Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18,
Εκδόσεις Θεμέλιο
Του Βαγγέλη Καραμανωλάκη*
Tον Αύγουστο του 1967, η 33χρονη ηθοποιός Κίττυ Αρσένη δέχθηκε την «επίσκεψη» της χουντικής Ασφάλειας, η οποία εισέβαλε στις 2.00 το βράδυ στο σπίτι της, όπου συγκατοικούσε με τη μητέρα της. Η κατηγορία ήταν η αποστολή μιας κασέτας με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη στο εξωτερικό. Μεταφέρθηκε στην Ασφάλεια στην οδό Μπουμπουλίνας, όπου για τρεις μήνες βασανίστηκε απάνθρωπα, με όλων των ειδών τα βασανιστήρια που μπορούσε να γεννήσει ο νους και η εκπαίδευση των βασανιστών της. Δέχθηκε μια σειρά από εκβιασμούς για την τύχη των αγαπημένων της προσώπων ενώ κλείστηκε για εβδομάδες στην απομόνωση, σε άθλιες συνθήκες υγιεινής. Μετά από την ολοκλήρωση της κράτησής της στην Ασφάλεια μεταφέρθηκε στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ και καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε τρία χρόνια φυλακή.
Τον Ιανουάριο του 1968, μετά την αποφυλάκισή της, η Αρσένη συναντήθηκε μυστικά με τους δικηγόρους της Διεθνούς Αμνηστίας, Τζέιμς Μπέκετ και Άντονι Μαρέκο, στο σπίτι της Αμαλίας Φλέμινγκ στην Αθήνα. Μίλησε για την εμπειρία των βασανιστηρίων και τους παρέδωσε γραπτή περιγραφή των όσων υπέστη, αλλά αρνήθηκε να υποβάλει επώνυμη ένορκη κατάθεση, καθώς φοβόταν για τις επιπτώσεις μιας τέτοιας ενέργειας στη μητέρα και στον στρατιώτη αδελφό της. Οι δύο δικηγόροι είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα ως δικηγόροι-απεσταλμένοι της Διεθνούς Αμνηστίας με σκοπό να διεξάγουν επιτόπια έρευνα σχετικά με τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατουμένων της χούντας. Τον Φεβρουάριο του 1968 δημοσίευσαν μια έκθεση, η οποία βασίστηκε και στη μαρτυρία της Αρσένη, το πρώτο κείμενο το οποίο επιβεβαίωνε και στοιχειοθετούσε ότι η χούντα χρησιμοποιούσε συστηματικά βασανιστήρια.
Τον Μάιο του 1968 η Αρσένη διέφυγε με πλαστό διαβατήριο στη Γαλλία. Την ίδια ώρα στο Συμβούλιο της Ευρώπης εξετάζονταν η προσφυγή που τον Σεπτέμβριο του 1967 είχαν καταθέσει η Δανία, Νορβηγία, Σουηδία και Ολλανδία για παραβίαση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, χωρίς όμως ακόμα αναφορά στα βασανιστήρια. Αρχικά η Αρσένη αρνήθηκε να καταθέσει επώνυμα, μόλις όμως πληροφορήθηκε τη διαφυγή των συγγενών της από την Ελλάδα, συναίνεσε στην κατάθεσή της, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1968 και διήρκεσε πέντε ώρες. Η μαρτυρία της επέτρεψε τη διεύρυνση του κατηγορητηρίου κατά του δικτατορικού καθεστώτος, που έως τότε αφορούσε την παραβίαση των βασικών ελευθεριών, με την κατηγορία για τη διενέργεια βασανιστηρίων. Δίπλα στην Αρσένη υπήρξαν κι άλλοι μάρτυρες, ανάμεσά τους ο Πέτρος Βλάσσης, η Νατάσα Μερτίκα, ο Γιάννης Λελούδας, ο Περικλής Κοροβέσης.
