Ο απριλιανός έλληνας δικτάτορας Δημήτρης Ιωαννίδης, με το ευκολομάσητο επιχείρημα: “Βγάλτε από τη μέση τον παπά, που δεν θέλει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα”, προετοιμάζει πραξικόπημα κατά του νόμιμα εκλεγμένου Κύπριου Προέδρου Μακαρίου. Οι κινήσεις του εγκρίνονται, βεβαίως, από τους υπερατλαντικούς προστάτες και θείους ημών Νίξον και Φορντ, Προέδρους Αμερικής. Ο δημοσιογράφος, πρώην στρατιωτικός Χρήστος Καπούτσης στην εξαιρετική μαρτυρία βιβλίο του: “Εδώ μιλούν τα γεγονότα” γράφει : “Οι κρυπτογραφημένες συνομιλίες” με ανθρώπους της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα αναφέρονται “με την κωδική ονομασία Κόκα-Κόλα“. Ενώ τα νήματα κινεί ο Υπουργός Χένρι Κίσινγκερ.*
15 Ιουλίου μέλη της εθνικής φρουράς Κύπρου, της ΕΛΔΥΚ (Ελληνικές Δυνάμεις Κύπρου) και της ΕΟΚΑ Β΄ ανατρέπουν τον Μακάριο και εγκαθιστούν στην Κυπριακή Δημοκρατία τον δημοσιογράφο και μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης Νίκο Σαμσών. Η Τουρκία, παίρνει το δικαίωμα να μιλήσει για ανατροπή του υπάρχοντος status quo. Και επιμένει να πάρει πρωτοβουλία προς αποκατάσταση της νομιμότητας “Στις 19 Ιουλίου 1974, το επίγειο ραντάρ της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου στο ακρωτήρι Αγίου Ανδρέα εντοπίζει τουρκική νηοπομπή και στέλνει κατεπείγοντα αλλεπάλληλα σήματα”* Η ελληνική και κυπριακή στρατιωτικο- πολιτική ηγεσία (πες χούντες) δεν λαμβάνουν κανένα μέτρο “ούτε καν αυτό της αυξημένης επιτήρησης.Εκτιμούν πως πρόκειται για άσκηση ή έτσι τους πληροφόρησαν από την αμερικανική Πρεσβεία”*.
Αξημέρωτα της 20ης Ιουλίου τουρκικά αποβατικά απέχουν λίγα χιλιόμετρα από την Κερύνεια. Κερύνεια “Ξέρω τα καλοκαίρια σου θυμάμαι τους χειμώνες / θυμάμαι και της Άνοιξης τις μυστικές κρυψώνες../ Τα πλοία που κοιμήθηκαν αιώνες στην καρδιά σου/ θ’ ανοίξουνε πάλι τα πανιά/ θα τραγουδάνε στ΄άλμπουρα οι ναύτες το όνομα σου/ το χώμα περιμένει την βροχή”** ακούγεται. Αλλά οι φωνές που τραγουδούν θαρρείς πως διαγράφουν εύθραυστη και πρόωρη αισιοδοξία που άρχισε κιόλας να ραγίζει.
Ουδείς ιθύνων Έλληνας ή Ελληνοκύπριος ανησυχεί. Με το πρώτο φως της μέρας τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν ανελέητα το νησί. Μέχρι σήμερα “δεν έχει διαψευστεί η πληροφορία ότι βρετανικά αεροσκάφη συμμετέχουν στους βομβαρδισμούς στόχων στην Λευκωσία”* ΄Οταν αγανακτισμένος ανώτερος αξιωματικός ζητάει με έντονο ύφος από τον Αρχηγό Γενικού Επιτελείου να διατάξει αμέσως επίθεση των ελληνικών δυνάμεων. Ο εθνικόφρων χουνταίος στρατηγός Μπονάνος του απαντά: ”Οι Τούρκοι χτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς”*. Την ίδια ώρα το ΡΙΚ-Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου της χούντας του Σαμσών “μεταδίδει χαρούμενη πρωϊνή γυμναστική”* Απ΄την άλλη “Ο τουρκοκυπριακός ραδιοφωνικός σταθμός Μπαϊράκ διακόπτει την κανονική ροή του προγράμματος και μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια”. Ο Αττίλας I προελαύνει.Μερικά χρόνια αργότερα ο τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ δηλώνει:
“Τ ο Κυπριακό λύθηκε οριστικά το 1974″*.
