οι επιρροές πολλές, κυμαίνονταν ανάλογα με τις εποχές. Πέρα από τα βιβλία, αρχίζοντας με τις Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες του Παπαδιαμάντη, τα Ταξιδιωτικά του Καζαντζάκη, τους στίχους του Έλιοτ, του Σεφέρη· δεν τελειώνει εδώ η σειρά, ακολούθησαν μετά «Το Υπόγειο», το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι , το «Ντον Ζουάν» του Βύρωνα, η «Χίμαιρα» του Καραγάτση – τα περισσότερα διαβασμένα στα κλεφτά. Έτσι, σαν μέσα από την κλειδαρότρυπα παινα σιγά κι αθόρυβα στον κόσμο των μεγάλων.

Ωστόσο, συνήθιζα παράλληλα να στήνω αυτί και δεν ήταν από περιέργεια, γιατί ήθελα να ακούω ζωντανά τις αφηγήσεις του πατέρα, της γιαγιάς, των φίλων τους που η ζωή τους άγρια σημαδεύτηκε από τον πόλεμο κι έναν καταστρεπτικό εμφύλιο· αλήθεια, πόσο συγκινούσε την εφηβική μου καρδιά η κάθε στιγμή του λόγου τους, η κάθε λεπτομέρεια.

Παρά το πέρασμα του χρόνου, τίποτε δεν ξεφεύγει εύκολα από τη μνήμη. Και έρχεται η ώρα που τα πρόσωπα , σαν να μου έκαναν νεύμα, θέλοντας και μη, ανέβαιναν στην επιφάνεια και ένιωσα, τότε, ότι είχα κι εγώ να πω μια ιστορία. Έτσι προέκυψε το πρώτο μου μυθιστόρημα: «Η Πόρτα».

  • «Η Πόρτα» είναι το πρώτο σας βιβλίο κα. Βασάλου και το «Χαμένο Άλλοθι» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά σας. Θα θέλατε να μας περιγράψετε όσα πραγματεύονται, καθώς και τι σας ενέπνευσε για να γράψετε αυτές τις ιστορίες;

Το εν λόγω βιβλίο εκτυλίσσεται σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Οι πόθοι και τα πάθη, ο αγώνας για επιβίωση, η μεγάλη ανατροπή στη ζωή των ανθρώπων, συνθέτουν τα πρόσωπα και τους διαφορετικούς κόσμους που συγκρούονται.

Οι ήρωες της ιστορίας, ο Πέτρος, η Άννα και οι δύο κόρες τους μετακομίζουν από το παλιό τους αρχοντικό σ’ ένα μικρό επιπλωμένο διαμέρισμα στην οδό Καλλέργη, μετά από μια σαρωτική χρεοκοπία στην οικογένεια. Η προσαρμογή δύσκολη έως και αδύνατη. Η Άννα εγκαταλείπει τον Πέτρο με έναν νεώτερο της άνδρα και αφήνοντας τα παιδιά της στη δίδυμη αδελφή της, φεύγει μαζί του στο Παρίσι. Μια πόρτα κλείνει πίσω από την Άννα. Μια άλλη ανοίγει για τον Πέτρο στην Αθηναϊκή αυλή της εποχής με τις ενοικιαζόμενες κάμαρες πάνω κάτω και βρίσκεται ανάμεσά τους. Ανάμεσα σε ήρωες κι ενόχους, σε ανθρώπους θλιμμένους ίσως και θλιβερούς. Ανθρώπους συνηθισμένους, που από τη ζωή δε ζήτησαν πολλά, γεμίζοντας έτσι τη μοναξιά του, με ετερόκλητα πρόσωπα που μέσα από τις ιστορίες τους καταγράφεται το ιστορικό φόντο της εποχής στη μεταπολεμική Αθήνα. Η Άννα… ο Πέτρος… Μια πόρτα ανοίγει, μια άλλη κλείνει. Και οι δύο είναι θύματα των ακραίων επιλογών τους. Γιατί μια πόρτα που ανοίγει μπορεί να σε οδηγήσει στη λύτρωση, αλλά μπορεί και να μην σε οδηγήσει πουθενά.

