Γράφει η Ευτυχία Καρύδη- Φαράκου
-Ο Λένι είπε: Πες μου, Τζωρτζ, πώς θα ΄ναι η ζωή μας όταν θα ΄χουμε τη γη μας;
–Ο Τζωρτζ αφουγκραζόταν ν΄ ακούσει τους μακρινούς ήχους. Για μια στιγμή πήρε ύφος πρακτικού και μεθοδικού: Κοίτα πέρα απ ΄το ποτάμι, Λένι, και θα σου πω ώστε σχεδόν να το δεις.
Ο Λένι γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς την αντίπερα όχθη της λίμνης και ψηλά προς τις σκοτεινιασμένες πλαγιές του Γκάμπιλαν. Το σούρουπο έπεφτε γρήγορα τώρα*
Στην Αμερική της Μεγάλης Ύφεσης μετά το κραχ του 1929, ξηρασία και καταρρακτώδεις βροχές πετροβολούν με την απόγνωση της πείνας. αγρότες και μεροκαματιάρηδες, ενώ μεγαλοτσιφλικάδες και ” Η Τράπεζα θέλει, επιμένει, απαιτεί. Γιατί οι Τράπεζες είναι μηχανές και αφεντικά μαζί, αυτοί μόνο άνθρωποι και σκλάβοι** Πάει και το κεραμίδι πάνω απ΄το κεφάλι τους. Κι αν νομίζεις, αν νομίζετε πως σπίτι είναι κάτι που απλώς αποκτήθηκε και απλώς το έχασες. Λάθος κάνεις. Λάθος κάνετε, κάνουμε “Το σπίτι είναι ο χώρος που φιλοξένησε ανθρώπινες ψυχές. Όνειρα και μόχθο μιας ολόκληρης ζωής που θρυμματίστηκαν στο όνομα ανελέητων Τραπεζών”**
Ύστατη απελπισμένη ελπίδα η μετανάστευση. Στις στις οδικές αρτηρίες “Στη δημοσιά 66 “**ατέλειωτες οι ουρές προς την Καλιφόρνια, μία από τις πιο εύφορες εκτάσεις του κόσμου. Εκεί. Να, κάνεις! Και πιάνεις ένα τσαμπί σταφύλια. Τρέχει το νέκταρ τους έξω απ΄ το στόμα σου, σκουπίζεσαι κι ευφραίνεσαι. Χώρια που η Καλιφόρνια είναι μεγάλη πολιτεία και τους χωράει όλους. Φίλε, όχι τόσο μεγάλη “Ούτε όλη η Αμερική μαζί δεν είναι τόσο μεγάλη. Δεν υπάρχει χώρος για σένα και για μένα, για τους ομοίους μου και τους ομοίους σου. Δεν χωράνε μαζί πλούσιοι και φτωχοί στην ίδια χώρα, δεν χωράνε κλέφτες και τίμιοι άνθρωποι μαζί. Πεινασμένοι και κοιλαράδες”**
–Γιατί δε γυρίζεις πίσω από εκεί που ήρθες;
– Ζω σε μια χώρα λεύτερη. Μπορώ να πάω όπου θέλω.
