“Τα Βραχιολάκια της Αννίκας”
Γράφει η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση
« Ι taste a liquor never brewed from tankards scooped in pearl»*
Τον στίχο της Ντίκινσον τον καταλάβαινε καλά. «Γεύομαι ένα κρασί που ποτέ δεν φτιάχτηκε, μέσα από τάσι σε μαργαριτάρια βαπτισμένο».”Είναι που ξέρω τη γλώσσα χωρίς το αλφάβητο», ψιθύρισε, «αυτό είναι».
Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βρει λίγη δροσιά στα μαξιλάρια. Αισθανόταν μουδιασμένη, έκαιγε λες από πυρετό, αλλά σηκώθηκε και πήγε προς το νησιώτικο κομό. Πάνω στο μάρμαρο τα κεριά που έκαιγαν κάθε βράδυ μπροστά στην Εικόνα της Αποκάλυψης. Της την είχε φέρει η Ε. από την Πάτμο. Από το παράθυρο έμπαινε η μυρωδιά από τα αποκαΐδια, ανεπαίσθητα, « στα βόρεια θα είναι χειρότερα», σκέφθηκε, ο ουρανός ήταν μπουκωμένος και θαμπός από τον καπνό, από τη φωτιά που έκαιγε από τη νύχτα. Ακούμπησε τα δάκτυλά της στο μάρμαρο, «Καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν εἰς ψυχὴν αὐτὴ βλεπτέον: τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν εἴδαμε στὸν καθρέφτη» είπε δυνατά κοιτώντας το είδωλό της. «Τι μάστορας, σκάλισε τα ρόδα στην καρυδιά, Άραγε τι χρώμα είχαν τα μάτια του;».
Σε ένα χωριό πλάι στο Νείλο, ήταν, έτσι ήταν στο βιβλίο με το γαλάζιο εξώφυλλο και τα καραβάκια αχνά στο βάθος με τα πανιά ανοιχτά, «Πάνω στο μεγάλο δρόμο», της Ιουλίας Δαβάρα, εκεί ήταν η Αννίκα και τα βραχιολάκια της.
Χρειάστηκε να της τα κόψουν τα βραχιολάκια, να τα δώσουν για χρέη όταν χάθηκαν όλα στη μπούρσα, στο χρηματιστήριο. Από όλες τις ηρωίδες του βιβλίου τη συγκινούσε η μικρή Αννίκα. Δεν άνοιγαν, δεν έκλειναν. Κρίκοι μασσίφ, στα μελαχροινά της χεράκια, και ηχούσαν σαν καμπανούλες σε κάθε της κίνηση.
Ελληνίδα, όχι Αιγύπτια. Μέλαινα όμως και αυτή και Καλή. Στο βιβλίο. Ήσουνα δεν ήσουνα 8 χρονών όταν το διάβασες. Και απορούσαν όλοι που διάβαζες αυτό το βιβλίο, όχι και τόσο «παιδικό». Και πως σου άρεσε και να χορεύεις ταυτόχρονα και κρατώντας το βιβλίο στο ένα σου χέρι στροβιλιζόσουν στον κήπο και σαν να σε οδηγούσε ένα αόρατο χέρι πηδούσες πάνω στην αχλαδιά, στο Τ που σχημάτιζαν τα 3 κλαδιά της τα χαμηλά για να συνεχίσεις την ανάγνωση. “Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα», συνέχισε. Ας πούμε, ένα σύμφωνο του αλφάβητου είναι τα βραχιολάκια της Αννίκας. Ένα φωνήεν είναι η Μικρή Αρετή. Ένα άλλο φωνήεν είναι το «΄Εχεις ευθύνη για όποιον εξημερώνεις» “Μου χρειάζεται κάτι σαν…..τη στήλη της Ροζέττης,…Να συγκρίνω αυτή τη γλώσσα με τις άλλες, να βρω τη μετάφραση. Μπα δεν γίνεται», συνέχισε μονολογώντας, “αυτή η γλώσσα έχει ηχοχρώματα, δεν είναι σαν τις άλλες. Τι να τα κάνεις τα ιερογλυφικά…..πιο εύκολα οι άλλοι θα αποκρυπτογραφήσουν το δίσκο της Φαιστού από τη γλώσσα που μιλάς”.
Αποκαΐδια σαν αυτά που μύρισες στο «Ξενία». Στο μπαλκόνι με το Ινδικό μεταξωτό σου το κρεμ και τα ανθάκια να φτάνουν ως τη θάλασσα, να πλέκονται στο κύμα. Και η «Γαλήνη» του Σεφέρη να σε κοιτά κρυμμένη μέσα στον κισσό. Κίχλη.