  • Και «Το Χαμένο άλλοθι» που βασίζεται;

Στον απόηχο ενός εγκλήματος που συγκλόνισε την Αθήνα του μεσοπολέμου.

Όταν ο Ιατρός Ιάσων Ρώμας, τρελός από αγωνία, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του γειτονικού σπιτιού, δεν ξέρει τι θα αντικρίσει. Ανάμεσα στα θύματα είναι και η αγαπημένη του Ρέα;

Καλοκαίρι του 1924. Το άκουσμα της είδησης σημαδεύει απρόβλεπτα τη ζωή των αδελφών Ρώμα, της Καλλιρρόης, του Ιάσονα, του Πιέρρου, αφήνοντας τους έκθετους στη σκηνή του κόσμου.

Δυο κοντινά σπίτια ήταν, που το ένα έβλεπε τα παράθυρα του άλλου, κοντινοί και οι δεσμοί αυτών που τα κατοικούσαν. Στο ένα έγινε το έγκλημα και στο διπλανό, οι συνδετικοί κρίκοι που ένωναν το ένα με το άλλο σπάνε γίνονται κομμάτια. Και ο άλυτος γρίφος μιας ιστορίας αγάπης μένει μετέωρος στο χρόνο. Και με το μέγα ερώτημα ποιος και γιατί έσπειρε τον θάνατο. Όταν οι υποψίες έπεφταν επάνω τους και ο καθένας τους μπορούσε να ήταν ο δολοφόνος και ο αθώος συνάμα.

  • Πώς ξεκίνησε το βιβλίο;

Σε μια βόλτα μου στο Μοναστηράκι, βρέθηκα σ’ ένα μικρό παλαιοπωλείο. Και, μέσα από μια στοίβα από περιοδικά εποχής, ήταν εκείνο το περιοδικό με την εικόνα της νεαρής Ρωσίδας, που επέλεξα τυχαία να ξεφυλλίσω.

Αφορμή λοιπόν ένα έγκλημα, μια ξένη », μια παλιά φωτογραφία. Μιας νέας κοπέλας, με ομορφιά αγγέλων -κόρη Ρώσων εμιγκρέ- που κατηγορείται για τη δολοφονία μελών της οικογένειας στην οποία εργαζόταν. Δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο, παρότι δηλώνει αθώα. Κι αν ήταν αθώα; Θα τουφέκιζαν ένα νέο κορίτσι; Τι γίνεται με τον άνθρωπο που είναι αθώος και κατηγορείται άδικα;

Σε μια εποχή που σκοντάφτει σε θανάσιμες σιωπές, άκαμπτες πεποιθήσεις, με τα ήθη και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος να καθορίζουν τις τύχες των ηρώων του βιβλίου. Μιας κοινωνίας που δεν είναι ακόμη έτοιμη να δεχτεί το ξένο και το διαφορετικό.

  • Πώς θα συνοψίζατε το τελευταίο σας βιβλίο με τον τίτλο «Στην άγνωστη νήσο», που γνωρίζει επιτυχία;

Ήταν το 1834, στην Κύθνο, Γενάρης μήνας, όταν το κορίτσι με το ράσο βρέθηκε από το διαλυμένο μοναστήρι στη μέση τους πελάγους, στο καράβι επάνω, δεμένο στο φλάμπουρο για να μην το πάρει ο αγέρας.

Ήταν το 1966, στην Κύθνο, λίγο πριν τη διδακτορία, όταν η Μάρθα στην άκρια του βράχου, Γενάρη μήνα, σάρωνε η ματιά της τα μολυβένια νερά μέχρι πέρα στον μουντό ορίζοντα. Έως ότου καθηλωνόταν στη θέα μιας νήσου- φάντασμα.

