Από το Βιβλίο της Ευτυχίας Καρύδη-Φαράκου “Όπως τα έζησα”

Aggelopoulos 17
Facebook
Twitter
LinkedIn
Farakou 2 1
Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου
    Οδεύοντας προς τα -όντα, είναι ζήτημα αν τις γιορτές έχω απομακρυνθεί 4-5 φορές από την Αθήνα. Με τον γκάγκαρο στην πόρτα η μια πλευρά των γεννητόρων μου, από την Κωνσταντινούπολη και τη Νάπολι του Γκαριμπάλντι οι άλλες δυο, χωριό δεν υπήρχε.
   Σε μια απόδραση βρέθηκα στην Φλώρινα. Όπου, στον εμφύλιο, ο πατέρας μου, ως αντεθνικώς δρων, παρά τρίχα γλίτωσε το απόσπασμα. Κι ωστόσο, πάντα, όταν μας μιλούσε για τους ανθρώπους της, ελληνόφωνους και σλαβόφωνους, τα μάτια του τρέχανε. ” ‘Ε, Κόστια, τσσσάϊ” του φώναζε η Μπάμπω κι εκείνος της πήγαινε την κουραμάνα του.
   Σκηνή από τη “Ζωή εν τάφω” του Μυριβήλη; ΄Η μήπως, ο λυγμός, απ΄ όσα αδελφοκτόνα έχει υποστεί, η σπαραγμένη από φρίκη πολιτεία; Στην ταινία “Ταξίδι στα Κύθηρα” του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το ερωτηματικό γλιστράει με αθόρυβη, αργή-αργή περπατησιά, φτάνοντας με στον γωνιακό φλωρινιώτικο καφενέ των πλάνων του. Ψυχή μέσα. Έξω όμως, δυο άντρες.
    Ο ένας, Μάνος Κατράκης, μόλις έχει επιστρέψει μετά από 32 χρόνια πολιτικής προσφυγιάς. Ο άλλος, ο εθνικόφρων πρόεδρος του χωριού, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Όρθιοι, ετοιμοπόλεμοι και οι δυο ο ένας απέναντι στον άλλον. Λες και δεν βυζάξανε στον ίδιο τόπο. Ένα σκηνικό τραγωδίας το δίχως άλλο, που, περιμένει, επί τέλους, την κάθαρση: “Μας βάλανε και πολεμήσαμε. Βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από δω, εγώ από την άλλη πλευρά. Χάσαμε και οι δυο. Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο. Ο λύκος με τον λύκο. Τίποτα δεν απόμεινε εδώ πέρα”. Σπάει τη σιωπή με την μπάσα, βραχνή φωνή του ο πρόεδρος. Μα η ποίηση δεν βρίσκεται στο λόγο από μόνο του. Ανεβαίνει με τον τρόπο που ξεστομίζονται οι λέξεις. Με τον τρόπο που ο πρόσφυγας τις ακούει. Έτσι φτάνουν και στους δυο σα μαχαιριές ίσαμε που να ματώσουν όχι οι σάρκες τους, τα κόκκαλα τους. Ο σκηνοθέτης λέει cut. To πλάνο σταματάει.
Γενάρης. Η Αθήνα φοράει τα μενεξελιά της. Το αεράκι ζεστό, ανάλαφρο σαν Άνοιξης σούρουπο. Το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι ο σκηνοθέτης Λεφτέρης Χαρωνίτης. Συνδεόμαστε με τα κομματικά, τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τη γυναίκα του Νίκη Τριανταφυλλίδη, που κατείχε την τέχνη να ηθο- ποιεί.
– Χαθήκαμε
–   Ποτέ δεν είναι αργά για να ξαναβρεθούμε
– Γι αυτό τηλεφωνώ. Μπορούμε να έλθουμε με τον Αγγελό- πουλο, τον Θόδωρο. Αγγελόπουλο. Θέλει να κάνει μια κουβέντα με τον Γρηγόρη για τη νέα του ταινία. Δεν θα καθίσουμε πολύ. Να πούμε την Πέμπτη, στις 5 το απόγευμα;
– Το ρωτάς;
Πέμπτη 11 Ιανουαρίου, 5 το απόγευμα ακριβώς, το κουδούνι χτυπάει. Στην πόρτα ο Λεφτέρης, ο Αγγελόπουλος και η γυναίκα του η Φοίβη. Πρόσκαιρη αμηχανία, όταν οι ματιές Αγγελόπουλου- Φαράκου διασταυρώνονται. Κάτι σαν δέος ο ένας για τον άλλον. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Γρήγορα όμως παίρνουμε θέσεις. Συμμετέχουμε, λες, σε γύρισμα ταινίας του.
Η κουβέντα αρχίζει. Εκτός από τις πρώτες μεταμεσονύχτιες ώρες, οπότε έγινα μάνα. Και την ώρα που συνάντησα τον έρωτα, αν υπάρχουν στη ζωή μου μέρες και νύχτες που με συγκλόνισαν σίγουρα μετριέται κι αυτή η βραδιά.
 Κάθε φορά που ο Αγγελόπουλος ρωτάει τον Φαράκο για τον εμφύλιο, για την προσφυγιά το πρόσωπο του αλλάζει χρώμα και έκφραση, ανάλογα με την απάντηση. Το μέτωπο του ιδρώνει, η αγωνία ζωγραφίζεται στα μάτια του. Είναι φανερό, η πραγματικότητα που του αποκαλύπτεται δεν ταιριάζει με το προσχέδιο του σεναρίου του. Αδιέξοδο.
Έχει φτάσει 8 το βράδυ και φως πουθενά. Βιδωμένοι στις καρέκλες μας, όπως ο Κατράκης στο μόλο στο “Ταξίδι στα Κύθηρα”, δεν μπορούμε να τον συντρέξουμε Όσο κι αν συμμεριζόμαστε το άγχος του να ξεπεράσει την επιφάνεια των πραγμάτων και να μας βάλει στην ουσία τους.
Οκτώ και κάτι εμφανίζεται η αδελφή μου και ο γιος μας με την τούρτα- χαλβά, γιατί έχουμε γενέθλια. Μια μικρή διακοπή. Ευχές. Και αμέσως μετά το επόμενο πλάνο. Η μνήμη αφυπνίζεται ξανά. Μαζί και η απεγνωσμένη προσπάθειά του να μη χάσει ο σπασμός την κίνηση του, να μην μείνει στη μέση, χαμένος στην ανυπαρξία. Σαν αναλαμπή, το χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του. ” Ναι, αυτό είναι!” αναφωνεί. Ήδη είχε αρχίσει να ξημερώνει.
Φέτος δεν θα γιορτάσουμε. Σήμερα δεν θάρθει κανείς. Την Φλώρινα, λένε, την αγκαλιάζει ο χιονιάς. Από το παράθυρο κοιτάζω τη στερνή ηλιοβολή μέρας συννεφιασμένης. Από κάπου ένα τραγούδι που όλο σβήνει, πολύ μακρινό, στα πλήκτρα της Ελένης Καραϊνδρου:”‘Αρρωστη καρδιά δεν βρίσκει γιατρειά/χάνεται στο αγιάζι μέσα στο βοριά/ κι όλο περιμένει να φανεί…”

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.