Ο κισσός είναι σίγουρα σύμφωνο! Ή σύμπλεγμα συμφώνων; «Μα πως μπορείς να έρχεσαι σε έναν τόπο που τον έζησες τόσο και…» “Μα εγώ ψάχνω το αλφάβητο”, θέλεις να του απαντήσεις, αλλά σωπαίνεις και του χαμογελάς. Είναι καιρός που σωπαίνεις. Γέρνεις το κεφάλι σου προς τα πίσω, μισοκλείνεις τα βλέφαρα και τους κοιτάζεις όλους αινιγματικά, σαν την Άννα Καρένινα λίγο πριν την καταστροφή.
“Η πατρίδα μου καίγεται, η πατρίδα μου διαλύεται, και η αποκρυπτογράφηση αργεί, και αυτόν τον Ιούλιο, αυτόν τον Αύγουστο, αυτό τον Απρίλη κατάλαβα ότι δεν είναι αποκρυπτογράφηση, είναι και σύνθεση, όχι λοιπόν, δεν με ενδιαφέρει, δεν σκλήρυνα, έμεινα ευάλωτη, έτσι θέλω να είμαι σαν τη θάλασσα, να ηχώ και να αποσύρομαι, σαν τη άσβεστη φλόγα της Σαντορίνης του Μάριου, στα Θεωνύμια, αλλά και τον Αισχύλο, ναι, με τα πορφυρά χαλιά, ναι, με τα κόκκινα νύχια μου, ναι…..»
«Έστι Θάλασσα, Τις Δε Νυν Κατασβέσει;» κόκκινα , κατακόκκινα, και είσαι ξαφνικά στις Μυκήνες, με τις σταγόνες να κυλάνε στο σώμα σου, και δεν μισοκλείνεις πια τα μάτια, και τινάζεις τα μαλλιά σου και τους ώμους σου και δεν σε νοιάζει, και ανακαλύπτεις ότι το φωνήεν – κλειδί είναι η αφή και στροβιλίζεσαι τρέχοντας προς την αχλαδιά του παιδικού σου κήπου που δεν υπάρχει πια, με τα βραχιολάκια της Αννίκας και στα δύο σου χέρια, αλλά δεν είναι κρίκοι χρυσοί, γιατί είναι βραχιολάκια αλλά και δεν είναι μόνο βραχιολάκια,, είναι στιγμές, συνομιλίες, ηχοχρώματα, είναι μάνα του μαργαριταριού, τοπάζι, αχάτης, κεχριμπάρι, τυρκουάζ το λένε τώρα, καλλαϊτη το έλεγε ο Θεόφραστος, αιματίτης, αυτάκια της Αφροδίτης, λάβα της Σαντορίνης, δώρα από τη θάλασσα και από την καρδιά της πόλης που τόσο αγαπάς, και δεν τα βγάζεις ποτέ, ούτε όταν κοιμάσαι…
- Ἆρ᾽ οὖν, ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, καὶ ψυχή, εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον· «Αλκιβιάδης μείζων, 133b»
- Γ. Σεφέρη, Αργοναύτες Δ’
3, Ασμα Ασμάτων
4.Γ.Σεφέρη, Τρία Κρυφά Ποιήματα Ζ΄
5.Οδ.Ελύτη, Έξη και μϊα Τύψεις για τον ουρανό
6.Αντουάν ντε Σεν Εξυπερύ, “ο μικρός πρίγκηπας”
7.Η Βίλλα ΓΑΛΗΝΗ στον Πόρο Τροιζηνίας, όπου ο Γ.Σεφέρης έγραψετην “Κίχλη”
- Αναφορά στην άσβεστο φλόγα στην ομώνυμη βιντεοεγκατάσταση {Τα 700 ονόματα του Θεού} του εικαστικού Μάριου Σπηλιόπουλου. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε την προσωπική σελίδα του καλλιτέχνη www.mariosspiliopoulos.com ( installations )
- Αισχύλου, «Αγαμέμνων»
*Οι δυο πρώτοι στίχοι από το γνωστό ποίημα της Έμιλι Ντίκινσον
*Η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση είναι φιλόλογος και δημοσιογράφος
Παραλλαγές του κειμένου αυτού έχουν δημοσιευθεί στο blog της γράφουσας και στα ieraterata.blogspot.com της Αλκμήνης Ψιλοπούλου