Για τον απανταχού Ελληνισμό, το Euro άρχισε to 2004 στα γήπεδα της Πορτογαλίας κι ας μετράει 64 χρόνια ζωής κι ας κατάφερε η Εθνική μας να περάσει και στα τελικά του 1980 που έγιναν στην Ιταλία. Τω καιρώ εκείνω, το ‘80 κατά τας γραφάς (τας ποδοσφαιρικάς), η Ελλάδα απλά έπαιζε για να συμπληρώσει τον όμιλο των προκριματικών, αλλά κι όταν κατάφερε να προκριθεί στα τελικά, γύρισε πίσω με δύο ήττες, 1-0 από την Ολλανδία, 3-1 από την Τσεχοσλοβακία, 0-0 με τη Δυτική Γερμανία. Εδώ, όμως, μιλάμε για τρόπαιο, για κούπα πρωταθλητή Ευρώπης. Μιλάμε για πραγματική αναστάτωση της λογικής. Μιλάμε για το «τιμημένο», μιλάμε για πανεθνικό συλλαλητήριο στη Λισαβόνα, μιλάμε για την ανάταση ενός λαού που ήθελε κάτι να του ομορφύνει τη ζωή.
Καμιά εβδομάδα θα ήταν πριν ξεκινήσει το euro 2004, όταν φτάσαμε στην Πορτογαλία με την εθνική μας. Πρώτος – πρώτος και καμαρωτός βγαίνει στην αίθουσα αφίξεων ο Βασίλης Τσιάρτας και απευθύνεται με τα ισπανικά του στους λίγους ξένους δημοσιογράφους: «Ακούστε, εμείς ήρθαμε εδώ για να κάνουμε τρεις νίκες». «Αν ήταν όλοι στη Σεβίλλη σαν το Βασίλη, θα έπαιρναν το πρωτάθλημα στην Ισπανία», μου λέει ο Φεντερίκο της «Ελ Παϊς».
Στο Πόρτο, στο νεότευκτο «Ντραγκάο», μας περίμενε η Πορτογαλία στο πρώτο ματς του ομίλου. Πήγαμε όλοι εκεί με την ηρεμία πως και να χάσουμε δεν τρέχει και τίποτα, αφού προείχε η συμμετοχή. Ο «Κάρα» το 0-1, ο Μπασινάς με πέναλτι το 0-2, μείωσε ο Ρονάλντο με κεφαλιά, τελικό 1-2. Όλοι στην ελληνική αποστολή ψάχνονταν. Η λογική δεν μπορούσε να αποδεχτεί το αποτέλεσμα. Η πραγματικότητα ήταν ό,τι έγραφε το ταμπλό. Νικήσαμε.
Η νίκη έφερε ευφορία στους διεθνείς, χαμόγελα παντού, αλλά ο Ρεχάγκελ δεν πρέπει να άφησε τον εαυτό του να χαμογελάσει περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα. Έβαλε την γνωστή κασέτα με τις νουθεσίες και αυτό ήταν. Όλα τελείωσαν εκεί και οι πομπώδεις δηλώσεις εξαντλήθηκαν σε πειράγματα του Καραγκούνη προς τον Ζαγοράκη «Ζαγόρ, τι θα έλεγες να πάρουμε το κύπελλο»;
Επόμενο ματς στο γήπεδο – αρένα – κλουβί, αυτό της Μποαβίστα, για το ματς με την Ισπανία. Ο Βασίλης Τσιάρτας που δεν πανηγύριζε ποτέ γιατί ήταν σίγουρος, έλεγε «εσείς να μπαίνετε στην περιοχή κι αφήστε με εμένα να σας στείλω την μπάλα». Κι εκεί που ο λίγος ελληνικός πληθυσμός στην κερκίδα τα είχε βάψει μαύρα από το γκολ του Μοριέντες μετά από το μοναδικό (σε όλο το τουρνουά) λάθος του Μιχάλη Καψή, ο Τσιάρτας, με μπαλιά βγαλμένη κατ’ ευθείαν από το ποδάρι ενός Ριβελίνο ή ενός Τοστάο και στην χειρότερη περίπτωση ενός φαν Χάνεγκεμ, έστειλε την μπάλα στο Χαριστέα σε μια ενδοσυνεννόηση «πάρε, Άγγελε και βάλε». Το έβαλε και μετά… Μύκονος!
