Τον χαρακτήρισαν “πατριάρχη” του ρεμπέτικου αλλά ο Μάρκος Βαμβακάρης, που γεννήθηκε στις 10 Μαΐου, το 1905 δεν ήταν μόνο αυτό.
Μπορεί να έγινε γνωστός από τους τεκέδες και τα καταγώγια του Πειραιά αλλά ήταν αυτός που άνοιξε τον δρόμο και έγινε μια από τις κολώνες πάνω στις οποίες κτίστηκε το οικοδόμημα αυτού που ονομάζεται ελληνικό λαϊκό τραγούδι.
Γεννήθηκε στην Άνω Σύρα και ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά της φτωχής οικογένειας του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη.
Πριν ακόμα ξεκινήσει το σχολείο αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει για να δουλέψει αρχικά σε κλωστήριο και στη συνέχεια ως χασάπης, λούστρος, μανάβης και εφημεριδοπώλης.
Σε ηλικία 12 ετών βρέθηκε στον Πειραιά, το πρωί δούλευε ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας σφαγείων και το βράδυ σύχναζε στους τεκέδες. Εκεί γοητεύτηκε από τον ήχο του μπουζουκιού και μέσα σε λίγους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες της πιάτσας.
Άρχισε να γράφει τραγούδια μόλις απολύθηκε από το στρατό, μέχρι το 1933 έγραψε περισσότερα από 50 τραγούδια ενώ γραμμοφώνησε στην Οdeon και τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα.
Mε τρεις φίλους του, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, δημιούργησαν ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα “Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς”. Λόγω προστριβών με την αστυνομία έφυγε με τον Μπάτη και έπαιξε σε μαγαζί στη Σύρο και όταν επέστρεψε στον Πειραιά είχε στις αποσκευές του τη “Φραγκοσυριανή”, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.
Οι πιο παραγωγικές περίοδοι της ζωής του ήταν λίγο πριν και αμέσως μετά τον πόλεμο. Οι δίσκοι του γίνονταν ανάρπαστοι, ο ίδιος έγινε περιζήτητος στα μαγαζιά της εποχής, ενώ η φήμη του έφυγε από τα υπόγεια του Πειραιά και απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Το 1954 αρρώστησε βαριά και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο η μουσική βιομηχανία της εποχής τον θεωρούσε ξεπερασμένο και παντού έβρισκε κλειστές πόρτες. Όλα άλλαξαν το 1960 όταν με πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη κυκλοφόρησαν από την Columbia παλιά και νέα τραγούδια του Βαμβακάρη ερμηνευμένα από κορυφαίους τραγουδιστές της εποχής όπως ο Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, ο Στράτος Διονυσίου κ.ά.
Η μουσική του Μάρκου αναγεννήθηκε, ο ίδιος ξαναδούλεψε σε λαϊκά πάλκα ενώ εμφανίστηκε και έδωσε συναυλίες σε χώρους όπως οι μπουάτ της Πλάκας ή το θέατρο “Κεντρικόν”, χώροι που κάποτε ήταν …απαγορευμένοι για τους ρεμπέτες. Ο άλλοτε “άρχοντας” των τεκέδων κέρδισε τον σεβασμό και την αναγνώριση όλων και το ρεμπέτικο κατέκτησε περίοπτη θέση στην ιστορική συνέχεια του μουσικού μας πολιτισμού. Θέση που δεν χάθηκε όταν πέθανε ο Μάρκος, το 1972, αντίθετα είναι και παραμένει ζωντανό σημείο αναφοράς για τους δημιουργούς του σήμερα και του αύριο. Ο Μάρκος Βαμβακάρης έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου, το 1972.