Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου
Η διώροφη πρόσοψη βαμμένη με το αγαπημένο χρώμα των Ρώσων, πράσινο ανοιχτό, φιστικί. Όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα, φιστικιές εκκλησιές με κρεμιδότσουφλους τρούλους, οικήματα φιστικιά. Στην πρόσοψη το τυπικά ρωσικό μπαρόκ αέτωμα. Όλο το κτίριο εξωτερικά σαν μακρόστενη ιδιωτική κατοικία με πολλά διαμερίσματα. Εσωτερικά μινωικός λαβύρινθος χωρίς φωταγωγούς. Σκάλες, παρασκάλες, σκοτεινά περάσματα και δωσ ‘ του ανεβοκατεβάσματα.
Η “ΑΕΡΟΦΛΟΤ” έχει προσγειωθεί καθυστερημένα στην αεροπορική μοσχοβίτική πίστα του Σερεμέτιεβο. Ο υπάλληλος ελέγχου εισόδου με ύφος πανίβλακα κοιτάζει μια και δυο φορές τη φωτογραφία του διαβατηρίου, άλλες τόσες το πρόσωπο κάθε επιβάτη. Σε εμένα, κολλάει. Παίζει στα δάχτυλα το διαβατήριο, με επεξεργάζεται ασκαρδαμυκτί σα να μου λέει με ικανοποίηση, προμηνύεις γαλόνια: “Σε έπιασα!”. Τα νεύρα μου αποσυνδέονται, λίγο ακόμα και θα δημιουργήσω επεισόδιο. Πίσω μου, ένας άγνωστος με χτυπάει στον ώμο: “Σπακόϊνα”. Δεν ξέρω από πού παίρνει το θάρρος, και δεν ξέρω τί θα πει σπακόϊνα. Ίσως με εμπαίζει. Το έμαθα αργότερα. Στην τρίχρονη συνολικά παραμονή μου στην Μοσχοβία. Καλά, δυο ρωσικές λέξεις έμαθα όλες κι όλες. Η μία σπακόϊνα, ψυχραιμία που η ηρεμία την ζηλεύει. Η άλλη περερίφ, διάλειμμα… Τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν ο φωστήρας- ελεγκτής μάς επιτρέπει επιτέλους να περάσουμε το τουρνικέ κιγκλίδωμα. Ο άγνωστος, άνετος με παίρνει στο κατόπι. Χαιρετάει σαν παλιός γνώριμος τον Γιάννη Λίτσο, ανταποκριτή του “Ριζοσπάστη”, στην Μόσχα, που με περιμένει. Δίνει το χέρι του στη ρωσίδα φίλη μου Νατάσα Αλεξαντρόβνα, που στέκει δίπλα στον Γιάννη.
Χωρίς κουβέντες, σχεδόν χωρίς “Καλώς ήλθες”, αρχίζουμε να τρέχουμε σα να μας κυνηγάνε. ..Νά ‘μαστε τώρα και στα σκοτάδια του φιστικί οικοδομήματος. Αποκαμωμένη, για να μην πω ανήσυχα κουμπωμένη, μού’ ρχεται να ουρλιάξω στον Λίτσο: ” Δεν είμαι εχθρός του συστήματος”, Δεν προλαβαίνω…”Φτισί! Φτισί! Τσάικα! Τσάικα” λέει πάμφωτη η Νατάσα και μου δείχνει ψηλά κάτι ζωγραφισμένο σ’ ένα κύκλο, ενώ σχεδόν βίαια με καθίζουν στη θέση μπρος σε μια καστανόφαιη αυλαία. Οι άλλοι τρεις πιο κει. Ο άγνωστος πάντα δίπλα μου. Είναι ο συνθέτης Πάνος Τριανταφυλλίδης, πατέρας της μοναδικής ηθοποιού Νίκης Τριανταφυλλίδη. Ποιος άραγε έχει ακούσει, έστω και μια φορά, τα “14 τραγούδια του”, σύνθεση αριστουργηματική; Πηγαινοέρχεται στην ΕΣΣΔ όπως το τρόλεϊ Κυψέλη -Παγκράτι. Συνεννοημένος με τον Λίτσο μου την έχουν στημένη.
