Λένε πως είχε ένστικτο και κριτήριο μοναδικό. Ήξερε να καταλαβαίνει τη στιγμή μέχρι το τελευταίο σεκόντο. Διπλωμάτης υψηλών προδιαγραφών, έζησε όλες εκείνες τις στιγμές.
Μιλώντας και γράφοντας για «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες» και για τον «Τελευταίο σταθμό» σε εκείνα τα δραματικά γεγονότα στην Cava dei Tirreni, το πάρε – δώσε και – για να ακριβολογούμε – το ήδη «δώσε» της Ελλάδας.
Είχε καταλάβει από τον Μάρτιο του 1941, όταν «τοποθετήθηκαν» οι βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, πως το παιχνίδι δεν είχε παρά τελειώσει. Όταν λίγο αργότερα κάμφθηκε και η αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας, σιγουρεύτηκε απόλυτα.
«…στο μεταξύ δημοσιογραφικές πληροφορίες από 4 ή 5 διαφορετικές πηγές έλεγαν πως οι Γερμανοί χτυπούν τη Γιουγκοσλαβία σε πολλά σημεία. Το Βελιγράδι σωπαίνει απόλυτα: όλο το πρωί, όλο το βράδυ…».
Καταλάβαινε την αδυναμία της αστικής τάξης, που σαν από καιρό ήταν έτοιμη να συνθηκολογήσει. Καταλάβαινε πως μεταξύ Τσουδερού, Κορυζή και άλλων «τινών» οι διαφορές και πάντα προς το χειρότερο, δεν ήταν παρά ελάχιστες. Σαν να μην υπήρχε καμία ελπίδα. Ήξερε πολύ καλά ποιοι ήταν οι γύρω του. Τώρα για τον βασιλιά και την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία ήταν λογικά βέβαιος πως δεν…
“ζώντας τα από δίπλα τα καταλάβαινε και καλύτερα. Πολυτέλεια θα μου πεις. Πιθανώς… Αλλιώς δεν θα μπορούσες να γράψεις για “Ήρωες που κυκλοφορούν στα σκοτεινά. Για τον Μιχάλη και τον κάθε Μιχάλη με το κουτσό ποδάρι… Στο Νοσοκομείο…”.
Είπαμε: Τα είχε πει και τα είχε γράψει. Τα είχε, όμως, ζήσει. Ήξερε πώς είναι εκείνα τα δύσκολα. “Να στέκεσαι είναι πιότερο δύσκολο” είχε πει ένας εκείνης της εποχής. Σάμπως κάτι να ’ξερε. Κυριακή 6 Απρίλη κατά τις 7 το πρωί η φωνή του Υπουργείου: «Οι Γερμανοί μάς έδωσαν τελεσίγραφο. Ελάτε».
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει:
“Μετά από ένα τέταρτο στο Υπουργείο. Έξω ανοιξιάτικο πρωινό. Στους δρόμους λίγοι ανύποπτοι διαβάτες. Διάβασα το πρώτο ανακοινωθέν. Στις 05.30 ο Γερμανός πρεσβευτής πήγε στο σπίτι του Κορυζή και του έδωσε μια σύντομη νότα. Την ίδια στιγμή, ο Ρίμπεντροπ έστελνε μια άλλη μακρύτερη στον Ραγκαβή, ενώ ο γερμανικός στρατός είχε κιόλας αρχίσει να μας χτυπά σε Θράκη και Μακεδονία, καθώς και τους Γιουγκοσλάβους. Το ανακοινωθέν μας, τελειώνοντας, μιλούσε για την επίθεση των Γερμανών στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Αφού το μοιράσαμε, παίρνουμε τηλεφώνημα από το Υπουργείο Εξωτερικών να σβηστεί αυτή η τελευταία παράγραφος:
Είχαν επικοινωνήσει με την πρεσβεία μας στο Βελιγράδι που δεν ήξερε τίποτε. Στο μεταξύ δημοσιογραφικές πληροφορίες από 4 ή 5 διαφορετικές πηγές έλεγαν πως οι Γερμανοί χτυπούν τη Γιουγκοσλαβία σε πολλά σημεία.
