“Οι Πανσέδες”
Μια δασκάλα στην Κατοχή
Γράφει η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση*
Η Βικτωρία κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Σκούρο μπλε το ταγιέρ και οι πανσέδες από τον κήπο στη μπουτονιέρα μωβ με χρυσαφιές αχτίδες. Είχε κρύψει τις προκηρύξεις στο στηθόδεσμο, τα μαλλιά της τα έδεσε πλεξίδα και κότσο, «Όπως αρμόζει σε μια δασκάλα», σκέφθηκε, «θα περάσω απαρατήρητη» .
Ένοιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Κοίταξε το κουτί με την πούδρα «ΤΟΚΑΛΟΝ» και έβαλε λίγη. Στην τσάντα-φάκελο ένα μαντηλάκι και λίγα ψιλά. Έπρεπε να αφήσει τις προκηρύξεις στο Γιάννη, στο περίπτερο της πλατείας. Ξανακοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια της έλαμπαν. Αισθανόταν ότι είχε πυρετό. Την έπνιγε η οργή και η απελπισία. Μετά από τόσες νίκες….η υποχώρηση. Και η συνθηκολόγηση. «Τι θα πω στα παιδιά.;» αναρωτήθηκε. « Στα παιδιά που έλεγα πως θα νικήσουμε; Τι κρίμα να μην ζει η μητέρα. Αυτή θα ήξερε…θα με συμβούλευε. Θα μου έλεγε τι να πω….»
Σκεφτόταν πόσο δύσκολο ήταν να είσαι δασκάλα σε μια χώρα κατακτημένη. «Θα τους πω ότι νικήσαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να πολεμάμε σε δυο μέτωπα», σκέφτηκε. «Θα καταλάβουν». Ειδικά με την μικρή Ελίζα ήταν μαγικό. Λες και διάβαζαν η μια την σκέψη της άλλης.
« Μην στεναχωριέστε, κυρία» της είχε πει η μικρή Ελίζα. « Πάλι με χρόνια, με καιρούς…» Της είχε δώσει «Τα Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα. Και η μικρή Ελίζα το είχε διαβάσει μέσα σε δύο μέρες. Όταν μαθεύτηκε η αυτοκτονία της Δέλτα, η Βικτωρία δεν της είπε τίποτα. «Σημασία έχει να κάνω ό τι μπορώ περισσότερο», σκέφθηκε. Το σπίτι το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί από την πρώτη μέρα. Ήταν και ο Γκεόργκ, ο Ολλανδός που της μιλούσε σπασμένα Γαλλικά.
« Θα με στείλουν στη Ρωσία και θα σκοτωθώ» της είχε πει.
«Και είναι και η Ματίλντε που με περιμένει να γυρίσω». Της είχε δείξει και τη φωτογραφία της. Ξανθή και γαλανή, χαμογελαστή.
«Εγώ δεν ήθελα τον πόλεμο» της είχε πει ο Γκεόργκ. Με την επίταξη η εξώπορτα ήταν συνέχεια ανοιχτή. « Ας είναι», ψιθύρισε η Βικτωρία.
« Θα αντέξουμε». Σκέφτηκε τους προσκυνημένους που στήριζαν τον Μεταξά πριν τον πόλεμο. « Και μόνο για αυτό πρέπει να αντέξουμε», ψιθύρισε « για να δουν οι Γερμανοί ποιοι είμαστε». Ήδη είχαν σχηματιστεί οι πρώτες ομάδες ανταρτών στο βουνό. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην Καραϊσκάκη. Περπατούσε αργά και σταθερά, ψύχραιμα. Η καρδιά της χτυπούσε τώρα κανονικά…
Ηλιοβασίλεμα και οι τελευταίες αχτίδες λες και έκαναν τους πανσέδες της να λάμπουν. Σαν τα μάτια της!
*Η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση είναι φιλόλογος και δημοσιογράφος