Τι είναι Μύκονος; Το Φάρο – Λουλέ της Πορτογαλίας. Χλίδα και των… γονέων. Οι διεθνείς πιστεύουν πια ότι μπορούν να προκριθούν, ο Ρεχάγκελ κρατάει ένα λεκτικό ρόπαλο για όποιον υπερβαίνει τα εσκαμμένα και στο μεταξύ άρχισαν να καταφτάνουν οι ορδές απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Στο Φάρο – Λουλέ δεν έπαιζε ο Καραγκούνης, ο Ρεχάγκελ ξεκίνησε τον Παπαδόπουλο, στα δημοσιογραφικά υπήρχε ανησυχία. «Ξύπνα, ρε, άσχετε, (σ.σ. το Ρεχάγκελ αποκαλούσε έτσι) θα χάσουμε», ακουγόταν η φωνή πασίγνωστου (για την αναγνωρισιμότητά του και μόνο) τηλεπαρουσιαστή. Το σκορ είχε γίνει 2-0 πριν το καταλάβουμε. Ο Βρύζας μας έβγαλε από τη δύσκολη θέση και μετά, ο Ρεχάγκελ (για τον ίδιο τηλεπαρουσιαστή) έγινε «άρχοντας» και «προπονηταράς».
Προκριθήκαμε στον επόμενο γύρο. Γεγονός. Στην Πορτογαλία οι δημοσιογράφοι είχαν πάρει μαζί τους εφόδια για τρία ματς. Τώρα, έπρεπε να ξαναπάμε στη Λισαβόνα για το ματς με τη Γαλλία, στο «Αλβαλάδε», έδρα της Σπόρτινγκ. Εκεί μας περίμενε ο Ζιντάν.
Μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Λισαβόνα οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έτρεχαν δεξιά και αριστερά για ξενοδοχείο. «Τρία βράδια ρε σενιόρ, θα χάσουμε από τη Γαλλία και θα φύγουμε». Ναι, έλεγε ο σενιόρ, αλλά το δίκλινο κάνει 320 ευρώ, επειδή είσαστε Έλληνες! Αν ήμασταν Άγγλοι, μόλις 100 ευρώ.
Πήραμε όλοι απόφαση. «Παιδιά, να βγούμε στο Χατζηνικολάου να πούμε ότι το πρακτορείο από την Ελλάδα μπλόκαρε τα δωμάτια». Βγήκαμε. Το πρόβλημα δεν λύθηκε. Έτσι, μερικοί το είχαν πάρει απόφαση. «Αφήστε το ρεπορτάζ κατά μέρος. Θα κοιμηθούμε στο πάρκο το βράδυ και αύριο, θα ψάξουμε για κανένα άλλο ξενοδοχείο».
Ήρθε το βράδυ, μερικοί δημοσιογράφοι κούρνιασαν εκεί δίπλα στα δέντρα και τη βλάστηση, όταν κάτι γυναικεία χέρια τους ξύπνησαν. «Παιδιά, δεν μπορείτε να κοιμηθείτε εδώ, γιατί εμείς εδώ βγάζουμε μεροκάματο. Κι αν επιμείνετε, θα φέρουμε την Αστυνομία». Σωστά καταλάβατε. Ήταν οι «πεταλουδίτσες» της νύχτας, που έψαχναν για πελάτη κι οι δημοσιογράφοι τους χάλασαν την πιάτσα. Τελικά, μέσα από… δημοκρατικές διαδικασίες, λύθηκε το ζήτημα. Οι «κοπέλες» τους πήγαν στο… δικό τους ξενοδοχείo!
Στο μεταξύ, στην Ελλάδα, μαθαίναμε ότι ο λαός βγήκε στο δρόμο. Δεν το έκανε για να λύσει μεγάλα προβλήματα που τον απασχολούσαν, αλλά το έπραξε για την Εθνική. Το CNN, που ήταν η παρηγοριά μας να βλέπουμε λίγο Ομόνοια και Σύνταγμα, είχε κάθε μέρα σύνδεση. Η Λισαβόνα άρχισε να γίνεται όλη μπλε και στο ξενοδοχείο των διεθνών, ένα όνομα είχαν στο μυαλό τους. Μη φανταστείτε κανενός Ζιντάν ή Ανρί. Ηταν το όνομα του μακαρίτη πια, Γιώργου Γεωργίου!!! Ο οποίος, όπως μαθαίναμε, έβγαινε στα κανάλια και τους έβγαλε όλους άχρηστους. Στην προπόνηση, ο Φύσσας κάνει ένα άψογο κοντρόλ. Γυρίζει και μας λέει. «Πείτε στο Γεωργίου, ότι ξέρω και κοντρόλ». Στην τηλεόραση ο… Γιώργαρος ωρυόταν «ο Φύσσας κάνει κοντρόλ με το καλάμι ρε, όλοι είναι τσουρουκάδες». Στο τέλος – τέλος, οι διεθνείς έκαναν πλάκα ο ένας στον άλλο. «Κάρα, τι έλεγε για σένα ο φαφούτης», ρωτούσε ο ένας. «Ότι ο Τσιάρτας είναι πιο αργός κι απ’ το ριπλέι», απαντούσε ο άλλος. Μια ωραία ατμόσφαιρά, που έλεγε κι ο αείμνηστος Ηλιόπουλος.
