Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Η πόλη των μύθων του Νικολάου Πεντζίκη, του Γιώργου Δέλιου, του Νίκου Μπακόλα, των παρεών της, του «Κοχλία», της «Διαγωνίου» και όσων τη διαμόρφωσαν λογοτεχνικά είναι ένας ανενεργός μύθος με λίγους επιγόνους να μετεωρίζονται ανάμεσα σε μια πανσπερμία καινούργιων συγγραφέων που αναζητούν άλλους λογοτεχνικούς ουρανούς. «Η πόλη σήμερα δεν έχει ταυτότητα» θα πει ο Θωμάς Κοροβίνης, ένας σύγχρονος πεζογράφος που επίσης εμπνέεται στα γραπτά του από την πόλη.
Αν το 1850 θεωρείται από πολλούς σημείο εκκίνησης του επίσημου πνευματικού βίου της νεότερης Θεσσαλονίκης εξαιτίας της ίδρυσης του πρώτου ελληνικού τυπογραφείου στην πόλη από τον Μιλτιάδη Γκαρπολά – ενέργεια που είχε θετική επίδραση στην εκδοτική δραστηριότητα, στο βιβλιοεμπόριο, στην παιδεία και στη λογοτεχνία -, άλλο τόσο σημαντικό σημείο αποτελούν η απελευθέρωση της πόλης και η ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος το 1912, χρονολογία-κλειδί για τις αλλαγές που θα ακολουθήσουν.
Από τον Μεσοπόλεμο στη λογοτεχνική σκηνή της Θεσσαλονίκης κυριαρχούν οι παρέες των περιοδικών «Μακεδονικές ημέρες» (1932-1939), «Κοχλίας» (1945-1948), «Ξεκίνημα» (1944), «Διαγώνιος» (1958), με δύο βασικές τάσεις, αυτήν του εσωτερικού μονολόγου και μια άλλη, πιο ρεαλιστική. Πεντζίκης, Καρέλλη, Θέμελης, Βαρβιτσιώτης, Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης, Χριστιανόπουλος, Ιωάννου και άλλοι πολλοί συνιστούν μια μεγάλη παράδοση που επηρεάζει ακόμη, αλλά δεν εμπνέει πια τους σύγχρονους δημιουργούς. Σε όλους όμως η πόλη παραμένει κοινός τόπος.
«Δεν υπάρχουν πια μεγάλες μορφές. Δεν υπάρχουν ρεύματα, στέκια, επαφές» λέει ο Θωμάς Κοροβίνης. «Δεν θα πω ότι υπάρχει εχθρότητα ανάμεσα στους σύγχρονους, απλώς δεν συνεννοούνται πια μεταξύ τους. Υπάρχει ένα διασκόρπισμα. Η “Διαγώνιος” ήταν η τελευταία λογοτεχνική παρέα, το τελευταίο φυτώριο λογοτεχνών. Οσο για την πόλη, υπάρχει ως μύθος. Ο μύθος της πόλης, καλώς ή κακώς, υπάρχει για να περισωθεί μια ταυτότητα. Οι παλιές αναφορές, το πνευματικό πανεπιστήμιο, ο ρόλος των φοιτητών έχουν εκλείψει. Αν δεν αγκυλωθείς στον μύθο της πολυεθνικής πόλεως κι αν δεν έχεις μια σχέση με την ταυτότητα των περασμένων δεκαετιών, δεν έχεις καμία ταυτότητα. Είσαι αδιάφορος».
Η νεότερη συγγραφέας Σοφία Νικολαΐδου δίνει μια άλλη διάσταση και ερμηνεία για την πόλη στο έργο των πεζογράφων. «Για πολλούς θεσσαλονικιούς συγγραφείς ο τόπος είναι ήρωας, δεν είναι ένας Δαλιανίδης, ένα χάρτινο περίβλημα, είναι μέρος της πλοκής, και σχεδόν πρόσωπο της δράσης. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος συνεκτικός κρίκος. Κάποιος απ’ έξω ίσως το έβλεπε καλύτερα. Σε ορισμένους συγγραφείς υπάρχει μια αγωνία για το ύφος, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει μια μπετοναρισμένη ομάδα, με την έννοια του μανιφέστου».
