“Καταστρέψτε την επαρχία Βιάνου” -Κρήτη 14 Σεπτεμβρίου 1943-Της Δέσποινας Μακρινού

Thumbnail 2025 09 12t070542 574
Facebook
Twitter
LinkedIn

“Καταστρέψτε την επαρχία Βιάνου”

 

Κρήτη 14 Σεπτεμβρίου 1943

Thumbnail 8 3 169x300

Της Δέσποινας Μακρινού

 

Εκτελέστε πάραυτα, χωρίς διαδικασία τους άρρενες που είναι πάνω απο 16 ετών και όλους όσους συλλαμβάνονται στην ύπαιθρό, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας” Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ ο “Σφαγέας της Κρήτης”, στρατηγός των Ες Ες.

Το ολοκαύτωμα της Βιάνου είναι το δεύτερο πιο αιματηρό γεγονός, μετά απο εκείνο των Καλαβρύτων, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα.

Βρήκαν το θάνατο περισσότεροι απο 460 άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, ανήμποροι στα κρεβάτια τους. Λεηλατήθηκαν χωριά, κάηκαν οι σοδειές των αγροτών, καταστράφηκαν περιουσίες.

«Στη φοβερή ώρα της δοκιμασίας, οδηγούμενοι στην εκτέλεση οι πατριώτες έδειξαν το μεγαλείο της ψυχής τους και τη δύναμή τους. Κανείς δε λύγισε, κανείς δεν έκλαψε, κανείς δεν παρακάλεσε. Ολοι τους απλά και ήρεμα, όπως ταιριάζει στους αληθινούς γενναίους, δέχτηκαν κατάστηθα τα δολοφονικά βόλια, ζητωκραυγάζοντας για την πατρίδα και την ελευθερία”. Καταγραφή απο τους επιζήσαντες της τρομερής σφαγής.

Στην περιοχή είχε αναπτυχθεί μεγάλο αντιφασιστικό κίνημα ανταρτών, με αρχηγό τον Καπετάν Μανώλη Μπαντουβά. Το κίνημα και τα οράματα για μιά ανεξάρτητη ελεύθερη πατρίδα, έδωσαν πνοη και γέμισαν προσδοκίες τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Υποδέχθηκαν τους αντάρτες με χαρές και καλούδια απο τις προμήθειες τους. “Τους δίναμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε” έγραψε στα “Βιαννίτικα Νέα” ο Γρηγόρης Κονδυλάκης νεαρός τότε που κατάφερε να σωθεί.

Μαζί με την εμφάνιση των ανταρτών, εμφανίστηκαν στην περιοχή και οι μετέπειτα “τιμώμενοι πατριώτες” που πρόθυμα συνεργάστηκαν με τον εχθρό για την εξόντωση των Ελλήνων συμπατριωτών τους. Οι “ Δωσίλογοι” λοιπόν εκτέλεσαν και εδώ το περίφημο σχέδιο δράσης, ενάντια στο λαό τους, στους φίλους και πατριώτες τους. Έτσι και μετά απο ένα λάθος χειρισμό του αρχηγού των ανταρτών του Καπετάν Μανώλη, η περιοχή βίωσε μία απο τις μεγαλύτερες και βιαιότερες στιγμές της γερμανικής Κατοχής.

Απο τις σημειώσεις του Γρηγόρη Κονδυλάκη στα “Βιαννίτικα Νέα” :

Εδώ ήταν που ο τραυματισμένος άνδρας είδε να ξεκοιλιάζουν την έγκυο γυναίκα του, οι πατεράδες με τις μάνες έχοντας στην αγκαλιά τα παιδιά τους να γίνονται κόσκινο από τις σφαίρες, ο τραγικός πατέρας να βλέπει να βασανίζουν με τις ξιφολόγχες τα τρία παιδιά του και να τα θανατώνουν. Τις μεταμεσημβρινές ώρες οι δολοφόνοι μπήκαν στ’ Αμιρά και το Βαχό. Το μεγάλο χωριό, τ’ Αμιρά, με τις πολλές και γραφικές συνοικίες, τους πολλούς άντρες νεαρής και μέσης ηλικίας παραδόθηκε στη σφαγή. Μεγάλη η επανάπαυση των κατοίκων και εδώ, όπως και των δικών μας, στον Άϊ-Βασίλη. Ο γκεσταπίτης χωροφύλακας Πολύβιος έκανε καλά τη δουλειά του στα δυο μεγαλύτερα χωριά της Επαρχίας.