Ο Ζαγοράκης το διασκέδαζε, αλλά έβαζε κι ένα φρένο, μην ξεφύγει η κατάσταση. Κι ο Ρεχάγκελ; Δεν έδινε «φαγάκι» στους δημοσιογράφους. «Δύσκολο το ματς, θα δούμε, οι Γάλλοι είναι καλύτεροι από εμάς, πρέπει να παλέψουμε». Ούτε μία ατάκα της προκοπής για να βγει το «θέμα» και το μεροκάματο.
Στο ματς με τους Γάλλους, ο γνωστός τηλεπαρουσιαστής δεν έβγαλε άχνα. Έτσι απολαύσαμε το ματς, είδαμε το Χαριστέα να καρφώνει τον Μπαρτέζ, το ευχαριστηθήκαμε και στο μικτή ζώνη περιμέναμε πρώτα τους Γάλλους. Πλησιάζει ο Ζιντάν, λέει κάτι ξερά «δεν παίξαμε καλά και χάσαμε», ο Λιζαραζού εκθείασε εκείνη την ντρίμπλα του αιώνα που έφαγε από το Ζαγοράκη κι ο Βιεϊρά κάπου στην κοσμάρα του, μιλούσε για ποδοσφαιρική αδικία. Λες και δεν ήμασταν εμείς που είχαμε δυο δοκάρια, ένα με το Φύσσα και το άλλο με τον Κατσουράνη.
Τα φώτα έσβησαν στο «Αλβαλάβε», την κάναμε για το ξενοδοχείο με την σκέψη ότι την επόμενη το πρωί, το λεωφορείο θα έφευγε για Πόρτο. Εκεί θα αντιμετωπίζαμε την Τσεχία. «Άλλος για το Πόρτο», που λένε. Τα μπογαλάκια μας και βουρ για το βορρά. Εκεί, δεν υπήρχε ξενοδοχείο ούτε για δείγμα. Παιδιά του Ωνάση δεν ήμασταν για να μείνουμε σε κυριλέ, οι Έλληνες άρχισαν να φτάνουν από όλα τα μέρη του κόσμου κι έτσι, πήραμε το δρόμο για τη Μπράγκα, κάπου 60 χιλιόμετρα μακριά από το Πόρτο. Αφού απλώσαμε τα πλυμένα στο σκοινάκι του μπαλκονιού προκαλώντας το… ενδιαφέρον των άλλων ενοίκων, το πήραμε απόφαση. «Θα το πάρουμε ρε, να δείτε πλάκα που έχει να γίνει».
Στην συνέντευξη Τύπου του Ρεχάγκελ, πριν από το ματς στο «Ντραγκάο», έγινε μπέρδεμα από μία ερώτηση που δεν μεταφέρθηκε σωστά στο Γερμανό από τον μεταφραστή του, Γ. Τοπαλίδη. Πολύ φασαρία για το τίποτα. Τα ξένα κανάλια, τα ραδιόφωνα, διψασμένα για «θέμα» ζητούσαν επίμονα μια δήλωση από… μένα. «Εγώ είμαι συνάδελφός σας και παίρνω δηλώσεις, δεν κάνω», είπα στην απεσταλμένη της νορβηγικής τηλεόρασης. «Είμαι διατεθειμένη ακόμα και να κοιμηθώ μαζί σου αν μου κάνεις μια δήλωση», αντέτεινε η Μαριάν. Αν είναι έτσι, αλλάζει το πράγμα, ωραία μου, ξανθομαλλούσα συναδέλφισσα…
Στο ματς με την Τσεχία έγινε ό,τι έγινε. Η Ελλάδα βγήκε στους δρόμους κι οι δημοσιογράφοι για δηλώσεις. Πάλι δίχως νόημα οι δηλώσεις των διεθνών. Αλλά λόγια ν’ αγαπιόμαστε. «Είναι μεγάλη τιμή, θα δούμε τι θα γίνεις τον τελικό» και άλλα τέτοια. Πίσω στην Λισαβόνα για το μεγάλο τελικό.
