Η “αστρική” ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου
Της Δέσποινας Μακρινού
“τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος”
Στις 4 Αυγούστου του 1991 “Το αγρίμι” της ελληνικής ποίησης “κάτω απο σκιές και φώτα“, αγναντεύοντας τον Ταύγετο, στην αγαπημένη του Πλουμίτσα, έχασε τη μάχη με τη ζωή στα 79 του χρόνια.
“Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα ν’ απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λιώσει όπως το χιόνι. Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ. Μη με ξετάζεις, ήλιε μου. Μην πιάνεσαι απ΄τους ώμους μου και με γυρίζεις, άνεμε. Φεγγαράκι μου. Καλέ μου, Αυγερινέ μου, φέξε το ποροφάραγγο Βόηθα να ανηφορίσω. Ρίχτε στον δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω. Του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου, Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο”
Ο ποιητής της ελπίδας και της ανθρωπιάς, ο ποιητής της πρώτης γραμμής των αγώνων για δικαιοσύνη και ελευθερία, ο ποιητής των συμβόλων του ήλιου και του Ταύγετου, έζησε μιά ζωή γεμάτη δυσκολίες και προβλήματα.
“19 τοῦ Δεκέμβρη 1911 μὲ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, 1 τοῦ Γενάρη 1912 μὲ τὸ Γρηγοριανό. Ἠταν πρωΐ, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου ἤ λίγο μετά. Ἕνας ὑπηρέτης βαδίζοντας μπροστά, κρατοῦσε τὰ γκέμια ἑνὸς ἀλόγου, κατηφορίζοντας μιὰ πλαγιὰ μὲ πράσινο, φρέσκο χορτάρι. Πάνω στὸ ἄλογο ἦταν καθισμένη μιὰ γυναίκα, ποὺ κρατιόταν γερὰ ἀπὸ τὰ μπροστινὰ κρικέλια τοῦ σαμαριοῦ. Πίσω της βάδιζε ἕνας ἄντρας ἰσχνός, μᾶλλον κοντός, ποὺ πρόσεχε νὰ βρίσκεται σὲ κάθε στιγμή κοντὰ στὰ καπούλια τοῦ ἀλόγου, γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. Ὁ ἄντρας ἦταν ὁ πατέρας μου καὶ ἡ γυναίκα ἡ μητέρα μου. Ἐγὼ δέν ἤμουνα ἀκόμη σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Θὰ γεννιόμουνα τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ στὶς Κροκεές”. Περιγράφει στο μοναδικό αυτοβιογραφικό του έργο την “Οδύνη”.
“Ο τοκετὸς στάθηκε δύσκολος, τὴν τρίτη μέρα χρειάστηκε νὰ ἑτοιμάσουν τὰ σάβανα τῆς μητέρας μου καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ μάλιστα νὰ χτυπήσουν καὶ τὶς καμπάνες τοῦ ἁγίου Νικολάου λυπητερά. Ἔγινε ὅμως τὸ θαῦμα – γιὰ κείνη τὴν ἐποχὴ- κι ἡ μητέρα μου δὲν πέθανε. Ἔφθασε ὣς τὴν ἄκρη καὶ ξαναγύρισε. Πάλαιψε πολὺ ἄσχημα, ἔχασε γιὰ μερικές στιγμὲς τὰ λογικά της, τινάχτηκε ὄρθια, σήκωσε στὸν ἀέρα τ’ ἀδυνατισμένα κέρινα χέρια της, κι ἔκανε δυὸ βήματα μπρὸς πίσω, θέλοντας νὰ χορέψει“.
Μιά “Οδύνη” που με την περιγραφή του Βρεττάκου, στέλνει ζωοποιό μήνυμα ελπίδας.
Νικηφόρος Βρεττάκος, μια ζωή, αμέτρητες προσπάθειες για επιβίωση.