Πώς λειτουργούσαν οι παλιές λογοτεχνικές παρέες; Ποια ήταν η παλιά ταυτότητα της πόλης; Ο συνθέτης της τζαζ και συγγραφέας Σάκης Παπαδημητρίου θυμάται: «Ξεκίνησα μαθητής γυμνασίου, δεκαετία του ’50, στη “Διαγώνιο”, να συμμετέχω στα οργανωτικά της ομάδας. Εκεί γνώρισα τους πάντες. Τους άκουγα και μίλαγα μαζί τους: Πεντζίκης, Πετρόπουλος, Βαφόπουλος, Ιωάννου, Πολίτης, Ασλάνογλου, Μουλάς, Πίστας… Κάθε ένας που ερχόταν να μας επισκεφθεί στη Διαγώνιο, άφηνε πίσω του φεύγοντας σχόλια και σκέψεις για συζήτηση. Δεν ήταν μόνο η αξία τους ως συγγραφέων, αλλά και το τι μετέδιδαν με την παρουσία τους».
«Ο Πεντζίκης, για παράδειγμα» συνεχίζει ο Σάκης Παπαδημητρίου «ήταν σαν να μετείχε σε ένα φεστιβάλ μονολόγων. Ερχόταν και τράβαγε έναν μονόλογο εκπληκτικής λογοτεχνικής διαύγειας και αξίας. Μου άρεσε ο προφορικός του λόγος, κάτι που πλησίαζε με τη μουσική και τον αυτοσχεδιασμό, με τον οποίον ασχολήθηκα αργότερα. Αναμετριόμασταν με την εποχή μας, ήταν η δεκαετία του ’60 που τη σάρωναν πολλοί άνεμοι. Σε εκείνη την παρέα υπήρχε μια προσπάθεια τελειότητας, να ολοκληρωθεί κάτι ωραίο. Ηταν άνθρωποι αποκλεισμένοι που ήθελαν να δουν ουσιαστικά την ύπαρξη. Τους ενδιέφερε η ομορφιά, όπως έλεγε ο Ασλάνογλου. Αυτό κράτησε μέχρι το ’70».
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης θα συμφωνήσει σε αυτό. «Μέχρι τότε η πόλη ήταν πιο κλειστή, οι παρέες περίκλειστες. Μετά το ’70 δεν υπάρχει ενιαίο λογοτεχνικό πρόσωπο. Υπάρχουν αντανακλάσεις των προηγούμενων αλλά οι περισσότεροι ακολουθούν προσωπική πορεία συνομιλώντας πια με τα παγκόσμια ρεύματα. Η πόλη έχει ανοίξει προς τα έξω. Εμφανίζονται οι προσωπικές ιστορίες, μπορείς όμως να διακρίνεις μια εμμονή στη θεματογραφία. Η πόλη, η Μακεδονία, το Βυζάντιο είναι ένα πρωτογενές υλικό εμπνεύσεως για τους συγγραφείς, αλλά με άλλους αισθητικούς προσανατολισμούς για τον καθένα. Υπάρχει μια ποικιλία φωνών και οράσεων με κοινό παρονομαστή, ρευστό βεβαίως, την τοπιογραφία της πόλης. Ο καθένας βλέπει μια διαφορετική Θεσσαλονίκη. Υπάρχει μια καλειδοσκοπική ματιά και ταυτόχρονα μια αγωνία για το καινούργιο, το ύφος, τη θέληση να ξεπεράσεις τα δεδομένα». «Βεβαίως» συμπληρώνει «η πόλη δεν είναι ενιαία ούτε κάτι φανερό και διαμπερές. Εξαρτάται από το πόσο γνωρίζεις την Ιστορία, το καθημερινό βίωμα, πώς συνομιλείς προσωπικά με τα ξένα ρεύματα».
Οι αλλαγές σήμερα
Σήμερα υπάρχουν αρκετές αλλαγές στην πεζογραφία, παρατηρεί ο Παναγιώτης Γούτας, ερευνητής της σύγχρονης δημιουργίας στη Θεσσαλονίκη. «Διαπιστώνεται μια στροφή από το διήγημα στο μυθιστόρημα. Την τελευταία δεκαετία μελέτησα 192 βιβλία: τα μυθιστορήματα είναι 97 και τα διηγήματα και οι νουβέλες είναι 99. Υπάρχει δηλαδή μια ισορροπία, ενώ παλιότερα κυριαρχούσαν τα μικρά πεζά. Διαπιστώνω επίσης μια αλλαγή της στάσης απέναντι στην πόλη. Χάνεται η σωματική επαφή και η πόλη γίνεται σκηνοθετικό ντεκόρ, φόντο ή πνευματικό εργαστήρι που μελετάει την παλιά Θεσσαλονίκη. Επικρατεί πολυχρωμία και πολυγραφία. Διηγηματογράφοι υπάρχουν αρκετοί εκτός των τειχών, στη μακεδονική περιφέρεια. Τέλος, οι δύο τάσεις, του εσωτερικού μονολόγου και του ρεαλισμού, συγκλίνουν πια. Το καινούργιο ίσως στοιχείο είναι η τάση για ιστορική μνήμη και συλλογική ευθύνη. Ορισμένοι συγγραφείς (Κοροβίνης, Μίγγας, Νικολαΐδου, Χατζητάτσης, Χατζημωυσιάδης) ξεφεύγουν από την προσωπική τους περίπτωση και προσπαθούν να ερμηνεύσουν το παρελθόν».
