Η ιστορία του Κώστα Φορτούνη, που μετά από δέκα χρόνια έφυγε από τον Ολυμπιακό για ομάδα της Σαουδικής Αραβίας, είναι συνυφασμένη με τα δυο θρυλικά και καρμικά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, που καταδεικνύουν και τα ups and down της ζωής. Την «Συννεφιασμένη Κυριακή» και το «Απόψε Κάνεις Μπαμ».
Άλλωστε, ο Τσιτσάνης, ένας εκ των απεσταλμένων του Θεού επί ελληνικής γης, κάπου στα ίδια μέρη με τον Φορτούνη γεννήθηκε, στα Τρίκαλα, άρα και σχεδόν αναπόφευκτη η καρμική σχέση.
Ο Φορτούνης από μικρό παιδί, πετροβολούσε τη ζωή σ’ ένα υπόγειο στην Καλαμπάκα, κάτω από το καφενείο του πατέρα του, στους κοφτούς βράχους του θαύματος της φύσης, τα Μετέωρα. Και πριν τον κλείσει η νύχτα σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο απ’ εκείνο, πήρε των οματιών του για την Αθήνα, 13 χρονών παιδί, με προίκα ένα όνειρο.
Είναι από τις κλασικές περιπτώσεις του επαρχιωτόπουλου, που δεν το χωράει ο τόπος, το πνεύμα του πετάει στα πέρατα και το μυαλό του τον συμφιλιώνει με το ρίσκο της φυγής. Φτερούγισε η καλλιτεχνική του φύση με την μπάλα κι από μικρός ένιωσε ότι ανήκει στον κόσμο όλο.
Πειραιάς. Ολυμπιακός. Όνειρο, καθότι ήταν ένα «μικρό γαυράκι». Και για να σουτάρει, πλέον, σε κανονικά δοκάρια κι όχι σαν τα ζωγραφιστά στους τοίχους του υπόγειου στο καφενείο του μπαμπά του. Είχε, πλέον και την εμπειρία των ακαδημιών «Ασκληπιός», όπου τους περνούσε όλους σαν σταματημένους, οπότε, έφυγε. Η θάλασσα του Πειραιά, απ όλες ήταν πιο γλυκιά φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Τον πρώτο χρόνο στον Πειραιά, στα 13 του, ο Φορτούνης έμενε με τον παππού και τη γιαγιά. Όλα καλά. Το δεύτερο χρόνο, όμως, έπρεπε να μείνει στου Ρέντη. Εκεί η παιδική ψυχούλα και το στερεότυπο της επαρχίας τον αποσυντόνισε, τον έριξε ψυχολογικά, δεν το άντεξε και γύρισε πίσω. Ζούσε για πρώτη φορά την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη. Όχι για να μείνει. Για ανασύνταξη δυνάμεων γύρισε.
Τον είδαν από τον Αστέρα Τρίπολης και τον πήραν. Μετά, Καϊζερσλάουτερν, Γερμανία. Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό, τραγουδάει ο Καζανντζίδης. Άλλος κόσμος, άλλα επίπεδα μπάλας. Τρία ολόκληρα χρόνια, από το 2011 μέχρι το 2014 έμεινε εκεί. Η ομάδα του υποβιβάστηκε τον δεύτερο χρόνο της παραμονής του, ο Αγιαξ κι η Γιουβέντους τον ήθελαν για την «ομάδα Β’», αλλά ο Φορτούνης γοήτευσε τους Γερμανούς με μία δήλωση: «Δεν πάω πουθενά, θα μείνω ν’ ανεβάσουμε την ομάδα». Οι Γερμανοί δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες συμπεριφορές, βγαλμένες μέσα από DNA της φυλής, από μία λέξη και έννοια που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο ολόκληρο. Το «φιλότιμο». Η Καϊζερλάουτερν έχασε σε μπαράζ την άνοδό της και τότε παρουσιάστηκε και πάλι στο δρόμο του Φορτούνη ο Ολυμπιακός, αφού ο Νίκος Νταμπίζας προσπάθησε χωρίς επιτυχία, να τον πάρει στον Παναθηναϊκό.
Η ζωή σαν παραμύθι του Κώστα Φορτούνη άρχισε στον Ολυμπιακό το 2014. Γοητεύει τα πλήθη στην Ευρώπη και γοητεύεται από προτάσεις, όπως αυτής της Τότεναμ, της Έβερτον, της Γιουβέντους, της Βαλένθια, της Ντόρτμουντ και όλων των τουρκικών ομάδων. Πρώτος σκόρερ, πρώτος σε ασίστ, πρώτος σε τελικές. «Απόψε Κάνεις Μπαμ», δηλαδή.
Και μετά, ξανάρθαν οι «Άγριες Μέλισσες» από την Πορτογαλία. Ο «Δούκας Σεβαστός» από το ποδοσφαιρικό… Διαφάνι, με όνομα Πέδρο Μαρτίνς, «μαθητής» του Μουρίνιο. Για λόγους… πειθαρχίας περιθωριοποίησε τον Κώστα Φορτούνη, σε μια αποθέωση της… ισότητας στο ποδόσφαιρο, που στην ουσία είναι επιδειξιομανία εξουσίας του κάθε προπονητή, που δεν ανέχεται έναν παίκτη του να είναι μεγαλύτερο μέγεθος απ αυτόν. Ωστόσο, αυτές οι συμπεριφορές, βρήκαν άπειρους μιμητές στην Ευρώπη και ειδικά στην Πορτογαλία κι ο Πέδρο Μαρτίνς είναι ένας απ αυτούς. «Η απομίμηση είναι ο φόρος που πληρώνει η μετριότητα στην ιδιοφυΐα», τα λόγια του Όσκαρ Ουάιλντ.
Μεσολάβησαν και δυο σοβαρότατοι τραυματισμοί στα γόνατα, ρήξη χιαστών και ο Βασίλης Τσιτσάνης ξαναπρόβαλε με την «Συννεφιασμένη Κυριακή» για το πατριωτάκι του. Όταν ήρθε ο Μίτσελ στον Ολυμπιακό, ο Τσιτσάνης ξανάπαιξε «Απόψε κάνεις Μπαμ». Και μετά, ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ κι ο Φορτούνης σήκωσε την κούπα την ευρωπαϊκιά. Και πάλι «Απόψε Κάνεις Μπαμ» και για πάρτη του στον Πειραιά σταματούν και τα τραμ… Ο Τσιτσάνης, ωστόσο, έγραψε ακόμα ένα κομμάτι για τον Φορτούνης, λες και ήξερε ότι θα συμβεί: «Θα πάω εκεί στην Αραπιά»…