Ένα όπλο πάλης ενάντια στη χούντα
Στα ταξίδια της από το Παρίσι στο Στρασβούργο η Αρσένη κατέγραψε τη μαρτυρία της. Παρόλο που η ίδια τη διαχωρίζει από την κατάθεσή της, είναι προφανές ότι η καταγραφή των όσων πέρασε συνδεόταν με την ανάγκη να θυμηθεί τι είχε συμβεί εν όψει και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η μαρτυρία στην οποία καταγράφει αναλυτικά και λιτά τι είχε συμβεί, δημοσιεύθηκε πρώτα στα δανέζικα και το 1970 στα ιταλικά, ενώ, μετά την πτώση της χούντας, το 1975, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Θεμέλιο.
Εάν η μαρτυρία της Αρσένη ήταν καταλυτική για την καταδίκη της χούντας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το βιβλίο της είχε ως στόχο την αφύπνιση της διεθνούς κοινής γνώμης. Ήταν ένα όπλο ενάντια στο καθεστώς. Ανήκει σε μια μακρά σειρά βιβλίων που γράφτηκαν την περίοδο της δικτατορίας και κυκλοφόρησαν σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης ή/και στις ΗΠΑ. Σημειώνω μερικά από τα πιο εμβληματικά. Οι Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση, το βιβλίο του Τζέιμς Μπέκετ, Βαρβαρότητα στην Ελλάδα, 1967-1969 (πρώτη έκδοση στα αγγλικά, 1970), το Πρώτο και Δεύτερο Μπογιάτι, οι δυο δηλαδή ποιητικές συλλογές που έγραψε ο Αλέκος Παναγούλης στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου, το Γράμμα από τη Φυλακή για τους Ευρωπαίους του Γεώργιου-Αλέξανδρου Μαγκάκη, η Προσωπική κατάθεση της Αμαλίας Φλέμινγκ. Κείμενα τα οποία διαδραμάτισαν έναν καθοριστικό ρόλο στην διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος και στην ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Ένα επίκαιρο βιβλίο!
Το βιβλίο της Αρσένη δεν μιλάει για κάτι που πέρασε, δεν είναι ένα βιβλίο για το χθες. Αλλά ένα βιβλίο για το σήμερα. Ας σκεφτούμε την υπόθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν, για πρώτη φορά, κράτη προσέφυγαν στο Συμβούλιο όχι για την προάσπιση κάποιων εθνικών συμφερόντων, αλλά ενάντια σε μια άλλη χώρα με σκοπό την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την παύση των βασανιστηρίων. Ας το σκεφτούμε σήμερα βλέποντας τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη και τη σιωπή επί της ουσίας των ευρωπαϊκών θεσμών. Και κάτι ακόμη. Αν οι σκανδιναβικές χώρες πρωτοστάτησαν, η συναίνεση των άλλων κρατών για την καταδίκη της Ελλάδας σε χώρες όπως η Δυτική Γερμανία συνδεόταν με την πρωτοφανή αντίδραση των ευρωπαϊκών λαών, όπως αποτυπώθηκε σε διαδηλώσεις, συναυλίες, απεργίες πείνας κλπ. Έτσι εντέλει τον Δεκέμβρη του 1969 η χούντα αποφάσισε να αποχωρήσει η ίδια από το Συμβούλιο για να αποφύγει την επικείμενη προδιαγεγραμμένη αποπομπή της.