Αναγκάστηκε να αλλάξει πολλά επαγγέλματα, λόγω της πολιτικής του στράτευσης στο ΚΚΕ και λόγω των διώξεων που ακολουθούσαν την “παράτολμη” ιδεολογία του “την ψυχή μου την έκοψα με οδυνηρό ψαλίδι σε μικρά
φύλλα, μικρά χαρτιά, αστραπές μικρές και τη μοιράζω στους περαστικούς”.
Δύο απο τα έργα του “Ο πόλεμος” και το λυρικό δράμα “Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου” διώχθηκαν και απαγορεύτηκαν, το πρώτο απο τη δικτατορία του Μεταξά και το δεύτερο από το ίδιο του το κόμμα, που προκάλεσε και τη διαγραφή του.
Το 1935 παντρεύτηκε την φοιτήτρια φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη και απέκτησε δύο παιδιά την Ευγενία και των Κωσταντίνο.
Σημαντικός σταθμός στη ζωή του υπήρξε η γνωριμία του με τον ‘Αγγελο Σικελιανό καθώς και με τους Τατιάνα και Ροζέ Μιλλιέξ.
Ο νεαρός Μίκης Θεοδωράκης, λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946, μελοποίησε το ποίημα “Η Μαργαρίτα“. Λίγα χρόνια αργότερα δήλωσε : “Θαύμαζα από την Τρίπολη την ποίηση του Βρεττάκου που με τις «Γκριμάτσες του ανθρώπου» υπήρξε ο πρώτος που μας μύησε στη σύγχρονη ποίηση. Ο Νικηφόρος ήταν η ψυχή στην ομάδα των νέων διανοούμενων της επανάστασης. Εκεί τον γνώρισα και συνδέθηκα μαζί του. Σε μια από τις συναντήσεις μας μου έδωσε το ποίημα και λίγο αργότερα, κατά το τέλος της σύνθεσης, τον κάλεσα στη Νέα Σμύρνη, όπου προσπάθησα να του δώσω μια γεύση από τη δουλειά μου (…). Στην «αστρική» ποίηση του Βρεττάκου προσπαθώ να ανταποκριθώ με τη δική μου «αστρική» μουσική”.
Το 1957 γράφει το έργο “Ο χρόνος και το ποτάμι” απο όπου η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου μελοποιεί το εξαιρετικό ποίημα “Μεγαλυνάρι“.
“Τ’ όνομά σου : Ψωμί στο τραπέζι. Τ’ όνομά σου : Νερό στην πηγή. Τ’ όνομά σου : Αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων. Τ’ όνομά σου : Παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη. Τ’ όνομά σου : Δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του. Τ’ όνομά σου: ένας ψίθυρος απ’ αστέρι σε αστέρι. Τ’ όνομά σου: ομιλία δυο ρυακιών μεταξύ τους. Τ’ όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο. Τ’ όνομά σου: ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου. (…)
Το 1958 επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση και επιστρέφοντας κυκλοφόρησε το έργο “Ο ένας απο τους δύο κόσμους” γεγονός που εξόργισε την τότε κυβέρνηση και μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Μάρκο Αυγέρη κατηγορήθηκαν για παράβαση του νόμου 509.
Στη διάρκεια της χούντας αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία και απο κεί πραγματοποίησε ταξίδια σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Βirmingham, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο).
Στην Αθήνα επέστρεψε μετά τη Μεταπολίτευση.
Βραβεύτηκε απο την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Κώστα Ουράνη, έλαβε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956, 1982), το Βραβείο Knocken και το Βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών (1980), το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών (1982), το Βραβείο του Τιμίου Σταυρού του Απόστολου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής (1984), το Μετάλλιο του Χρυσού Πηγάσου από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (1989).
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας.
Και επειδή οι μέρες και οι καταστάσεις που βιώνουμε το απαιτούν, ας αφουγκραστούμε τούτη την ποιητική κραυγή του Βρεττάκου :
Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!