Τις απογευματινές ώρες ήρθε η σειρά του Κρεββατά. Το μικρό χωριό πλήρωσε δυσανάλογα με τον πληθυσμό του. Δεν έμεινε σπίτι χωρίς σκοτωμένο.

Άρχισε πια να γέρνει ο ήλιος όταν τους είδαμε να έρχονται από τα Κρεββατιανά κι αφού πέρασαν τον Κρυγιό Ποταμό και τα Δρακιανά μπήκαν στο χωριό κυκλώνοντάς το απ’ όλες τις μεριές. Πολυβολισμοί και μεμονωμένοι πυροβολισμοί (χαριστικές βολές) το συγκλόνιζαν μέχρι το βράδυ. Ερευνούσαν γειτονιά με γειτονιά, σπίτι με σπίτι, δωμάτιο με δωμάτιο και όσους έβρισκαν, χωρίς καμία διαδικασία, τους εκτελούσαν επί τόπου. Μόνο τους είκοσι που βρήκαν στο καφενείο του Αγγελή του Χατζάκη (Προέδρου τότε στο χωριό), μαζί κι αυτόν, τους οδήγησαν κάτω από το δημοτικό σχολείο και τους σκότωσαν.

Δε θα φύγει ποτέ από τη μνήμη μας αυτή η πομπή, που μέσα ήταν και ο καθηγητής Μάστορας και που προσπαθούσε να τους εξευμενίσει μιλώντας τους στη γλώσσα τους. Μέχρι τότε στο σχολείο μας μιλούσαν για τους βάρβαρους Σαρακηνούς και Τούρκους που έρχονταν από το Νότο και την Ανατολή κι αφάνιζαν τον τόπο. Τώρα μπροστά μας, δίπλα μας, βλέπαμε τους πολιτισμένους της Δύσης και του Βορρά, με νεκροκεφαλές στα μανίκια και τα πηλίκια, αφιονισμένους από την πιο απάνθρωπη ιδεολογία που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, να δολοφονούν πισώπλατα, τους πατεράδες μας, τ’ αδέρφια μας, τους δικούς μας. Είδαμε τα τρία παιδιά του Βερβελάκη σφαγμένα, φορτωμένα πάνω στο μουλάρι, να τα συνοδεύει ο τραγικός πατέρας και να φωνάζει… να φωνάζει και να μην ξεχωρίζεις αν αυτό που άκουες ήτανε κλάμα, κατάρα, μοιρολόϊ!!!

Την επόμενη μέρα η σφαγή και ο χαλασμός συνεχίστηκε στα χωριά της Ιεράπετρας, τα κοντινά στην επαρχία μας. Στα δικά μας άρχισε το μάζεμα των νεκρών από τη Λυγιά, τον Κόρνια, τα Μελιανά στ’ Αμιρά.

Ήτανε η μέρα της ταφής και του αποχωρισμού, και το ξέσπασμα της ανείπωτης οδύνης και του σπαραγμού του κόσμου δεν περιγράφεται. Δεν μπορούσαμε, δε θέλαμε να το πιστέψουμε πως μας φεύγανε, πως τους χάναμε. Τους δίναμε υποσχέσεις για εκδίκηση, πως δε θα τους ξεχάσουμε ποτέ…

Στα πρόσωπα τους τα γεμάτα αίματα και πόνο διέκρινες αποτυπωμένα ακόμα το παράπονο και μία απορία: Γιατί μας σκότωσαν; Γιατί μας δολοφόνησαν;”

 

Μιά αναπάντητη απορία και ένας βαθύς αναστεναγμός απο αυτούς που επέζησαν και έζησαν σε πρώτο πλάνο, ίσως την μεγαλύτερη και πιο απάνθρωπη στιγμή του φασισμού.

“Αχ κι ήντα να ελέγατε την ύστερη στιγμή σας, κι ίσαμε που να φτάνανε οι αναστεναγμοί σας”.

 

Σχετικά Άρθρα