Πριν ακόμα προλάβει να ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία, πριν ο εισαγγελέας πάρει τον λόγο και πριν ακουστούν αποδείξεις, μια άλλη δίκη έχει ήδη ξεκινήσει. Έξω από τα δικαστήρια της Πάτρας, πολίτες συγκεντρώνονται, φωνάζουν, χειρονομούν, γιουχάρουν. Θέλουν να δουν πρόσωπα. Θέλουν να φωνάξουν «ντροπή», «φόνισσα», «κτήνος». Στην Πάτρα, φαίνεται, η ανάγκη της κοινωνίας να αποδοθεί δικαιοσύνη έχει πάρει μια ιδιαίτερη μορφή: εκείνη της δημόσιας κατακραυγής.
Η υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου, όπου ομολόγησε για τον θάνατο τεσσάρων βρεφών, ήρθε να προστεθεί στην κοινωνική μνήμη της Πάτρας μετά τη βαριά σκιά που άφησε η υπόθεση της Ρούλας Πισπιρίγκου, της μητέρας που καταδικάστηκε για τον θάνατο των τριών παιδιών της. Και στις δύο περιπτώσεις, ο κόσμος συγκεντρώθηκε έξω από το δικαστικό μέγαρο. Όχι απλώς ως θεατής, αλλά ως «κριτής».
Η ανάγκη για τιμωρία: Δικαίωση ή ψυχολογική εκτόνωση;
Οι ψυχολόγοι συχνά μιλούν για το φαινόμενο της ψυχολογικής ταύτισης με το θύμα. Σε υποθέσεις που αφορούν μητρικά πρόσωπα —σύμβολα φροντίδας και προστασίας— που φέρονται να καταπατούν τους ίδιους τους ρόλους τους, η κοινωνική αντίδραση γίνεται σχεδόν ενστικτώδης. Η κοινωνία δεν μπορεί να ανεχτεί τη διατάραξη αυτής της «φυσικής» τάξης. Ο θυμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο ηθικός, είναι υπαρξιακός.
Όταν μια υπόθεση σοκάρει σε τέτοιο βαθμό, η συλλογική συνείδηση ζητά εκτόνωση, ανακούφιση. Και αυτή συχνά μεταμφιέζεται σε «λαϊκή απαίτηση για δικαιοσύνη». Η εικόνα του φερόμενου ως δράστη μετατρέπεται σε σύμβολο του κακού. Κι αυτό το κακό, για να εξαλειφθεί, πρέπει να καταδικαστεί όχι μόνο από το δικαστήριο, αλλά και από τον δρόμο.
Αυτή η στάση, βέβαια, παραπέμπει και σε μια άτυπη μορφή «λαϊκού δικαστηρίου». Είναι η ανάγκη της κοινωνίας να νιώσει ότι συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία της τιμωρίας. Και εδώ γεννιούνται σοβαρά ερωτήματα: Πού τελειώνει η ανάγκη για δικαιοσύνη και πού ξεκινάει η ανάγκη για ψυχολογική ανακούφιση μέσα από τη δημόσια ταπείνωση;
Η Πάτρα ως μικρογραφία μιας κοινωνίας σε κρίση
Η πόλη της Πάτρας, μέσα από αυτές τις υποθέσεις, μοιάζει να γίνεται καθρέφτης μιας βαθύτερης κοινωνικής κατάστασης. Η Ελλάδα της κρίσης, της ανασφάλειας, της απώλειας εμπιστοσύνης στους θεσμούς, ψάχνει εναγωνίως μια «βεβαιότητα». Κι αυτή η βεβαιότητα μπορεί να έρθει μέσα από μια καταδίκη. Όχι μόνο νομική. Κυρίως ηθική.
Στις πλατείες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και έξω από τα δικαστήρια, οι άνθρωποι διεκδικούν κάτι που δεν τους έχει δοθεί: τον έλεγχο. Ο έλεγχος πάνω στο χάος, πάνω στο κακό, πάνω στην απόγνωση.
Αυτό εξηγεί και το γιατί τέτοιες υποθέσεις τείνουν να συγκεντρώνουν όχι απλώς ενδιαφέρον, αλλά πάθος. Ο δράστης δεν είναι πια πρόσωπο. Είναι «το κακό». Και το κακό πρέπει να υποφέρει.
Όσο όμως κι αν αυτή η αντίδραση μοιάζει ανθρώπινη, γεννιέται ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος: η δίκη να έχει ήδη τελεστεί στο μυαλό των πολιτών πριν το κάνει το δικαστήριο. Η τεκμηρίωση, οι αποδείξεις, η έννοια της αθωότητας μέχρι αποδείξεως του εναντίου, μοιάζουν περιττά προσχήματα. Η κοινή γνώμη έχει ήδη καταλήξει.
Αυτός ο αυτοματισμός, που ενισχύεται από τα social media και τη ρητορική των ΜΜΕ, αλλοιώνει τη βάση της δικαιοσύνης. Το “τεκμήριο αθωότητας” μετατρέπεται σε κοινωνικό «τεκμήριο ενοχής». Το δικαστήριο πια δεν είναι το μόνο που αποφασίζει.
Και είναι ακριβώς εδώ που πρέπει να υπάρξει αντίσταση. Η κοινωνία που διεκδικεί την ηθική της ανωτερότητα μέσα από τη φωνή και τη γιούχα, κινδυνεύει να υπονομεύσει εκείνο που ζητά: τη δικαιοσύνη.