Τα τηλέφωνα, στο μεταξύ, χτυπούσαν δαιμονισμένα. «Ρε, συ, Αλκη, ο Δημήτρης είμαι από την Κομοτηνή, πηγαίναμε μαζί στο πανεπιστήμιο, με θυμάσαι»; Και κατέληγε «κανένα εισιτήριο υπάρχει, ρε φίλε, πληρώνω όσα – όσα». Έλληνες από την Αργεντινή, Έλληνες από την Αυστραλία, Έλληνες από την Αφρική, από την Αμερική, τον Καναδά, από την Ασία. Παντού Έλληνες που άλλοι ήξεραν κι άλλοι όχι, ελληνικά. Όλοι αγκαλιά, αλλά καλό θα ήταν να λένε και καμιά. Ο φίλος μου ο Χουάν άκουγε στα ισπανικά, που τα μετέφερε στα ελληνικά, εγώ τα μετέτρεπα σε αγγλικά και το κλάμα έπεφτε άφθονο από νέα παιδιά, που κατάφερναν, επιτέλους ν’ ανταλλάξουν κουβέντες.
Στο ξενοδοχείο που είχε καταλύσει η εθνική άρχισαν να καταφτάνουν Έλληνες και Έλληνες. Από απλοϊκούς ανθρώπους που ξεκίνησαν από το Αγρίνιο και την Ορεστιάδα, μέχρι την… Βανδή, την Κοκκίνου, το Νταλάρα και τις άλλες… δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου. Όλοι έβρισκαν εισιτήρια! Όλοι εκτός από αυτούς που είχαν πληρώσει όσα – όσα από την πατρίδα για να έρθουν να δουν και να φύγουν και εισιτήριο δεν βρήκαν ποτέ. Εκεί κατάλαβε πόσο μεγάλο ρόλο παίζει να λέγεσαι Σάκης Ρουβάς, ας πούμε.
Στο μεταξύ το σύνθημα «σήκωσέ το, το γ…» δονούσε την ατμόσφαιρα από το ματς με τη Γαλλία ακόμα. Το «τιμημένο» ήταν μια εφεύρεση των εφημερίδων για καλό τίτλο. Ποτέ ο λαός δεν αποκάλεσε την κούπα «τιμημένο». Και το άλλο «είναι βαριά η «τέτοια» του τσολιά»
Κι όταν η Λισαβόνα γέμισε από 35.000 Έλληνες, δεν άκουγες τίποτα άλλο. Η πορτογαλική τηλεόραση πλησίασε τους «φανατικούς» για δηλώσεις. Μόλις είδαν το πορτογαλικό κανάλι έφτιαξαν αμέσως ένα αυτοσχέδιο στοιχάκι. «Πάρε μου μια π… πριν να φύγω, Λουίς Φίγκο, Λουίς Φίγκο». Λέω στον φίλο τον Ζορζίνιο «μην το παίξεις αυτό στην τηλεόραση, είναι αισχρό». «Γιατί, σάμπως ξέρει κανένας ελληνικά στην Πορτογαλία;», που απαντάει. Ακούμε το βράδυ στις ειδήσεις τον Ζορζίνιο και κρατάμε την κοιλιά μας από τα γέλια. «Οι Έλληνες που έφτασαν στη Λισαβόνα, φώναζαν το όνομα του Φίγκο, εκδηλώνοντας έτσι το θαυμασμό τους», είπε ο Πορτογάλος συνάδελφος.
Στον τελικό, ακριβώς από πίσω μας στο πάνω διάζωμα καθόταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής με τη σύζυγό του Νατάσα κι ο Υπουργός Επικρατείας Θόδωρος Ρουσόπουλος, επίσης με την σύζυγό του δημοσιογράφο Μάρα Ζαχαρέα. Πιο μακριά ο Μανουέλ Μπαρόζο. Το μόνιτορ που είχαμε μπροστά μας έδειχνε συνέχεια τον Γκαγκάτση, που καθόταν δίπλα τους και όχι τον Καραμανλή. Απλά είχαν αλλάξει θέση και μπέρδεψαν τον τηλεσκηνοθέτη. Γκολ ο Χαριστέας, 1-0 και τέλος. Όλα τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ο Ρεχάγκελ, επιτέλους, παραδέχθηκε ότι δίκαια το πήραμε. Αν είχαμε ένα ματς ακόμα, θα έβαζε την κασέτα.