Μνήσθητι Κύριε

1825 στα, υπό αγγλική κυριαρχία, Επτάνησα καταφτάνουν καραβάνια κατατρεγμένων από την απέναντι επαναστατημένη στεριά. Ο conte Διονύσιος Σολωμός αλαφιάζεται μπρος στο θέαμα: το καυτό δράμα των απόκληρων από τη μια, η ψυχρή χορτασιά της τάξης του από την άλλη.
Γδύνεται ένα-ένα τα ακριβά ρούχα, τις περούκες. Αποποιείται τον τίτλο της αριστοκρατίας: κόμης. Ντύνεται ποιητής. Είναι μοναχός και το ξέρει. Ξέρει πως οι μοναχικές φωνές όσο δυνατές κι αν είναι χάνονται. Θέλει να ακουστεί, να αποκαλύψει την αλήθεια της ομορφιάς και την ομορφιά της αλήθειας. Η πένα του αφήνεται πάνω στο χαρτί για τα δύο πεζογραφήματα του, το ένα για τη γλώσσα, το άλλο “Η γυναίκα της Ζάκυθος”. Να η ιστορία της τελευταίας…
Ήτανε καλοκαίρι. Ο Διονύσιος ο Ιερομόναχος ” εγκάτοικος στο ξωκκλήσι του Αγίου Λυπίου”,* γυρνώντας από το μοναστήρι, όπου είχε πάει “για κάτι υπόθεσες ψυχικές”*, σταματάει σε ένα από “τα Τρία Πηγάδια”*. Το είδε ως τη μέση γεμάτο νερό και είπε: “Δόξα σοι ο Θεός!”*. Μα, όταν μέτρησε τα πέντε δάχτυλά του, για να εύρει τους δικαίους, που άξιζαν να πιουν, σήκωσε μόνον τα τρία “έρμα δάχτυλα”*.΄Εκαμε το σταβρό του κι “εζαλίστηκε”*. Κατάλαβε πως αριθμώντας τους αδίκους “τα δάχτυλα δεν εχρειαζότανε ολότελα”*.
Και άκουσε τότε “ένα γέλιο φοβερό μες το πηγάδι”* και είδε “προβαλμένα δύο κέρατα”*. Και στο νου του ήρθε “περσότερο απ΄ όλους η γυναίκα της Ζάκυθος”.*
Σαρακοστή. Οι Τούρκοι “επολιορκούσαν το Μισολόγγι, ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς”, έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ…Μισολογγίτισσες γυναίκες…”,*που είχαν πλούσια τα ελέη στον τόπο τους, πρόσφυγες τώρα, γυρνούν αλλοπαρμένες εδώ κι εκεί. Άραγε το Μισολόγγι, νικάει ή πέφτει; τα παιδιά, οι άντρες, τ’αδέλφια τους αντέχουν στις τάπιες, χωρίς όπλα, νερό, ψωμί και φάρμακα; Θέλουν ν’ απλώσουν το χέρι τους “μα εντρεπότανε…επειδή δεν ήταν μαθημένες”*. Αλλά όταν “επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς…τα σταβροδρόμια,τα σπίτια, τα ανώγεια και τα χαμώγεια,τις εκκλησίες, τα ξωκκλήσια γυρέβοντας. Και ελαβαίνανε χρήματα και πανιά για τους λαβωμένους…και οι πλέον πάφτωχοι εδίνανε το οβολάκι τους” και σταυροκοπιόνταν κλαίγοντας, να μην πέσει το Μισολόγγι”*
Άνατρίχιασε η γυναίκα της Ζάκυθος μπρος στη μπόχα της διακονιάς, της κάθε ξενομερίτισας που σε κανένα Libro d’oro της εξ αίματος αριστοκρατίας δεν ήταν γραμμένη. Θρέφει “φούρκες, φυλακές και Τούρκους που νικάνε”*. Αρχίζει να ουρλιάζει: “Όξω πόρνη…μπομπόκορμο, μυιγόχεσμα του σπιταλιού, τζί[μ]πλα της γουρούνας…Και τί σας έλειπε, και τί κακό είδετε από τον Τούρκο…κι…Εβγήκετε όξω να κάμετε παλληκαρίες;”.*..
Μεγάλη ταραχή φουσκώνει τα στήθη του Ιερομόναχου,που στέκει σαγηνεμένος ” in ispirito a Missolongio”.Χωρίς να βλέπει”μήτε το κάστρο,μήτε τη χώρα,μήτε τα σπίτια,μήτε τη λίμνη…τα πάντα όλα εκατεσκέπαζε καπνούρα γιομάτη λάμψη, βροντή και θολούρα”*. Στεριωμένος στο παρών ο ποιητής δεν καταδέχεται να κρυφτεί.Η ζακυνθινή αριστοκράτισα, η συντοπίτισσα του (ή νύφη του από αδελφό;) είναι η δική του ντροπή. Η βρωμόγλωσσά της, δική του γλώσσα. Εάν δεν το ομολογήσει φανερά. Θα ήταν σαν να μην κατάλαβε. Κατάλαβε και το ομολογεί.
Η φωνή του όμως, ανάμεσα στην ταραχή του Ιερομόναχου και την ξιπασιά της γυναίκας της Ζάκυθος, βαθαίνει τόσο που η χαμέρπεια μεταβάλλεται σε υπόδειξη του ορθού. Μπορεί τώρα να αναπνεύσει. Στέλνει, το γραμμένο στη γλώσσα του λαού ύμνο του: τον “‘Υμνον εις την Ελευθερίαν”, απέναντι στο “Αλωνάκι”. Στο πολιορκούμενο, για τρίτη κατά σειρά φορά από τους Τούρκους, Μεσολόγγι, όπου και ο Ύμνος πρωτοκυκλοφορεί.
