Η Τιτίκα Σαράτση είναι φιλόλογος και δημοσιογράφος
Η Ελοιζ τον κοίταζε προσεκτικά με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα πίσω. Τον παρατηρούσε τον Α. με τα μάτια μισόκλειστα. Αναρωτιόταν. Τα μάτια του τα θυμόταν καστανά και ζωηρά. Το βλέμμα του ζωντανό, οραματικό, γεμάτο από τις μέρες που μέλλονταν να έρθουν, φωτεινές και ελπιδοφόρες . Κοίταζε μια το σερβιτόρο και μια εκείνον. Ο σερβιτόρος της χαμογέλασε λες και καταλάβαινε. Είχε ένα τέλειο ελληνικό προφίλ-της θύμιζε τον ηνίοχο των Δελφών. Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι της και τον ξανακοίταξε . Μιλούσε για την πολυδιάσπαση της Αριστεράς. Για την πιθανότητα «λαϊκού μετώπου». « Λαϊκό μέτωπο» με ποιους», του είπε. Με αυτούς που βάπτισαν «ακροδεξιά» το ετερόκλητο 20 τοις εκατό που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις; Με αυτούς που με αποκαλούσαν «συντηρητική» όταν έλεγα ότι κακώς καταργούνται τα αρχαία ελληνικά; δεν έχω ούτε θέλω να έχω καμιά σχέση με αυτούς. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά. Για πες μου πότε έσβησε η φλόγα από τα μάτια σου; Έγινε βαθμιαία ή σε μια στιγμή; Σε κατάπιε η «κανονικότητα»; Εμένα αυτή η «κανονικότητα» με κάνει να ανατριχιάζω .Τι σου συνέβη και πώς; Πως άφησες τους μινώταυρους να καταβροχθίσουν την ψυχή σου; Όχι δεν είναι δικό μου, είναι του Στρατή Τσίρκα από τις « ακυβέρνητες πολιτείες». Να στο πω ολόκληρο; « Οι μινώταυροι έτρωγαν με μεγάλες μπουκιές ψυχές ανθρώπων». Ναι, είναι από το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας. Από την «Αριάγνη». Ναι Αριάγνη, όχι Αριάδνη, Αριάγνη, η πιο αγνή από όλες. Τι έκανα εγώ; Άφησα τους φονιάδες μινώταυρους να πλησιάσουν και στη κρίσιμη στιγμή έφυγα. Δεν λέω, με γρατσούνισαν. Μαχαίρια είναι αυτά. Ύπουλα.
- Μα όχι, τι λες τώρα, της είπε .Τα όριά μου σου τα εξήγησα από την αρχή.
Η Ελοϊζ χαμογέλασε. Για αυτό λοιπόν έσβησε το βλέμμα σου; του απάντησε και έγνεψε στον όμορφο σερβιτόρο. Εκείνος πλησίασε αμέσως λες και καταλάβαινε.
– Μήπως έχετε ένα τσιγάρο; Τον ρώτησε.
– Ναι βέβαια της απάντησε και έβγαλε ένα πακέτο από την πίσω τσέπη του. Καθώς της άναβε το τσιγάρο τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Το βλέμμα του γλυκό και ζωηρό.
– Θέλετε κάτι άλλο; την ρώτησε.
– Θέλετε κάτι ακόμη κυρία Ελοϊζ;
Την γνώριζε, βλέπεις, από την εποχή που ερχόταν με την Ε και ήταν πάντα ευγενικός μαζί της
– Όχι, του απάντησε. Αλλά αν θα ήθελα κάτι θα ήταν να μην αφήσετε ποτέ τους μινώταυρους να κατασπαράξουν την ψυχή σας. Ο Α. σηκώθηκε.
– Ίσως είναι καλύτερα να φύγουμε, είπε
– Όχι ίσως είναι καλύτερα να φύγεις εσύ, απάντησε εκείνη. Και ξαναδιάβασε την τριλογία. Μήπως ξαναβρείς τη φλόγα. Και άφησε το λογαριασμό. Πληρώνω εγώ.