Για να αποφευχθεί η ανάμειξη της ΕΣΣΔ, η μόνη δύναμη που τότε μπορούσε να ανακόψει την καταστροφική πορεία. Με μια παρελκυστική τακτική του Κίσσινγκερ παρακάμπτεται ο ΟΗΕ και διεξάγονται συνομιλίες στην Γενεύη οι οποίες ναυαγούν. Σαν σήμερα 14 Αυγούστου 1974 ο Αττίλας II επελαύνει δριμύτερος. Μέσα σε τρεις ημέρες οι Τούρκοι επικαλούμενοι το άρθρο 4 των Συμφωνιών Εγγυήσεων Λονδίνου και Ζυρίχης καταλαμβάνουν το 36,2% της Κύπρου. Εκατόν είκοσι χιλιάδες Έλληνες εκτοπίζονται, είκοσι χιλιάδες εγκλωβισμένοι καίγονται, αιχμαλωτίζονται. Πενήντα χρόνια μετά, μόνο οι μανάδες τους Κ ρ α υ γ ή του Μουνκ, τούς αναζητούν. Τρόμος και πανικός. Γυναίκες που τσιρίζουν αφού τις βιάσουν τις κόβει το τουρκικό λεπίδι. Γκρίζοι Λύκοι τσακάλια πεινασμένα όπως όλοι οι αφιονισμένοι επιδρομείς πολέμων ουρλιάζουν πάνω σε βρέφη και τα τραβάνε από τα στήθη που βυζαίνουν. “Αφήνει το αίμα μυρωδιά αιώνια στα ριζοχώματα”** “Κομμένο στη μέση ξυπνά το νησί για χρόνια/ Μού ΄παν πως πατρίδα θά ΄χω μισή/ Κύπρος νυν και αεί αγχόνες”**
“Εν ηξεύρεις; Κάχριν, καμός και ντέρτι είναι” μού λέει ο Κύπριος αξιωματικός, μετέπειτα φίλος, Ξενοφών Ξενοφώντος που γνωρίζω όταν πρωτοπατάω, ιδίοις εξόδοις, το νησί ακολουθώντας τον Γρηγόρη Φαράκο ως αρχηγό Κόμματος και επικεφαλής ελληνικής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας. Με έκπληξη, ενδιαφέρον και λαχτάρα ο Ξενής συμφωνεί με την επιθυμία μου να απομακρυνθώ από επισήμους. Τρέχει μαζί μου σε πέτρες και Μουσεία, με τον όρο να πιούμε Κουμανταρία. Δυο μέτρα άντρας με βαρειά φωνή. Μουστάκι δασύ. Σηκώνει το ποτήρι. Δείχνει στην άλλη πλευρά και κλαίει.” Πο τζει” λέει “Πο τζει ιδεις αρκάτζιν-Από κει τα ρυάκια ” Γάργαρα τα νερά και μυρωμένες φυλλωσιές κελαϊδούν με τα αηδόνια “Χάι χούι οι καραόλοι-Χαβαλέ οι σαλίγκαροι”. Μας πουλήσαν αρφή– αδελφή, λέει και κλαίει, Δυο μέτρα μπόι, κλαίει και λέει “Κάχριν αρφή, κάχριν”. Κλαίω κι εγώ. Μέχρι κείνη την ώρα δεν είχα καταλάβει πόσο πόνο κρύβει η λαχτάρα: πατρίδα.