«…βία παντού: ενάντια στη γυναίκα, μες στην οικογένεια, στους έφηβους μεταξύ τους , μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, στους δρόμους, στο γήπεδο, στο σχολείο.»

Δύο κόσμοι διαφορετικοί που συναντώνται και συμπλέκονται σε μια ιστορία μυστηρίου.

Δύο γυναίκες, η Μάρθα και η Άνθεια, που διασταυρώνονται οι δρόμοι τους απρόσμενα, κι έρχονται αντιμέτωπες, η μία απέναντι στην άλλη.

Τότε, ένα καράβι προσκρούει στα βράχια και βυθίζεται την εποχή του Όθωνα, που διαλύει με βασιλικό διάταγμα τα ολιγάριθμα μοναστήρια. Και, τώρα, τρεις άνδρες – οι δύο αξιωματικοί του ναυτικού – χάνονται και καταζητούνται στα ταραγμένα νερά του χειμώνα σ’ ένα νησί του Αιγαίου, τα χρόνια της διδακτορίας.

  • Πώς επιλέξατε αυτόν τον τίτλο;

Η Μάρθα στις μοναχικές της περιπλανήσεις, από ράχη σε ράχη , ήταν σίγουρη ότι έβλεπε να πλέει και να εξέχει στη θάλασσα κάτι σαν μύτη βουνού – άγνωστη νήσο, το έλεγε – κι αυτό γιατί όσους ρωτούσε για την ύπαρξή του, τους ήταν αθέατο.

  • Τι κοινό έχουν οι δύο ηρωίδες σας;

Και τα δύο κεντρικά πρόσωπα, η Μάρτα και η Άνθεια έχουν πολλά κοινά σημεία, τις εξουσιάζει κυριολεκτικά η αγάπη ενός άνδρα και οι δύο βιώνουν ακραίες καταστάσεις.

Η Μάρθα, μοναχικό με ευαισθησίες άτομο, μοιράζει τη ζωή της σε δύο κόσμους: τον πραγματικό και τον κόσμο των οραμάτων. Όμορφη, αγέρωχη, αινιγματική. Έχει αποκηρύξει το παρελθόν της και με την ταυτότητά της πεταμένη προ πολλού, γνωρίζει τον Ηλία σ’ ένα πάρτι κι από το ίδιο βράδυ – φοιτήτρια της νομικής- τα παρατάει όλα και φεύγει μαζί του, για τον τόπο του , σαν να γνωρίζονταν και είχαν ζήσει εκεί από παλιά.

Ζουν τον μεγάλο έρωτα – δύο χρόνια, τώρα , η Μάρθα παντρεμένη με τον Ηλία – το όνομά του παράγωγο του Ήλιου δεν είναι; Διορισμένος δάσκαλος στη Χώρα, μέχρις ότου απρόβλεπτα κι ανέλπιστα στην όμορφη ζωή τους αλλάζουν όλα.

«…μια πόρτα που ανοίγει μπορεί να σε οδηγήσει στη λύτρωση, αλλά μπορεί και να μην σε οδηγήσει πουθενά.»

Στην άγνωστη νήσο, την εποχή του Όθωνα, είχε την ατυχία να βρεθεί η Άνθεια, ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι, η οποία δεν γνωρίζει άλλη ζωή από αυτή στο μοναστήρι. Εκεί, ο αναγνώστης παρακολουθεί τον απαγορευμένο έρωτά της με τον Ήλιο της ζωής της: ένα εικοσάχρονο παλικάρι· και οι δύο τους σφύζουν από ομορφιά και νιάτα. Και με κοινό τους όνειρο να δραπετεύσουν στην αντίπερα όχθη. Έτσι, ώστε να απαλλαγούν από την τραγικότητα των στιγμών που βιώνουν σ’ έναν τόπο που κυβερνάται από έναν αδυσώπητο τύραννο, τον Κέρβερο και την γριά γυναίκα του Ήλιου, την Αράχνη, να τους καταδιώκει σε κάθε τους βήμα.