Στην προμετωπίδα του Ύμνου οι στίχοι από το “Καθαρτήριο” του Δάντη:” Libertà vo cantando,ch’è si cara,/come sa chi per lei vita rifiuta”.Τραγουδώντας για την ελευθερία, όπως αυτός που ξέρει να απαρνιέται τη ζωή γι αυτήν, ο ποιητής δεν είναι πια μόνος. Σμίγει με τους υπερασπιστές του Μεσολογγιού, Μεσολογγίτες, Σουλιώτες, άλλους Ελλαδίτες και φιλελεύθερους Ευρωπαίους που με ένα στόμα φωνάζουν στους “ειρηνοποιούς” διαμεσολαβητές των πολιορκητών τους: “Τα κλειδιά του Μεσολογγιού είναι κρεμασμένα στις μπούκες των τουφεκιών μας”. Δίπλα τους οι Μεσολογγίτισσες με “…βυζί π’ ούτ’ αίμα πλιά δεν βγάζει” τους προστρέχουν, όσο και όπως μπορούν. Μια από αυτές φθονεί το πουλί που, πετώντας λέφτερο, “λαλεί…βρίσκει σπειρί”** να θρέψει το μικρό του. Μια άλλη στέκει σιμά στο ετοιμοθάνατο παιδί της “Και άφσε το χέρι του παιδιού, και σώπασε λιγάκι,/και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμβάκι”**.Το βαμβάκι που κλείνει τα στόματα των ζωντανών: ο θάνατος. Ξανά και ξανά ο θάνατος. Ξανά και ξανά τα σχεδιάσματα του ποιητή (τρία στο σύνολο τους)για να γεννηθεί το ποιητικό ευαγγέλιο:”Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”.
Πολιορκημένοι από τη φύση που “ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα…”κι “‘Εστησεν ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη…”**. Αναθυμιέται ο πολεμιστής την καλή του και τα
μάτια του παίρνουν χρώμα. Ανήσυχος τον ρωτά ο συναγωνιστής αδελφοποιητός του, μα εκείνος δεν απαντά. Τί να του πει; “Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει/ Όποιος πεθαίνει
σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει”.**
Πολιορκημένοι από τους ίδιους τους εαυτούς τους”Τρέμει η ψυχή και ξαστοχά…” κοντοστέται, ρίχνει μια ματιά στη ζωή, τρικλίζει για ένα φιλί που δεν έδωσε. Ακόμα και το τουφέκι χωρίς βόλια, πέφτει “.**..βαρύ, κι ο Αγαρηνός το ξέρει”. Πολιορκημένοι από τη δίψα και την πείνα. Όποιο πηγάδι ανοίξανε το νερό ήταν θολό, γλυφό αντί να τους ξεδιψάσει του ερεθίζει. Δίχως ψίχουλο ψωμιού τρώνε ό,τι βρουν. Ποντίκια, κατσαρίδες. Ένας δαγκώνει το πόδι σκοτωμένου, κι άλλος το χέρι αποθαμένου.
Οι στοματίτιδες, οι δυσεντερίες, ο τύφος τους θερίζουν. Κάθε μέρα πεθαίνουν 100-150. Πάνε άκλαφτοι, αλιβάνιστοι. Οι ζωντανοί, λιγνοί, αποστεωμένοι, με σκαμμένα μάγουλα, τους σκεπάζουν στα γρήγορα με τις κάπες τους. Μην τύχει και, βλέποντας τους, δειλιάσουν και το βάλουν στα πόδια.*** Γιατί μέσα τους “άνθιζε η ζωή μ’ όλα τα πλούτη πόχει”**.
Αυτοί όμως μένουν αβοήθητοι, αποκλεισμένοι από στεριά και θάλασσα. Αποφασίζουν “Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν/ Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο”**. Ξημέρωνε Κυριακή των Βαγιών (10/11 Απριλίου 1826). Αφήνουν στη γη τους σπίτια, γέρους, λαβωμένους. Στη μέση τα γυναικόπαιδα, εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή τα οπλισμένα παλικάρια. Μια φωνή (βαλτή από προσκυνημένο;) σπέρνει τον πανικό. Άλλοι γυρνούν πίσω ποδοπατώντας αυτούς που προχωρούν στην έξοδο. Κορμιά πάνω στα κορμιά. Μάτια ζωγραφισμένα από τον πανικό, βγαλμένα έξω. Σωροί οι ξεψυχισμένοι. Από μακριά ακούγονται αναθέματα και ρίχνονται πάνω τους μούντζες: “Μα ήταν “‘Ελληνες αυτοί, που, χωρίς ντροπή, τη Σαρακοστή αρτύθηκαν και έτρωγαν κρέας;”***
Μνήσθητι Κύριε το Μεσολόγγι!
~~~~~~~~
*Διονύσιος Σολωμός: “Η Γυναίκα της Ζάκυθος”
**Διονύσιος Σολωμός:” Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”
***Ν. Κασομούλης:” Ενθυμήματα στρατιωτικά” τ. Β’–Ν. Σπηλιάδης:”Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως” τ. Β’—-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Εκδοτικής Αθηνών,τ. ΙΒ’–Απ. Βακαλόπουλος: “Ιστορία του Νέου Ελληνισμού”, τ. Ε’