Σύθαμπο. Αύγουστος 2024. Από τα γύρω καταρράχια της πραιώνιας μενεξεδένιας πατρίδας μου Αθήνας κατεβαίνουν ποτάμια φωτιές και την κατακαίνε. “Χάι χούι οι καραόλοι” ουρλιάζω. Η Κύπρος νυν και αεί από δισκογραφικό μουσικό δημιούργημα γίνεται προσκύνημα σε κρυφό Κάχριν της ελληνικής τε και κυπριακής ψυχής: ‘”Άδε τούτα τα βουνά,/θαρκέσαι εννά μιλήσουν/ τζι όπως χαριεντίζουνται καρκιάν ενννά κουτσίσουν/ εμείνασι ελεύθερα μ’ έναν καημό στο στόμα/ Μιλούν με Πενταδάχτυλον που κάτω από το χώμα/’Αδε την ρότσαν κοφτερήν / ‘αδε την που αντέχει/ Ίντα μεγάλον έρωταν άραγες σου να έσει/ Οι Τούρτζοι εμοιράσαν την / εκάψαν οι Εγγλέζοι / Μα η ρότσα τζι Αγιά Σοφκιά λαλούσιν ενν΄αντέξει/ Εν ηξιάννουμεν ποτέ τούτης της γης τ’ αλώνια/ τζι ας πάσιν κόντρα σιωνωτά σχεδόν πενήντα χρόνια/ Είμαστε μόνοι τζαι μιτσιοί/ τζι εγκαταλειμμένοι/ και τούτο κάχριν μέσα μας/ ξυπνά τζαι επιμένει”.**
Η φωνή του τραγουδιστή με βαθύ αινιγματικό στοχασμό, δοκιμασία μοιάζει ,που προσπαθεί να ζωηρέψει κάποια αμφιλεγόμενη ελπίδα που δεν βεβαιώνει την παρουσία της, όσο κι αν ρουφάω σαν αψέντι τούτο το κάχριν. Κάτι μού διαφεύγει. Παρακαλώ την Κύπρια ποιήτρια φίλη Δέσπω Πηλαβάκη να μού μεταγράψει τους στίχους από την Κυπριακή στην νεολληνική. Το κάνει ευχαρίστως. ” Κοίτα τα τούτα τα βουνά/ νομίζεις θα μιλήσουν/ Κι όπως χαριεντίζονται καρδιάν πως θα πετύχουν/ Εμείνανε ελεύθερα μ΄έναν καημό στο στόμα/ Μιλούν με Πενταδάκτυλον κάτω από το χώμα / Κοίτα την πέτραν κοφτερήν/ κοίτα την που αντέχει / Τί μεγάλον έρωταν άραγες λες να έχει/ Οι Τούρκοι την μοιράσανε / την κάψανε οι Εγγλέζοι/ Μα η πέτρα κι η Αγιά Σοφιά λένε ότι αντέχει/ Δεν θα ξεχάσουνε ποτέ τούτης της γης τ΄ αλώνια / κι ας τρέχουνε αντίθετα σχεδόν πενήντα χρόνια/ Είμαστε μόνοι και μικροί κι εγκαταλειμμένοι/ και μέσα μας τούτος ο καημός ξυπνά και επιμένει”.
Μα όχι δεν είναι το ίδιο, χωρίς το ένρινο ν και το τζι της κυπριακής διαλέκτου.
Επιστρέφω σ΄ αυτήν. Ακούγοντας πατάω τα πλήκτρα στην τύχη, σύμφωνα με τον ακατάστατο ρυθμό του άμαθου ανειδίκευτου. Άλλοι ειδικοί θα γράψουν την αρμόδια γνώμη τους για τους στίχους αυτούς, για όλους τους άλλους των υπόλοιπων τραγουδιών. Ονομαστικά θα αναφερθούν σε μοναδικά ξεχωριστούς συντελεστές. Συνθέτες, Φωνητικό Σύνολο, Τραγουδιστές, Ποιητή και τον Εμπνευστή Παραγωγό. Οι οποίοι δημιουργούν, έτσι νομίζω, ατμόσφαιρα όπου ζωγραφίζεται ο πόνος, η απογοήτευση, αλλά και ο ζωηρός ρυθμός προς το φως που διαγράφεται στο βάθος μακρινού ορίζοντα κι ας περπατάμε, κάτω από την απειλή παράνοιας που μάς απειλεί σε κάθε μας βήμα.
“Ίντα είμαστε μόνοι τζαι μιτσιοί/ τζι εγκαταλειμμένοι” Μ Α ” τούτο κάχριν μέσα μας ξυπνά τζαι επιμένει”**