Aποχαιρετώντας την μητέρα ΠΟΠΗ!
Του Θανάση Κάππου
Είναι παράξενη και ζόρικη υπόθεση τα κάθε λογής αντίο! Έχουν μια κάποια σημασία, αλλά όχι εκείνη την ουσιαστική με την έννοια της έλλειψης. Το πρόσωπο που φεύγει είναι αυτό που έχει και τη μεγαλύτερη “δυσκολία|”. «Στο Μιραμάρε κολυμπούσες πάντα μόνη και ο Ματθαίος έχει χρόνια να φανεί», που λέει ο ποιητής και ταιριάζει απόλυτα . Εδώ!
Η Πόπη.
Παράξενη από πολλές απόψεις περίπτωση. Με βαθύ αίσθημα αυτογνωσίας από τα πολύ μικρά της χρόνια. Σα να ήξερε και μάλιστα ολόκληρη την πορεία της ζωής της. Σκληρή και δοτική στον ίδιο βαθμό. Σπάνιος και δύσκολος συνδυασμός. Τον πέτυχε όμως στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Ήταν άνθρωπος που πορεύτηκε μέσα στα δύσκολα πολύ δυνατά και με μεγάλο πείσμα. Ήξερε και δεν έκανε πίσω. Όχι με την έννοια της ισχυρογνωμοσύνης αλλά με την έννοια της έντασης σε αυτό που πίστευε. Άλλωστε η Πόπη την πίστη της σε κάτι την έκανε πάντα δυνατή τόσο για εκείνη όσο και για τους άλλους.
Δεν χάλαγε χατίρι σε κανένα γιατί πίστευε στον άνθρωπο. Υπάρχει μια φράση που για την Πόπη ήταν τρόπος και έκφραση ζωής.
«Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόνο το 1/3 των δυνατοτήτων του σε ότι κάνει». Υπάρχει όμως ένα μυστικό άνευ σημασίας στην παρούσα στιγμή. Η φράση δεν ήταν δική της αλλά την είχε δανειστεί από τον άντρα της.
Ο πατέρας μας.
Ένα ιδιαίτερο κομμάτι στη ζωή της. Μέχρι το τέλος. Γνωρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 όταν εκείνος ήταν φοιτητής της Βιομηχανικής Σχολής Πειραιά και εκείνη είχε έλθει στη Αθήνα προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Μάλλον την ερωτεύτηκε και μάλιστα δυνατά, κάτι το οποίο φαίνεται και από την διαχρονική αλληλογραφία ακόμη και όταν ήταν εξορία στη Λέρο. Η Πόπη στα νιάτα (και πάντα) της ήταν κούκλα και οι κομμουνιστές ξέρετε, είναι άτεγκτοι στην παρέκκλιση. Ανθρώπινες αδυναμίες.
Πορεύτηκε μαζί του στα περισσότερο δύσκολα και τα λιγότερο εύκολα σε ολόκληρη τη ζωή της.
Πόσα είχε ζήσει ξέροντας και όχι γνωρίζοντας. Κάτι που κάνει μια μοναδική διαφορά. Όταν τον έψαχνε -ζωντανό ή νεκρό- επειδή είχε να δώσει σημάδια ζωής πολύ καιρό και ο Μάλλιος με τον Μπάμπαλη δεν αποκάλυπταν και όχι μόνο στην ίδια που είναι.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 όταν έκανε πάνω από δεκαπέντε ώρες ταξίδι για να πάει στη Λέρο να τον δει. Κάποιες φορές και μόνη της. Είχε εκείνο το τσαγανό και την ένταση στην κάθε της κίνηση. Ήταν εκείνο το τσαγανό που έχει ο άνθρωπος από μικρή ηλικία όταν ξέρει πως συμβαδίζει με το δίκιο. Ήξερε και για να ακριβολογούμε έμαθε στην πορεία πως η ζωή μαζί του ήταν μια περιπέτεια.
Eίχε εκείνη τη στόφα και την ηγετική φυσιογνωμία του ανθρώπου που αντιλαμβάνεται αυτό που λέμε -επανάσταση- ως τρόπο ζωής, δράσης και σκέψης.
Πάρα πολλά τα παραδείγματα σε όλη της την πορεία. Πέρασαν από το δυάρι στου Γκύζη εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες άνθρωποι. Έφαγαν, ήπια, κοιμήθηκαν στο πάτωμα στρωματσάδα όπως συνήθιζε να λέει η Πόπη. Δύο μόνο ιστορίες που μας έλεγε πάντα. Όταν γύριζε αργά τα βράδια από τη Βουλή από τα ξενύχτια και την ταλαιπωρία περνούσε πάνω από κορμιά και παπλώματα για να μπορέσει να φτάσει στο κρεββάτι του για να κοιμηθεί. Υπήρχε κάποτε ένας τύπος που πολλά μεσημέρια περίπου μέχρι το 1988 ερχόταν στο σπίτι και ξάπλωνε στο μικρό παιδικό κρεββάτι δίπλα στο κρεββάτι της Πόπης και συζητούσαν ατέλειωτες ώρες με τον πατέρα μας πολιτικά. Από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που ήταν σπάνια ωραίοι σε όλα τους.
Δεν έτρωγε παρά αυγά «μάτια» με ελάχιστο ψωμί. Ήταν έτοιμα κάθε φορά λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι. Και η συζήτηση συνεχίζονταν με τις ώρες μετά. Για να λέμε και την αλήθεια υπήρχαν παύσεις πολιτικής και μη σιωπής, γιατί τον πατέρα μας τον έπαιρνε ο ύπνος. Δεν μπορούσε χωρίς τη μεσημεριανή ξεκούραση. Ήταν νόμος απαράβατος. Aυτή ήταν σε γενικές γραμμές η Πόπη μας. Η Πόπη όλου και για όλο τον κόσμο. Που ήξερε να δίνει και όχι να ζητάει. Όπως πολύ εύστοχα είπε και μια παιδική φίλη,
ΤΕΛΟΣ εποχής.
Κλείνοντας ένα κύκλο ανθρώπων που σφυρηλατήθηκαν από «ατσάλι» μέσα σε δύσκολες εποχές και το βασικό σε δυσκολότερες συνθήκες.
Να φτάσουμε ΟΛΟΙ τα χρόνια της.
Να είστε πάντα καλά.