  • Τι ρόλο παίζει ο έρωτας στο βιβλίο σας;

Η δίψα για τον έρωτα και για την ίδια τη ζωή είναι δυνατή, καταλυτική, μοιραία. Όχι μόνο για τη Μάρθα και την Άνθεια, αλλά και για τους άλλους, τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, που ονειρεύονται, ερωτεύονται και ο καθένας χάριν του έρωτα παίζουν, τον καλό ή τον κακό – κάκιστο ρόλο τους – στήνοντας πλεκτάνη στη ζωή των άλλων. Μερικοί μαθαίνουν τι σημαίνει φιλία και άλλοι, την άλλη όψη του νομίσματος, την προδοσία. Αλλά και τι σημαίνει ο έρωτας που καταλήγει σε μίσος και εκδίκηση.

Πρόσωπα κλειδιά : η Μαρίνα η παραμάνα της, όταν ήτανε παιδί, η γιαγιά Φλωρέζα, η πεθερά της, η Αθηνά, η κυρά δασκάλα. Ο Βυζάντιος, ο αστυνόμος, η Εύα, η «γυναίκα» του αστυνόμου. Ο Μηνάς, ο αγαπημένος μαθητής του Ηλία… Εγώ και οι άλλοι, οι απέξω, όπως έλεγε η Μάρθα.

  • Ποια ιστορικά γεγονότα πλέκονται με την υπόθεση του βιβλίου;

Με τη σύγχρονη ιστορία που διαδραματίζεται στην Κύθνο για οκτώ χρόνια, παράλληλα εκτυλίσσεται και διαπλέκεται στην άγνωστη νήσο, μια άλλη επί μέρους ιστορία από το 1834 και φτάνει μέχρι το 1836 την εποχή του νεοσύστατου κράτους, ελεύθερου από τον τουρκικό ζυγό.

Στην πορεία, πολιτικές και καθοριστικές είναι οι ημέρες που περνούν στο παρασκήνιο της ιστορίας ενόσω η σκιά τους πέφτει βαριά στη ζωή των ηρώων του βιβλίου: η εποχή του Όθωνα, η εποχή των μετεμφυλιακών χρόνων, η δικτατορία του ΄67, η μεταπολίτευση και η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο.

  • Ποια σημεία του βιβλίου απολαύσατε περισσότερο κα. Βασάλου καθώς το γράφατε;

Στις σελίδες που η δύναμη της αγάπης – αστείρευτη, νικά ακόμη και τον θάνατο- μια αγάπη που κρατά γερά, δεν τελειώνει. Η Μάρθα δεν μαυροφορέθηκε, τον περίμενε σαν κάποιον που έφυγε και δεν ήθελε πίσω να γυρίσει: « Ούτε μια μέρα δεν σε ξέχασα κι εσύ δεν είσαι πουθενά… Με τη μικρή μας Ίλια σου στέλνω πολύχρωμα μπαλόνια, υψώνω στον αέρα χαρταετούς. Τ’ αφήνουμε ελεύθερα, να ταξιδεύουνε σε σένα, να σου δείχνουν τους δρόμους και τα πατήματα πίσω να γυρίσεις…».

Επίσης, με τη μικρή Ίλια, την κόρη της Μάρθας : « μαμά… το παλικάρι απ’ το μαράζι του πέθανε », είπε κλαψουρίζοντας.

« Ίλια, παιδί μου, ένα παραμύθι είναι…Γιατί κλαις; », « Γιατί του μπαμπά…του πήρες τα μυαλά, λέει η γιαγιά Φλωρέζα …Είσαι κακιά κι εσύ…πολύ κακιά…σαν τη δικτατορία».