Σκέφτομαι τα βασανιστήρια στα οποία αναφέρεται η Κ. Αρσένη. Δεν ήταν κάποιες αυτοσχέδιες ενέργειες κάποιων «τρελών» ή σαδιστών. Εγγράφονταν σε μια κρατική πολιτική βίας και τρομοκράτησης ενάντια στα θύματα, συστηματοποιημένα και επιστημονικά εκτελεσμένα από εκπαιδευμένους βασανιστές και αξιωματικούς. Η βία αυτή, παρά την πύκνωσή της στην περίοδο της δικτατορίας, αποτελεί μια συνέχεια σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Ο σχετικός μηχανισμός συγκροτήθηκε από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου, αναπτύχθηκε όμως κυρίως στην περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά και στη συνέχεια στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Μελετώντας φακέλους κοινωνικών φρονημάτων βρήκα πολλούς νεαρούς υπαξιωματικούς στη δεκαετία του ’50 να προβιβάζονται σταδιακά και να αποκτούν υψηλά αξιώματα, πρόσωπα τα οποία εκπαιδεύονται στα βασανιστήρια στις σχετικές υπηρεσίες της CIA. Tέλειωσαν όλα αυτά σήμερα; Προφανώς όχι, οι καταγγελίες είναι γνωστές και πολλές. Η καθιέρωση της ατιμωρησίας ως του βασικού καθεστώτος το οποίο απολάμβαναν τα σώματα ασφαλείας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, η κυριαρχία της αντίληψης ότι ο μόνος νόμιμος κριτής των πράξεων και των παραλείψεών τους ήταν τα ίδια, οδήγησε στην ολοένα και μεγαλύτερη αυτονομία τους, στην ανάδειξή τους σε κυρίαρχες στο δημόσιο πεδίο οντότητες, που επέβαλαν τη θέλησή τους, κάποτε και χωρίς τη συναίνεση των πολιτικών υπευθύνων τους.
Αυτές οι αυτόνομες οντότητες, προστατευμένες από ένα κράτος του οποίου αποτελούσαν τον πιο ισχυρό βραχίονα, κράτος εν κράτει, διατηρούν ακόμη, έστω και μειοψηφικά, λογικές και συμπεριφορές της μαύρης νύχτας της δικτατορίας.
Το βιβλίο της Αρσένη, η αφήγηση μιας τόσο μοναχικής εμπειρίας όπως είναι ο βασανισμός, είναι ένας ύμνος στο συλλογικό και στη συλλογικότητα: η απόφασή της να μη μιλήσει για να προστατέψει τους συντρόφους της που είχαν γλυτώσει τη σύλληψη, να μην ενοχοποιήσει τους συλληφθέντες, να φροντίσει όσους είναι μαζί της στη φυλακή, να καταθέσει στο Συμβούλιο της Ευρώπης για να βοηθήσει στον αγώνα τους ενάντια στη χούντα. Η ανάγκη να μιλήσεις αλλά κυρίως να σωπάσεις. Η μαρτυρία της Αρσένη μεσούσης της δικτατορίας είναι γεμάτη σιωπές: σιωπές για ανθρώπους που θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν αλλά και σιωπές για πολλούς από τους τρόπους που επικοινωνούσαν ή έστηναν δίκτυα μέσα στη φυλακή, ακριβώς γιατί αυτά συνέχιζαν και δεν έπρεπε να αχρηστευθούν. Η Αρσένη εξασκεί το δικαίωμα της, να υπερασπιστεί, όπως έγραφε η Άννα Αχμάτοβα, όχι μόνο τη φωνή της μα τη σιωπή της.
Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1975 στα ελληνικά. Η συγγραφέας του έζησε άλλα 38 χρόνια στην Ελλάδα, σε εποχές δημοκρατίας. Εργάστηκε στο θέατρο, ανέπτυξε έντονη πολιτική και συνδικαλιστική δράση, έγινε δασκάλα και απέκτησε πολλούς μαθητές και πολλές μαθήτριες. Σπάνια μίλησε για ό,τι έζησε· μετέτρεψε το τραύμα της σε πηγή ζωής, σε πηγή δημιουργίας. Μας άφησε πίσω αυτό το βιβλίο που επανεκδίδεται τώρα· ένα μνημείο λόγου για τη βία και τη φρίκη, αλλά και έναν ύμνο στη δύναμη των ανθρώπων και στην αγάπη για τους άλλους. Ας το κρατήσουμε ως πολύτιμο εφόδιο στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και σε εκείνους που έρχονται.
*Βαγγέλης Καραμανωλάκης Καθηγητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας