Το χρέος
Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου Δύσκολο σχεδόν ακατόρθωτο να μιλήσεις ψύχραιμα και αντικειμενικά για έναν καλλιτέχνη. Ίσως και άδικο να παίρνεις απέναντί του θέση ελεγκτή,ενώ ξέρεις ότι δεν είναι άγιος αλλά άνθρωπος, που με το έργο του έχει υπερβεί τον όποιο εαυτό του. Με αυτό έχει διαμορφώσει, με τον έναν ή άλλο τρόπο, ένα μέρος ,μεγάλο ή μικρό, δεν έχει σημασία, των κριτηρίων σου. Κοινωνικών, υπαρξιακών, ηθικών. Εν τέλει, αισθητικών κριτηρίων.
Η Τέχνη για την Τέχνη, λοιπόν; Δεν θα το έλεγα. Ο Χρίστος Καρούζος, που μαζί με τη γυναίκα του Σέμνη και την Αθηνά Καλογεροπούλου έβαλαν το κεφάλι τους στον ντορβά για να διασώσουν από τους ναζί έργα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, στο πόνημα του “Αρχαία τέχνη” εκτός άλλων γράφει:” Είναι, βέβαια, η τέχνη μια ενέργεια αυτόνομη,αλλά δεν γνωρίζουμε ως σήμερα κάποια τέχνη άσχετη ή απονωμένη από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ανθρώπινης ομάδας. Δεν υπάρχει δημιούργημα τέχνης μη ατομικό,-και είναι αδιάφορο αν οι δημιουργοί του έχουν ή όχι ατομική συνείδηση”.Με λίγα λόγια δεν γνωρίζουμε μέχρι σήμερα καλλιτεχνικό έργο έξω από το χώρο,τον χρόνο, την ατομική και συλλογική αναγκαιότητα που το τίκτει.Κι ακόμα, ας μού επιτραπεί να προσθέσω, δεν γνωρίζουμε καλλιτεχνικό δημιούργημα, που να έχει επιζήσει, αν δεν μπορούσε να “διαλύεται” πραϋντικά, έξω από τον χωρόχρονο του.Έτσι,να δίνει την ικανοποίηση του ανεξάντλητου στην ανυπόφορα ανεξήγητη, θ ν η τ ή ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο παππούς Κάρολος Μαρξ, στις σημειώσεις του, γνωστές ως “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, παρατηρεί για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: “Η παιδική ηλικία της ανθρώπινης κοινωνίας εκεί, όπου αυτή αναπτύχθηκε καλύτερα από παντού, έχει για μάς αιώνιο θέλγητρο, ως ένας αναβαθμός που ποτέ δεν επαναλαμβάνεται.Η δυσκολία όμως δεν συνίσταται στο να κατανοήσουμε ότι η αρχαία ελληνική τέχνη και το έπος συνδέονται με ορισμένη μορφή κοινωνικής ανάπτυξης. Η δυσκολία συνίσταται στην κατανόηση του γεγονότος, ότι εξακολουθούν να μάς προσφέρουν αισθητική τέρψη και, με μια έννοια,διατηρούν τη σημασία του κανόνα και του αξεπέραστου πρότυπου”.
Φοβάμαι πως, με όσα είπα, φίλες και φίλοι, μοιάζω με την ταινία που προβάλλεται από το τέλος. Με αποτέλεσμα οι θεατές να περνούν το τέλος για αρχή και την αρχή για τέλος. Μα,μέσα σε όλο αυτό το διαλυτικό, φανατικό πνεύμα των ημερών,τα όσα και τόσα που ακούστηκαν. Από θριαμβολογικές νεκρολογίες μέχρι και σιχτιρίσματα. Από επαίνους για πατριώτες και μομφές για ανθέλληνες Αριστερούς. Η μόνη έξοδος κινδύνου που είδα, η μόνη παρηγορητική αντιστροφή και κάθαρση από την τόση τοξικότητα ήταν η σοφή κουβέντα της δασκάλας μου Αθηνάς Καλογεροπούλου:”Είπαμε να μην μιλάμε για τα τωρινά για να μην σουρνόμαστε. Αλλά όχι και για τα αρχαία”.
Από τα αλλοτινά και τα αρχαία μού ήρθαν και οι παραπάνω σκέψεις. Μαζί με αυτές και το επιτύμβιο, που η παράδοση θέλει να έχει συντάξει ο ίδιος ο Μέγας Αισχύλος. Να γραφεί, δηλαδή, στο μνήμα του όχι ότι ήταν ο πιο πολυβραβευμένος ποιητής της αρχαίας δημοκρατικής,- αν και δουλοκτητικής.- Αθήνας, αλλά, “Εδώ κείται ο Αισχύλος του Ευφορίωνος/ που για την παλληκαριά του ο Μαραθώνας θα σού πει”.