Το Βελιγράδι σωπαίνει απόλυτα: όλο το πρωί, όλο το βράδυ. Προς το μεσημέρι, ο κόσμος, πληροφορημένος από τις ειδικές εκδόσεις των εφημερίδων, σχηματίζει διαδηλώσεις στην οδό Σταδίου, που οι χωροφύλακες στην αρχή διαλύουν. Το μεγάφωνο της ΕΟΝ στο διπλανό σπίτι δεν παύει να με πονοκεφαλιάζει. Ξαφνικά εμφανίζεται ο Κοτζιάς σε ανοιχτό αυτοκίνητο μοιράζοντας χειραψίες. Έπειτα άλλο αυτοκίνητο με τον βασιλιά, τον Κορυζή, κι έπειτα τούτο: Mια ομάδα που σχηματίστηκε εκείνη την ώρα με λίγους στρατιώτες επικεφαλής, αφού ογκώθηκε και ξελαρυγγίστηκε «κάτω ο μπογιατζής!», σώπασε και έπειτα άρχισε τον Ακάθιστο Ύμνο: Τα υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια...
Η βραχνή βοή ανάψε σιγά-σιγά, κορυφώθηκε και απλώθηκε αστόλιστη, αψεγάδιαστη σαν ένα ασάλευτο μνημείο της στιγμής εκείνης. Το βράδυ, ο Νικολούδης, από το Στρατηγείο, σχεδόν έξαλλος:« Aυτό που γίνεται στη Μακεδονία ξεπερνά ό,τι έχει γίνει ως σήμερα. Οι δικοί μας πολεμούν με δυνάμεις 10 φορές μεγαλύτερες. Τα μηχανικά μέσα των Γερμανών είναι 100 φορές δυνατότερα από τα δικά μας. Κι όμως τα κορμιά των Γερμανών σωριάζονται μπροστά στα όχυρά μας σαν τα σακούλια της άμμου».
Έπειτα, στη συνέντευξη Τύπου των δημοσιογράφων, μιλώ πρόχειρα χωρίς να ξέρω καλά – καλά πού θα καταλήξω. Σαν τελείωσα, διάφοροι μου σφίγγουν το χέρι συγκινημένοι. Θα πρέπει να ήμουν σε κατάσταση καταληψίας, γιατί ρωτώ τους συνεργάτες μου τι είπα. Κατά τις 22.00 συναγερμός, σβήνω τα φώτα του γραφείου μου και κοιτάζω κατά τον Πειραιά. Έξοχη νύχτα με το φεγγάρι που δεν έχει γεμίσει ακόμη. Οι προβολείς στο βάθος φαίνονται χλωμοί, καθώς κουνούν τις ψαλίδες τους. Έπειτα οι πολύχρωμες βολίδες, οι «τροχιοδεικτικές» ξανανοίγουνται από την επιφάνεια της γης σαν μπουρμπουλήθρες από την ανάσα ενός μεγάλου ψαριού. Έπειτα στον ουρανό τα αντιαεροπορικά. Κάποτε το αεροπλάνο διακρίνεται σαν ένα κουνούπι μέσα στην αντένα του προβολέα και ξαφνικά μια πολύ δυνατή έκρηξη, δεξιά καθώς κοιτάζω κατά το Υπουργείο Ναυτικών, και μια μικρότερη, ύστερα από λίγο, πιο πέρα. Γύρισα σπίτι προτού τελειώσει ο συναγερμός. Περίμεναν η Μαρώ και η Ρωξάνη με το μωρό της.
*Ο Θανάσης Κάππος είναι συγγραφέας και ποιητής
(Μέρες Δ’. 1 Γενάρη 1941- 31Δεκέμβρη 1944) Εκδόσεις Ίκαρος