–Εσύ το φαντάζεσαι! Δεν άκουσες για κάποια περιπολικά στα σύνορα της Καλιφόρνιας;
– Είναι μια χώρα λεύτερη
– Ε, για δοκίμασε να κάνεις χρήση της λευτεριάς σου αν δεν σου βαστά η τσέπη σου**
Δυο άντρες, ο τεράστιος στην αθώα αγαθότητα του Λένι που του αρέσει να χαϊδεύει κάθε τί απαλά, ακόμα κι ένα ποντίκι “Κι ας είναι το πρόβλημα με τα ποντίκια ότι πάντα τα σκοτώνεις”*Και ο μικρόσωμος Τζώρτζ που κρατάει τα ηνία . Σε μια πορεία προς το όνειρο. Δεν κάνουν πίσω. Οι άλλοι δεν τα καταφέρνουν γιατί είναι μόνοι, κανείς δε νοιάζεται γι αυτούς
– Εμείς όμως όχι. Και γιατί; Γιατί…γιατί εγώ έχω εσένα που με νοιάζεσαι κι εσύ εμένα που σε νοιάζομαι. Να γιατί. Γελάει καταχαρούμενος ο Λένι,” Έλα, Τζωρτζ, προχώρα!”*
Η γαλήνη της φιλίας, της αλληλεγγύης: Εγώ έχω εσένα. Εσύ εμένα. Πνοές που έρχονται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Ο Λένι κι ο Τζωρτζ και πόσοι ακόμα… Ζουν τη θύελλα μιας εποχής από τις πιο φοβερές που γνώρισε ο άνθρωπος. Η Ισπανική επανάσταση έχει ηττηθεί οριστικά και αποτρόπαια σ΄ ένα χωριό την Γκουέρνικα. Όταν ο Γερμανός στέκεται μπρος στο ομώνυμο πίνακα του Πικάσο και έκπληκτος ρωτάει,- Ποιος το αποτόλμησε; -Εσείς, απαντάει ο ζωγράφος. Ο ναζισμός, ο φασισμός κλονίζει συθέμελα ό,τι έχει απομείνει όρθιο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς η δεκαετία του ΄30 παραχωρούσε τη θέση της στη δεκαετία του ΄40 η διάθεση αυτών που στοχάζονταν ήταν ζοφερή. Με σταντ – μπάι τις πολεμικές μηχανές (είναι πάντα πιο κερδοφόρες από την παραγωγή ψυγείων και παπουτσιών), το μέλλον είναι δυσοίωνο. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος σε λίγο θα αρχίσει, τα ερπυστριοφόρα θα ξερνούν ατσάλι και θάνατο. Μέσα σε μια κοινωνία που γίνεται πολτός και αναδίνει δυσοσμία, ο Λένι πανικοβλημένος πνίγει χωρίς να το θέλει την προκλητική γυναίκα του αδίστακτου αφεντικού. Ο Τζώρτζ θα αναγκαστεί (δεν μπορεί να κάνει αλλιώς) να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του Λένι, για να μην αφήσει να τον λιντζάρουν, να τον βασανίσουν φτύνοντας τον. Ο Λένι αφού τον πυροβολεί ο μόνος που νοιάζεται γι αυτόν, κοιμάται ήσυχος ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Έτσι ο Λένι παραμένει αιώνια αθώος.
Η οικογένεια Τζόουντ δεν γνωρίζει τίποτα απ΄ όλα αυτά. Συνωστισμένη στο μεταναστευτικό καραβάνι, μάζα ουσιαστικά ηττημένη από εξουθενωτική φτώχεια, το μόνο που θέλει είναι να ξεφύγει από τις μυλόπετρες της πείνας. Να επιζήσει γιατί “‘Ο, τι ζει είναι ιερό”**Να, ποια φωνή πρέπει να υπερισχύσει μέσα σε όποιον ορυμαγδό. Να, γιατί οι απόκληροι πλάνητες δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν τις παγίδες και τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε κάθε τους βήμα. Το νέο ξεπεσμό που τους περιμένει στη γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια, που είπαμε δεν είναι τόσο μεγάλη, ούτε η Αμερική δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να τους χωράει όλους. Όταν αποθησαυρίζουν κάμποση πείρα δεν ξέρουν πια πού να προσβλέψουν. Το χτύπημα είναι βαρύ.
Έφυγαν από τον κατεστραμμένο από την ξηρασία τόπο τους. Τους ευτέλισαν, τους προπηλάκισαν, κατάκλεψαν τα μεροκάματά τους. Και τώρα στοιβαγμένοι μέσα σε παράγκες από την ασταμάτητη βροχή, το νερό φτάνει ως το λαιμό τους. Πρέπει οπωσδήποτε να βρουν αλλού καταφύγιο. Πρέπει να ξεκουραστεί και η Ρόουζ, η νεαρή έγκυος, κόρη των Τζόουντ που μόλις έβγαλε από τα σπλάχνα της ένα παιδί νεκρό. Καταφεύγουν σ΄ έναν αχυρώνα, για να προφυλαχτούν. Σε μια γωνιά κουρνιασμένος, πελιδνός ένας άντρας. Ο γιος του εξηγεί:
–Ήταν άρρωστος στην αρχή, μα τώρα θα πεθάνει από την πείνα. Έχει έξι μέρες νηστικός. Θά ΄πρεπε νάχει γάλα ή καμιά σούπα
– Καλά, κάτι θα βρεθεί..