Γενάρης. Η Μόσχα είναι όλη Τσέχοφ.. Μου έχουν φυλάξει για έκπληξη. Την παράσταση του Γλάρου- Τσάικα, στο ΜΧΑΤ. Είναι η πρώτη φορά που πατάω το πόδι μου εκεί… Έχω πολλές Κυριακές παρακολουθήσει λειτουργία σε εκκλησίες του σιδηρού παραπετάσματος κι έχω δει πιστούς με θέρμη να ψάλλουν Ά μ ε ν, όταν ο ιερέας πριν την τρίτη καμπάνα του όρθρου δοξολογεί προετοιμάζοντας την προσκομιδή για τη θεία μετάληψη. Έχω πολλές φορές περπατήσει σε χορταριασμένα άβατα αρχαίων ναών. Ποτέ,- πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε,- δεν αξιώθηκα να είμαι με μύστες Καβειρίων Μυστηρίων. Ποτέ ως γυναίκα δεν μπήκα στο Ιερό Βήμα . Στο ΜΧΑΤ- Καλλιτεχνικό Θέατρο Μόσχας συμμετέχω σε ιερουργία. Ναι! έχει δίκιο ο Άγγελος Τερζάκης “Οι άνθρωποι εδώ κατάργησαν, επίσημα τουλάχιστον, τη θρησκεία, όμως ύψωσαν σε θρησκεία τη λατρεία της ανθρώπινης ψυχής. Το θέατρο τους είναι εκκλησία”*
Στα 1896 ο Άντον Τσέχοφ παρουσιάζει το έργο του ” Κωμωδία σε 4 πράξεις ” “.Νοιώθω ότι παραβιάζω σημαντικά τις θεατρικές παραδοσιακές συμβάσεις . Είναι μια κωμωδία με τρεις γυναικείους ρόλους και έξι αντρικούς. Με τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (μια λίμνη), πολλή συζήτηση περί λογοτεχνίας, λίγη δράση και πέντε τόνους έρωτα” γράφει στον εκδότη του¨** Το έργο πρωτοπαίζεται στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Πετρούπολης με παταγώδη αποτυχία. Η λάμπα πιάνει φωτιά πάνω στη Σκηνή. Το όπλο αυτοκτονίας δεν εκπυρσοκροτεί. Η νεαρή πρωταγωνίστρια από άγχος χάνει τη φωνή της. Σφυρίγματα και γιουχαϊσματα ακούγονται σα σειρήνες απ ΄άκρη σ’ άκρη της πόλης. Ο Βλαντιμίρ Νεμίροβιτς Ντάσενκο αδελφικός φίλος του Τσέχοφ βάζει όλα του τα δυνατά για να πείσει τον απελπισμένο φίλο του πως τα γιουχαϊσματα είναι δυνατά χειροκροτήματα που θα περνούν τα σύνορα του χρόνου.“Δεν πρέπει, φίλε να γυρίσεις την πλάτη σ’ έναν κόσμο που είναι όλος δικός σου: Το Θέατρο ,το Γράψιμο” ” Εν ανάγκη θα τον αρχίσω στα ”χαστούκια” σκέπτεται.. Στα 1898 στο ΜΧΑΤ- Καλλιτεχνικό Θέατρο Μόσχας που ο Ντάσενκο έχει ιδρύσει με τον Κονσταντίν Στανισλάφσι “Ο Γλάρος” ξαναπαρουσιάζεται.
Πάνω από την Κόκκινη Πλατεία, τις στέγες των ανθρώπων, τα νερά του Μόσχοβα ποταμού “Ο Γλάρος” πετάει προμηνύοντας το πρώτο διαπλανητικό ταξίδι της ανθρωπότητας. Ταξίδι μιας χίμαιρας.