  • Ένα μεγάλο ατού στην εργασία σας είναι η γραφή. Διαβάζεις και δεν χορταίνεις τον πλούτο και την ευαισθησία της γλώσσας που χρησιμοποιείτε.

Αν είναι έτσι, όπως τα λέτε, χαίρομαι και σας ευχαριστώ!

Το διάβασμα, ναι, το διάβασμα, είναι η πιο καλή επιρροή στη δυναμική της γλώσσας εξίσου με εκείνη , την ιδιαίτερη ματιά, που κατέχει ο καθένας μας που γράφει, πάνω στα πράγματα και τους χαρακτήρες των ηρώων μιας ιστορίας.

Κι ακόμη μέχρι σήμερα, διαβάζοντας βιβλία, πολλές φορές για δεύτερη φορά, σπουδαίων, γνωστών, παλιών και νέων συγγραφέων που έχω αγαπήσει, όταν γράφω – μια εικασία είναι μόνο – δεν επηρεάζομαι συνειδητά , μπορεί υποσυνείδητα. Δεν θα αναφέρω ονόματα , μιας και θαυμάζω όλους τους συγγραφείς για το έργο τους – άλλους περισσότερο κι άλλους λιγότερο.

  • Μέσα σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο ανασφάλειας και αβεβαιότητας – υγειονομικής, οικονομικής, διεθνοπολιτικής – ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό που πιστεύετε ότι χρειαζόμαστε σήμερα από ποτέ για να είμαστε καλά με τον εαυτό μας και τους άλλους γύρω μας;

Βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία ,νομίζω ότι έχουν χάσει πλέον το νόημα και τη σημασία τους. Όπως είναι το ενδιαφέρον μας για τον άλλο, την αγάπη μεταξύ μας και την αλληλεγγύη. Ας θυμηθούμε τις σκληρές ημέρες στο αποκορύφωμα της επιδημίας. Στις πληροφορίες που μας έδιναν , τα άτομα που έχαναν τη ζωή τους, δεν είχαν όνομα, είχαν καταντήσει αριθμοί. Και πώς αλλιώς να σκεφτεί κανείς; Την ώρα που προσμετρούμε την απώλεια του χρήματος και των ανθρώπων στην ίδια ζυγαριά. Όπως γίνεται μετά από μια μάχη.

  • Τι ταλανίζει την κοινωνία μας;

Η βία παντού: ενάντια στη γυναίκα, μες στην οικογένεια, στους έφηβους μεταξύ τους , μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, στους δρόμους, στο γήπεδο, στο σχολείο.

  • Ποιος είναι ο μεγαλύτερος συλλογικός φόβος μας;

Ο φόβος που πτοεί τον άνθρωπο σήμερα, ξεκίνησε χρόνια πριν και συνεχίζεται: δεν είναι άλλος παρά το δέος της κλιματικής αλλαγής. Ο πλανήτης Γη έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου κι εμείς, από την πολλή μας την αγάπη, του κλείσαμε το στόμα, τον βιάσαμε . Οι εποχές έμειναν δύο, από χειμώνα πάμε κατευθείαν καλοκαίρι και τανάπαλιν . Η ζέστη έγινε καύσωνας, ο καύσωνας φονική φωτιά, κατακάηκαν τα δάση και οι κάτοικοι στις πληγείσες περιοχές έχασαν δικό τους άνθρωπο, τη γόνιμη γη τους, τα ζώα τους, δεν έχουν το σπίτι –την ασφάλεια τους , κι αλίμονο, έπονται οι πλημμύρες.

  • Τι είναι για σας η Ζωή;

Τι πιο όμορφο και πολύτιμο από τη ζωή! Η ωδή στη χαρά. Μπορείς να την πεις και μελωδία… Έτσι είναι , μα είναι και αλλιώς. Tι πιο δύσκολο και πολύπλοκο συνάμα! Ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα εύκολος. Η ζωή είναι ένας αγώνας.