Η μητέρα των Τζόουντ ρίχνει ένα βλέμμα στην Ρόουζ. Οι δυο γυναίκες κοιτάζονται βαθιά μέσα στα μάτια. Η μητέρα χαμογελάει
– Τό ΄ξερα πως θα έλεγες ναι. Τό ΄ξερα!
Η Ρόουζ – το ρόδο των Σαρών- μπήκε κάτω απ’ το πάπλωμα που σκέπαζε τον ετοιμοθάνατο κατάκοιτο, ξάπλωσε δίπλα του, ανασήκωσε το κεφάλι του και γύμνωσε το στήθος της Πρέπει, του λέει, Έλα. Τα δάχτυλά της του χάϊδεψαν το κεφάλι. Σήκωσε τα μάτια της, κοίταξε μπροστά της τον αχυρώνα κι ένα αινιγματικό χαμόγελο χάραξε τα κλεισμένα χείλη της.**
…..
Στα 1936 ο Τζων Στάινμπεκ παραδίδει στην ανθρωπότητα το έργο του “Άνθρωποι και ποντίκια” την ιστορία του Λένι και του Τζωρτζ. Στα 1939 “Τα σταφύλια της οργής” την οδοιπορία μέσα στην απανθρωπιά της οικογένειας Τζόουντ. Διώκεται, καθυβρίζεται και δυσφημίζεται από Τραπεζίτες και Μεγαλοιδιοκτήτες ως αριστερός, κομμουνιστής, συκοφάντης του ελεύθερου κόσμου και του αμερικάνικου ονείρου. Η πανωλεθρία των διωκτών του έρχεται με τη βράβευση του με τα βραβεία Πούλιτζερ και Νόμπελ. Στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ θα πει “Καθήκον του συγγραφέα είναι ν΄ αποκαλύπτει τα μύρια θλιβερά σφάλματα και αποτυχίες μας, να ρίχνει φως στα σκοτεινά επικίνδυνα όνειρα μας, με στόχο το γενικό καλό. Να διακηρύσσει και να δοξολογεί την αποδεδειγμένη ανθρώπινη δυνατότητα για το υψηλό και το ωραίο, για το μεγαλείο και την ήττα, για κουράγιο, αλληλεγγύη και αγάπη”
Θεράπων της στρατευμένης Τέχνης; Πάρτε το όπως θέλετε. Όμως, 28 Φεβρουαρίου στα 2024, μια μέρα μετά τη γέννηση του Τζων Στάινμπεκ στα 1902 στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας, ρίξτε μια ματιά σε όλους αυτούς με την απελπισμένη κραυγή στις Βρυξέλλες, στην Πολωνία, στην Ιταλία, στο Παρίσι, στην Αθήνα, στην Αργεντινή. Τί λέτε; Πρόκειται για δραπέτες του Άλλου Κόσμου; ΄Η ” Στα μάτια αυτών των ανθρώπων υπάρχει μια αυξανόμενη οργή. Στις ψυχές αυτών των ανθρώπων τα σταφύλια της οργής γεμίζουν και βαραίνουν. Βαραίνουν για τον τρύγο;“**
Και φ ε υ της Αποκαλύψεως ” έβαλεν ο άγγελος τον δρέπανον αυτού εις την γην, και ετρύπησε την άμπελον της γης και έβαλεν την ληνόν του θυμού του Θεού την μεγάλην και επατήθη η ληνός έξω της πόλεως, και εξήλθεν αίμα εκ της ληνού άχρι των χαλινών των ίππων από σταδίων χιλίων εξακοσίων”***
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
* Τζων Στάινμπεκ, Άνθρωποι και ποντίκια
** Τζών Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της οργής
*** Αποκάλυψις Ιωάννου κεφ. ΙΔ’,19-20
Ευτυχία Καρύδη-Φαράκου είναι εκπαιδευτικός-ξεναγός-συγγραφέας -ερευνήτρια-Μαστερ Ιστορίας Ινστιτούτου Βαλκανιολογίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ-École des Hautes Études Paris