Η υπόθεση του απλή. Άνθρωποι πραγματικά και ψυχολογικά προσκολλημένοι σε μια λίμνη αναπνέουν, τρώγουν, παίζουν χαρτιά, ερωτεύονται για να ζήσουν. Να ζήσουν καλύτερα. Καθώς τα κάνουν όλα αυτά η λίμνη γίνεται καθρέφτης ονείρων, προσδοκιών, ευτυχίας. Μαγεύει και ξετρελαίνει. Αλλά και καθρέφτης μικρότητας, αδιαφορίας, ασυνεννοησίας, οδυνηρών αναζητήσεων, που οδηγούν σε έναν άνυδρο κόσμο στου οποίου τη δημιουργία έχουν και οι ίδιοι συμβάλει. Έτσι ”Η γης δε γεννάει ζωντανά στην επιφάνειά της και τούτο το φτωχό φεγγάρι ανάβει το λυχνάρι του μάταια. Πάνω στο λιβάδι δεν ακούγονται πια τα κραξίματα των γερανών που ξυπνάνε, μήτε το βούίσμα της χρυσόμυγας αγροικιέται πάνω στα φύλλα της φλαμουριάς”*** ΄΄Ποιος είμαι; τί είμαι”*** αναρωτιέτα ο Τρεπλίεβ για να καταλήξει: “Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους έκφρασης αλλιώς η εποχή μας είναι νεκρή”**
Η μουσικότητα που έχει ο τονισμός των λέξεων στους διαλόγους. Η διακριτική σχεδόν εμπιστευτική ατμόσφαιρα της Σκηνής. Το βούρκωμα των ματιών από τους τόνους της φωνής των ηθοποιών. Με κάνουν να ξεχνώ ολότελα την ταλαιπωρία που έχω υποστεί από τον πανίβλακα. Τους πανίβλακες που ” Η μάνα τους” λένε οι Ιταλοί “είναι μονίμως έγκυος”. Ανεπαισθήτως από την πλατεία βρίσκομαι στο παλκοσένικο. Δεν ξέρω ρώσικα, μαντεύοντας μοναχά από τις εκφράσεις των ηθοποιών απαντώ στις ατάκες τους: ” Σεβαστοί, γέρικοι ίσκιοι, που πλανιέστε την ώρα της νύχτας πάνω απ΄ αυτή τη λίμνη, νανουρίστε μας να κοιμηθούμε κι α φ ή σ τ ε μ α ς ν α ο ν ε ι ρ ε υ τ ο ύ μ ε τί μέλλεται γενέσθαι, ύστερα από διακόσια χρόνια”**
Τί Μπολσόϊ, τί Κίροφ, τί Κομεντί Φρανσέζ, τί Θέατρο στην Λόντρα, την Ρώμη και το Μιλάνο. Μετά το αρχαίο θέατρο και τον Σαίξπηρ ο Τσέχοφ με τον ” Γλάρο” δεν επισφραγίζει θριαμβευτικά μια θεατρική επιτυχία, αλλά σημαδεύει μια νέα εποχή του δραματικού θεάτρου παγκόσμια. ‘”Η εποχή μας αγωνίζεται με πολύ ζήλο για το καινούριο- αυτό τής έχει γίνει ψύχωση. Υπάρχουν όμως δυο ειδών συγγραφείς καινοτόμοι; Εκείνοι που φέρνουν κάτι το καινούριο. Το καινούριο παλιώνει. Και υπάρχουν κι εκείνοι που φέρνουν κάτι το ανεπανάληπτο. Απ΄ αυτούς τους δεύτερους, ο Τσέχοφ”****
Σ΄έναν κόσμο που λιμνάζει, βουλιάζει, αργολιώνει, Καημός και Χίμαιρα μαζί , από τα μύχια των Τσεχοφικών πλασμάτων. Α φ ή σ τ ε μ α ς ν α ο ν ε ι ρ ε υ τ ο ύ μ ε!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
*’Αγγελος Τερζάκης:” Ένας λαός που πιστεύει”
**Λυκούργος Καλλέργης: ” Άντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ-Ο συγγραφέας και το έργο του’
***’Αντον Τσέχοφ: “Ο Γλάρος”
****Άγγελος Τερζάκης:” Ο Άγγελος Τερζάκης για τον Τσέχοφ”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ευτυχία Καρύδη- Φαράκου είναι εκπαιδευτικός – ερευνήτρια -Μάστερ Ινστιτούτο Βαλκανιολόγίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ- École des Hautes Études Paris