  • Πιστεύετε, ότι μέσα σ’ αυτόν τον ζοφερό κόσμο, μπορεί να υπάρξει μια αχτίνα φωτός στο σκοτάδι;

Εύκολη η μετάβαση από τη σκιά στο φως; Όταν ενάντιοι άνεμοι σε τραβούν στην πέρα όχθη. Δεν είναι εύκολο να ξεχαστούν οι χαμένες ψυχές, οι παράλογες στιγμές, οι χιμαιρικές μέρες της ζωής μας. Τι από όλα, ακέραιο μας έχει απομείνει από τη διάθεση, το αίσθημα, το συναίσθημα, από τις χαμένες προσδοκίες; Θα αλλάξει ο άνθρωπος και η κοσμοθεωρία του;

Ενάντια στην ομίχλη των καιρών, την ψυχική χρεοκοπία της κοινωνίας, την αγωνία του κόσμου μας που κατρακυλά…βουτάμε σε στάσιμα νερά, τα νέα στις ειδήσεις επιμένουν να είναι ζοφερά και νοσηρά. Ιδού η απορία !Υπάρχει άραγε ελπίδα να δούμε φως, άπλετο φως στο ξημέρωμα της μέρας; Όσο υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει άσβηστη η ελπίδα!

  • Μπορεί η λογοτεχνία να δείξει τα πράγματα στη γύμνια τους;

Η λογοτεχνία είναι ένας τεράστιος καθρέφτης που αφήνει σε βάθος να φανεί καθαρά και ξάστερα η κοινωνία μας σε χαλεπούς καιρούς με τη γύμνια της και τον κόσμο της που βρίσκεται στο ναδίρ.

Κι όταν η φωνή του λόγου ξεφωνίζει, μέσα από τα βιβλία, ωριμάζει συχνά μέσα μας το ερώτημα: Εμείς τι κάνουμε; Γιατί δεν έχουμε καταφέρει στον χρόνο που ρέει, και πίσω δε γυρίζει , να φτιάξουμε μια κοινωνία πρότυπο; Και η κοινωνία μας να παραμένει αντίτυπο μιας άλλης. Αυτήν την ίδια θα παραδώσουμε στους επερχόμενους;

  • Θέλετε να μας δώσετε μια γεύση από τα επόμενα λογοτεχνικά σας βήματα;

Η υπόθεση που γράφω, με προσωρινό τίτλο «Στεφανία – Ερωτευμένη με τη ζωή και τους ανθρώπους»- βασίζεται στην αληθινή ιστορία μιας ζωγράφου, που στην πορεία της γραφής παίρνει μυθιστορηματικές προεκτάσεις… Σας ευχαριστώ από καρδιάς κα. Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου, γιατί μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω για τα βιβλία μου και όχι μόνο!

«…Η δίψα για τον έρωτα και για την ίδια τη ζωή είναι δυνατή, καταλυτική, μοιραία.»

Βιογραφικό

Η Μαίρη Βασάλου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στο Μαρούσι. Εργάστηκε επί σειρά ετών ως καθηγήτρια της αγγλικής στο Ινστιτούτο Αμερικανικών Σπουδών, και μετέπειτα στον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών, ως εισηγήτρια σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα του ΟΑΕΔ. Έχει πα-ρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά με την ψυχολογία και τις μαθησιακές δυσκολίες. Επίσης έχει συμμετάσχει στην εκπομπή Iχνηλάτες της ΕΡΤ1. Είναι μέλος στη Λέσχη Ανάγνωσης Αμαρουσίου και ασχολείται με παρουσιάσεις βιβλίων στην ηλεκτρονική εφημερίδα avecnews. Από τις Εκδόσεις Διάπλαση κυκλοφορεί και το μυθιστόρημά της Το χαμένο άλλοθι (2017).

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.