Βέβαια, οι “Νέοι της Σιδώνας”του Καβάφη, νέοι του 400Μ.Χ, μιας κοινωνίας που σήπεται, καγχάζουν:Α, δεν είναι ωραίες “..εκφράσεις τέτοιου είδους/ μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες/το έργο σου θυμήσου…/ Τί Αγαμέμνονα, τί Ορέστου παρουσίες…/ και για μνήμη σου να βάλεις/ μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό/ πολέμησες κι εσύ”. Κατά την άποψη των νέων της Σιδώνας, ο Αισχύλος, αδελφός των Μαραθωνομάχων Αμεινία και Κυναίγειρου, ο οποίος έπεσε στη μάχη κρατώντας ολόκληρο περσικό καράβι με τα χέρια.Όταν τού τα ‘κοψε το περσικό σπαθί, με τα δόντια το κρατούσε,ώσπου του πήραν το κεφάλι.Ο Αισχύλος στις κοσμογονικές στιγμές της εποχής του, ανάμεσα στην Δημοκρατία και στον μοναρχικό Δεσποτισμό, ανάμεσα στον πολίτη και τον υπήκοο σατραπείας, έπρεπε να κλειστεί στον καλλιτεχνικό πύργο του ναρκισσισμού του, αφήνοντας στο έλεος επιθανάτιου ρόγχου την πόλη του, όπου ακουγόταν ακόμα η φωνή των συνειδήσεων της ελευθερίας.
Την εγωιστική νωθρότητα, που περιορίζει τον πνευματικό άνθρωπο στον αχάριστο ρόλο του παρατηρητή. Αρνείται και ο στοχαστής της δίκοπης ειρωνείας και του Δικαίου Αλμπέρ Καμύ. Στο λόγο του, στη Σουηδική Ακαδημία,όταν του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ, μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
“Κάθε καλλιτέχνης επιθυμεί να αναγνωριστεί. Προσωπικά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου, αλλά δεν τοποθέτησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ΄ όλα. Αν αντίθετα, μού είναι απαραίτητη, αυτό συμβαίνει γιατί είναι άρρηκτα δεμένη με τους ανθρώπους. Η τέχνη δεν είναι μοναχική απόλαυση. Οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτα και υποχρεώνουν τους εαυτούς τους να κατανοούν. Με αυτήν την έννοια ο ρόλος του συγγραφέα δεν είναι άμοιρος υποχρεώσεων. Είναι στην υπηρεσία αυτών που υπομένουν. Διαφορετικά μένει μόνος του, η τέχνη του δεν έχει καμιά σημασία κι όλα τα στρατεύματα της τυραννίας δεν θα τον απαλλάξουν από την μοναξιά, ακόμη κι αν στέρξει το βηματισμό τους. Η σιωπή όμως ενός φυλακισμένου, άγνωστου εγκαταλειμμένου στους εξευτελισμούς, στην άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί για να βγάλει ένα συγγραφέα από την απομόνωση, υπό τον όρο ότι κάθε φορά που ο ίδιος απολαμβάνει το προνόμιο της ελευθερίας, δε θα λησμονεί αυτήν τη σιωπή, και θα την κάνει να αντιλαλεί με τα μέσα της τέχνης του. Έτσι, επιστρέφοντας σ’ αυτό που πραγματικά είμαι, στα όριά μου, στις υποχρεώσεις μου και στη δύσκολη πίστη μου, αισθάνομαι περισσότερο ελεύθερος αν σας πω ότι θα ήθελα να δεχτώ τη διάκριση που με μεγαλοψυχία μού κάνετε. Ως διάκριση που αποδίδεται σ’ όλους εκείνους που μοιράζονται τον ίδιο αγώνα, χωρίς να έχουν δεχτεί κανένα προνόμιο, αλλά γνώρισαν, αντίθετα, τη δυστυχία και την καταδίωξη”.
Αν υπάρχει ένας λόγος, ο σοβαρότερος ίσως, για τον οποίο αγαπώ τον Αντώνη Σαμαράκη. Δεν είναι ότι πολλές φορές με χαρά μικρού παιδιού ερχόταν στο σπίτι μας. Ούτε ακόμα για τα καλά του λόγια, τυπωμένα σε λευκό χαρτί, με τα οποία μάς έδειξε την αγάπη του. Είναι γιατί,κι εκείνος όπως ο Καμύ, ακόμα και για το παραμικρό άδικο που έπεφτε στην αντίληψη του, θεωρούσε χρέος να καυτηριαστεί και να πάρει δημόσιες διαστάσεις κατηγορώ. Είναι γιατί πίστευε κι εκείνος, όπως και ο Καμύ, ότι ο ρόλος ενός πνευματικού ανθρώπου είναι να δείχνει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός κι όχι να περιγράφει τα ανύπαρκτα φανταστικά του ρούχα. Όπως έκαναν οι αυλοκόλακες στο παραμύθι του Άντερσεν, “Η αόρατη στολή του Αυτοκράτορα”
Η εντελώς αόρατη!






