Σκέφτομαι τα παιδιά…τα παιδιά του πολέμου στα χρόνια της αθωότητας… που δεν ξέρουν καν αυτό τι σημαίνει, όσα έχουν διασωθεί, τυχερά και άτυχα, περπατώντας μες στα χαλάσματα ανάμεσα σε βομβαρδισμένα κτίρια, άψυχα πτώματα και ζώα, χωρίς σπίτι, χωρίς γονείς.
Τα παιδιά , που είναι και δικά μας παιδιά , τα παιδιά όλου του κόσμου, που τρέχουν για να κρυφτούν , για να θρηνήσουν. Εστάθη ν´ ακούσω την ανάσα μιας μάνας με την καρδιά της πληγωμένη, τη φωνούλα ενός παιδιού• να κελαηδεί σαν το πουλί με τη φτερούγα του κομμένη. Mαύρα σύννεφα: σηκώθηκε αντάρα στους δρόμους, μες στην πόλη…
Αβάσταχτη είναι η ασχήμια του ανθρώπου που αρνείται να δει το παιδί που ψάχνει τον γονιό του • και τα παιδικά του μάτια φοβισμένα μπροστά σ΄ αυτή την παραφροσύνη.
Πώς αυτά τα παιδιά θα σηκώσουν αυτόν τον πόνο που γίνεται βάρος ασήκωτο, θυμός και οργή;
Πώς θα αντιδράσουν στα χρόνια της Ειρήνης, αν υπάρξει, βέβαια. Θα πανηγυρίσουν, θα ζητωκραυγάσουν ή θα γίνουν ασυμμόρφωτοι, σαν άγρια ζώα δήμιοι και στυγνοί εκτελεστές άλλων αθώων ανθρώπων;
Χαιρετισμούς, λοιπόν στην εξουσία, κάθε εξουσία, του 2024, στους ενάντιους καιρούς της βίας. Σε κάθε δήθεν πολιτισμένη και άρτια εξοπλισμένη εξουσία, που έχει χάσει τον δρόμο, και αντί να πηγαίνει μπροστά, πάει πίσω. Πού μας οδηγούν; Πού οδηγούν τον κόσμο μας, και τα παιδιά μας; Στον Μεσαίωνα, στο ναδίρ, ή στην απόλυτη καταστροφή ;