Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες Βουρκωμένες μέρες
Μενέλαος Λουντέμης
Γράφει η Δέσποινα Μακρινού
11 Ιανουαρίου 1914 – 22 Ιανουαρίου 1977
46 χρόνια κατέγραψε ο αδυσώπητος χρόνος, μόλις προχθές 22 Ιανουαρίου, απο το θάνατο του ιδιότυπου “ερασιτέχνη” λογοτέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού Μενέλαου Λουντέμη.
Δημήτριος Βαλασιάδης, όπως καταχώρησε ο ληξίαρχος, στο ληξιαρχείο της Αγίας Κυριακής Αιγιαλού, στη Μικρά Ασία, στις 11 Ιανουαρίου του 1912.
Εύποροι οι γονείς του στη Μικρά Ασία, πρόσφυγες και περιπλανώμενοι στην Ελλάδα.
Αίγινα, Έδεσσα, Πέλλα, Κοζάνη, Βόλος, Αθήνα. Αγώνας για επιβίωση και δημιουργία. Γνώρισε τη στέρηση, τη φτώχεια και την εκμετάλλεση απο πολύ νωρίς. Εργάστηκε ως λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος, επιστάτης σε δημόσια έργα. Σε ηλικία 15 ετών “απεσύρθη” βιαίως απο όλα τα σχολεία, λόγω της ένταξης του στην Αριστερά. Οι τραυματικές εμπειρίες του ξεριζωμού και της φτώχειας αποτυπώθηκαν απο πολύ νεαρή ηλικία στις ποιητικές συλλογές, που δημοσιέτηκαν στην εφημερίδα “Αγροτική ιδέα” της Έδεσσας.
“Έγραφα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν”.
Χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μενέλαος Λουντέμης, το 1934 στο διήγημα “Μιά νύχτα με πολλά φώτα κάτω απο μιά πόλη με πολλά αστέρια“.
Στην Αθήνα, τελευταίο σταθμό της μακράς περιπλάνησής του, γνώρισε τον Βάρναλη, τον Σικελιανό και τον Μαλακάση.
Σύντομα έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών με τότε πρόεδρο το Νίκο Καζαντζάκη.
Το 1938 τιμήθηκε με το βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων “Τα πλοία δεν άραξαν” και αργότερα στο Παρίσι με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης.
Προς τιμήν του καθιερώθηκε το βραβείο “Μενέλαος Λουντέμης“, το οποίο απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους.
Στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε Γραμματέας της Οργάνωσης διανοουμένων.
Σε δίκη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία εις θάνατον.
Ωστόσο – ευτυχώς για τα ελληνικά γράμματα – η ποινή δεν υλοποιήθηκε και ο Λουντέμης εξορίστηκε στην Μακρόνησο και στον Αη Στράτη μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Κορνάρο και άλλους συντρόφους του απο το ΚΚΕ.
Την ίδια τύχη είχε και η γυναίκα του Εμυ, με την κόρη τους Μυρτώ, που εξορίστηκαν στη Χίο και στη συνέχεια στο Τρίκερι. Από την εξορία, όπου βρισκόταν, σε επιστολή προς τη γυναίκα του έγραφε:
“Η Μυρτώ ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά. Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο. Τριάντα χρόνια μικρότερο απ’ τον Χριστό, Αντίο … Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει – κρυώνει κάτω απ’ τον βοριά και τα σίδερα”.
Ωστόσο ο “βόγκος” του δεν έχει τελειωμό.
“Οι αναποδιές κι οι σκουντούφλες, τα ντέρτια κι οι μαύρες συντυχιές, στον κόσμο αυτόν πάνε μαζί μαζί. Έρχεται η μια και σου χτυπάει την πόρτα και ξοπίσω της μπουκάρουνε όλες μαζί. Μπουλούκι. Σαν τις καλιακούδες απάνου στο λέσι”
Το 1958 δικάζεται και πάλι και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Στη δίκη οι κατήγοροι υποστήριξαν ότι : «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».
Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κώστας Βάρναλης, ο Στράτης Δούκας, ο Ασημάκης Πανσέληνος και ο Κώστας Κοτζιάς.
Στην ιστορική αξιακά απολογία του, υποστήριξε “Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω ».
Οταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου άκουσε την περιγραφή του για τις συνθήκες που βιώνει το παιδί του και η γυναίκα του, με ύφος περιπαικτικό και αλλαζονικό του πρότεινε : «Αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα ’πρεπε να ’χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Για να λάβει την απάντηση: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ. Ζωντανός θα πει περήφανος».
Κάτω απο τρομερή ιδεολογική και πολιτική ασφυξία, ζητά άσυλο στη Ρουμανία, ως πολιτικός πρόσφυγας και εκπατρίζεται. Ακολουθεί αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας.
Με την μεταπολίτευση, φωνές απο την Ελλάδα τον καλούν να επιστρέψει
” Τι μου προσφέρουν ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; Επαναπατρισμό μου απαντούν, χωρίς ιθαγένεια. Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα! Η πικρή μου εμπειρία δεν μου επιτρέπει άλλες ταπεινώσεις για να ανεβοκατεβαίνω στις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα. Είμαι άρρωστος και πολύ κουρασμένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημόσιου κινδύνου. Χαιρετώ όλους όσοι με σκέπτονται και με καρτερούν”.
Η αντίδραση του τότε υπουργού Εσωτερικών υπήρξε αποστομωτική και μισαλλόδοξη. “Έναντι του νόμου, όλοι είναι ίσοι. Δεν θα δεχθώμεν, επομένως, την διατύπωσιν όρων παρ’ ουδενός. Ο νόμος προβλέπει πρώτον τον επαναπατρισμόν και δεύτερον την απόδοσιν της ελληνικής ιθαγενείας διά τακτικής διαδικασίας”.
Τελικώς το 1976, μετά απο επιστολή του αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου – Νέων Δυνάμεων Γεωργίου Μαύρου, του εδόθη η ιθαγένεια και επέστρεψε στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο τον υποδέχθηκε πλήθος κόσμου και παρά την κλονισμένη υγεία του ανταποκρίθηκε στις αγκαλιές και τα φιλιά τους.
Το έργο του Λουντέμη μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, στην Ευρώπη αλλά και στην Κίνα και το Βιετνάμ.
Ο Λουντέμης, πίστεψε στην Οκτωβριανή Επανάσταση και προσωπικά στον Λένιν και έγραψε στη συλλογή του “Κραυγές στα πέρατα”
“Είδα το Λένιν. Τον είδα να τρέχει χέρι – χέρι με τη ζωή. Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο, με τον ώμο, την Ιστορία. Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται. Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Ολα. Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές. “Σήμερα νωρίς – αύριο θα ‘ν’ αργά”. Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ηταν καιρός. Το φώναξε κι η “Αβρόρα” από το ποτάμι. Ηταν καιρός. Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας. Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια. Ηταν καιρός. Η πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη. Και μόνο το “Σμόλνυ” έφεγγε. Μόνο το “Σμόλνυ” έφεγγε σαν φανάρι. Για να δείξει στο μέλλον να περάσει”».
Στις 22 Ιανουαρίου του 1977 η καρδιά του έπαψε να χτυπά.
Από τότε μετράμε στον ουρανό ένα άστρο περισσότερο. Ισως το πιο λαμπερό!
Έτσι ” Να φεύγεις! Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς”!!!