Τέλος, ένα αρνητικό χαρακτηριστικό που αναφέρει είναι ότι «οι θεσσαλονικείς συγγραφείς δεν μπόρεσαν να σπάσουν τα στεγανά και να βγουν στο εξωτερικό, όπως οι Π. Μάρκαρης, Ι. Καρυστιάνη, Π. Μάτεσις. Λείπει ίσως ένα όραμα πέρα από την πόλη, να δουν τις σύγχρονες καταστάσεις, τα οικουμενικά ζητήματα. Υπάρχει ακόμα μια εσωστρέφεια παλιού τύπου».
Οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης δεν είναι πια απομονωμένοι. Σήμερα, όπως τονίζει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, όπου και αν είσαι μπορείς να γίνεις γνωστός. Τα δίκτυα άλλαξαν την εποχή μας.
Ο ποιητής Μάρκος Μέσκος πιστεύει ότι οι δημιουργοί της πόλης είναι «ακροβολημένοι, δημιουργούν στα υπόγεια με παρέες ή χωρίς. Υπάρχει ένα σιωπηλό εργαστήρι. Κάποιοι ονειρεύονται να πάνε στην Αθήνα, σε αυτή την “κολυμβήθρα του Σιλωάμ”, και κάποιοι άλλοι βιάζονται, ζητάνε γρήγορα το βάφτισμα». Υπάρχει, όμως, συμπληρώνει, «το καμένο δέντρο που βγάζει ακόμα βλαστήσεις».
Ο Σάκης Παπαδημητρίου είναι αισιόδοξος. Πιστεύει ότι αυτό που χαρακτηρίζει την πνευματική κίνηση στη Θεσσαλονίκη σήμερα είναι η μείξη των ειδών. Τέχνη που δεν στηρίζεται μόνο στη λογοτεχνία αλλά στον συνδυασμό των τεχνών: κινηματογράφος, θέατρο, περφόρμανς, μεικτά μέσα. «Η τεχνολογία άλλαξε τις φόρμες, τον τρόπο σκέψης και έκφρασης» λέει. «Το τοπικό χάνεται μέσα σε αυτό. Παράδειγμα, η κίνηση γύρω από το “σαιξπηρικόν” του Γ. Αλισάνογλου ή τα πολλά πρόσωπα του Σάκη Σερέφα. Ολοι είναι διαφορετικοί, είναι δύσκολο να βρεις σήμερα κοινά χαρακτηριστικά».
Στο ότι κάτι γίνεται συμφωνεί και η Σοφία Νικολαΐδου. «Αυτό που υπάρχει στην πόλη ίσως έχει να κάνει και με την κρίση. Οι νέοι δεν αποφασίζουν να φύγουν τόσο εύκολα πια. Αυτό δίνει μια μαγιά και έναν νέο αέρα και στους λογοτέχνες. Ομάδες θεατρικές, ομάδες ποίησης… κάτι γίνεται αλλά δεν έχει δείξει ακόμα τι».
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Τα ποντίκια της αγωνίας
«Πάει, τελείωσε, η πόλη αυτή είναι αποφασισμένη να μην ξεφωνίσει ποτέ την κατάντια της. Μια πόλη ξεφωνημένη που φόρεσε ράσα για να το κρύψει μορφάζει αηδιαστικά σ’ όλη την γκάμα της μιμητικής, υποκρίνεται όσα δεν είναι, ενώ όσα είναι, έχοντάς τα από καιρό θάψει στα θεμέλια των σπιτιών της, βγάζουν έναν τρομακτικό θόρυβο, σα να ‘ναι μιλιούνια οι ποντικοί που αλωνίζουν το υπέδαφος. Κανείς δεν τους βλέπει, κανείς δεν τους ακούει, αν δεν το θελήσει, κι όμως αυτά τα ποντίκια είναι ο κύριος λόγος της αγωνίας της. Κι ας κάνει πως τραγουδά, κι ας καμώνονται πως την τραγουδούν (…). Μια πόλη χωρίς υποσυνείδητο, χωρίς εφιάλτες και όνειρα, στερημένη τη δυνατότητά της να ερωτευτεί το μέλλον (γιατί τι άλλο μπορεί να ερωτευτεί μια πόλη;) λουφάζει μετατρέποντας το μικρό σε μεγάλο και το αντίστροφο».