Γράφει η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση
Το περιδέραιο και η λάμψη στο βλέμμα του άστεγου
Ξυπνούσε κάθε πρωί και χαμογελούσε. Πάντα χαμογελά όταν ξυπνάει. Αυτό για ένα-δύο λεπτά. Και αμέσως μετά ερχόταν στα μάτια της η εικόνα του νεκρού βρέφους στη Γάζα.
Οι άσπρες σακούλες με τα μικρά σώματα. Τίναζε τα μαλλιά της να διώξει την εικόνα, τίποτα. Η τελευταία περίοδος της ζωής της ήταν δύσκολη και αντιφατική. Το αιώνιο “άνοιγμά της” και το κόστος του.
“Αλλά μάλλον δεν πρέπει να αλλάξω”, της έλεγε μια φωνή μέσα της. “Η αγάπη ου περπερεύεται ου φυσιούται, ου ζητεί τα της εαυτής”.[1]
Έξω από το AΤΤΙCA. Με τη σακουλίτσα στο χέρι της με το κολιέ που θα φορούσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ένας άστεγος με ένα μωρό την κοιτούσε. Γλυκιά φυσιογνωμία, αξιοπρεπής. “Σας παρακαλώ, κυρία”. Του έδωσε λίγα χρήματα και τον κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του λαμπερό. ΄Ένοιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στην καρδιά, “Μα που βρίσκομαι, τι κάνω;” αναρωτήθηκε.
Κάθισε στο πεζουλάκι μπροστά στη βιτρίνα πλάι στις υπαλλήλους. Ζαλιζόταν. Η υπάλληλος πλάι της κάπνιζε και η Ελοϊζ της ζήτησε ένα τσιγάρο. “Επί τη ευκαιρία”, είπε η υπάλληλος, “Ποιο άρωμα φοράτε;
Το “Insolence” της Guerlain” απάντησε μηχανικά η Ελοϊζ.
” Ναι, είναι πολύ ωραίο” είπε η υπάλληλος. “Και σας πάει”.
Η Ελοϊζ ήταν πολύ κουρασμένη για να την ρωτήσει τι εννοούσε. Έκανε δαχτυλίδια με τον καπνό του τσιγάρου της. Την είχε καθηλώσει το βλέμμα του άστεγου. Το γόνατό της την πονούσε από το χτύπημα. Είχε χτυπήσει στη σκάλα που είχε ανεβεί για να κρύψει τα καλοκαιρινά ρούχα. Κοίταξε τη σακουλίτσα με το κολιέ. Έσβησε το τσιγάρο της και γύρισε στον άστεγο.
” Μιλάς ελληνικά;” τον ρώτησε. -“Ναι”, της απάντησε.
“Υπάρχει κάποια που αγαπάς, μια κοπέλα, μια γυναίκα;”
“Nαι “, της είπε..
“Πολύ;” τον ρώτησε.
Το πρόσωπό του έλαμψε.
“Πως σε λένε; ” τον ρώτησε.”
“Χακίμ από τη Συρία”, της απάντησε.
“Πάρε το λοιπόν και δώσε το της, να το φορέσει στην αλλαγή του χρόνου” του είπε και του έδωσε το κολιέ.
Ο Χακίμ άνοιξε τη σακουλίτσα.
“Και εσύ τι θα φορέσεις; ” τη ρώτησε.
Η Ελοϊζ του χαμογέλασε.
” Θα φορέσω τη λάμψη των ματιών σου” του απάντησε.
“Θα έρθω αύριο να σου φέρω παπλωματάκι και ρουχαλάκια για το μωρό”. Και απομακρύνθηκε σιγανά, αφού πρώτα χάιδεψε το μωράκι. Το γόνατό της την πονούσε λιγότερο……αλλά η ενοχή δεν είχε φύγει.
i Αποστόλου Παύλου, Επιστολή Α’ προς Κορινθίους
*Η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση είναι φιλόλογος και δημοσιογράφος