Η Τζένη Μαστοράκη, διακριτή, διακριτική και επιδραστική, ανήκε στη λεγόμενη γενιά του ’70, η οποία έθεσε νέες βάσεις, προσανατολισμούς αλλά και ταυτότητα στην ποίηση του 20ού αιώνα.
Στην ποίηση πρωτοεμφανίστηκε το 1971 με ποιήματα υπό τον γενικό τίτλο «Το συναξάρι της αγίας νιότης», δημοσιευμένα στην «Ποιητική Αντι-ανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές, αρκετές για να την εντάξουν στις σπουδαιότερες και εν πολλοίς αξεπέραστες γραφίδες των καθ’ ημάς γραμμάτων: «Διόδια» (Κέδρος 1972), «Το σόι» (Κέδρος 1978), «Ιστορίες για τα βαθιά» (Κέδρος 1983) και «Μ’ ένα στεφάνι φως» (Κέδρος 1989), καθώς και ποιήματα εκτός βιβλίων δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα.
Για το ποιητικό της έργο έχουν γραφτεί κριτικές, μελέτες και διατριβές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το έργο της, μεταφρασμένο στις κυριότερες γλώσσες της Δύσης, διδασκόταν σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Με το έργο της έχουν, μάλιστα, ασχοληθεί μεγάλα ονόματα των Γραμμάτων μας, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, η Σόνια Ιλίνσκαγια, ο Δημήτρης Μαρωνίτης.
Και η ίδια, ασφαλώς, έχει τιμήσει, με πρωτότυπα κείμενα ποιητές και ποιήτριες όπως οι Διονύσιος Σολωμός, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Αρης Αλεξάνδρου, Γιάννης Κοντός, Ρένα Χατζηδάκη. Στα κείμενα αυτά, όπως έχει σημειωθεί και στο σκεπτικό της επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας που της απένειμε το 2020 το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική της προσφορά, «διαφαίνεται η άρρηκτη σχέση γραφής και ανάγνωσης και η βιωματική εμπλοκή της με τη γλώσσα, την ιστορία και τη λογοτεχνία».
Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου του 1949. Οπως έχει αφηγηθεί η ίδια στην «Κ»: «Γεννήθηκα Ιωάννου Μεταξά 14, στου Ζωγράφου. Στάση Τσιτούρα. Δίπλα στην “Αίγλη”. Γεννήθηκα εκεί ακριβώς, στο σπίτι, τον Φεβρουάριο του ’49. Η μαμά μου έφυγε από την Κλινική του Γερουλάνου, ετοιμόγεννη, και με το παιδί –εμένα– γυρισμένο ανάποδα, και πήγε να γεννήσει σπίτι, ήταν Εμφύλιος, ήθελε να ’ναι μαζί με τους δικούς της, και είχε και τον αδερφό μου οχτώ χρονών. Την ξεγέννησε μια σοφή μαμή, που την έλεγαν Σταματούλα. Την είχα γνωρίσει μια φορά, στα δέκα μου. Μικρή-μικρή και ζαρωμένη ήταν, πολύ γριά, και τη φοβήθηκα. Στη γέννα, κόντεψα να σκοτώσω τη μαμά μου, που πήγαινε για παιδί-Υδροχόο, κι από τις μέρες και τις νύχτες που παλεύαμε, στο τέλος έβγαλε Ψαράκι (με όλους τους κρίσιμους πλανήτες του στον Υδροχόο). Βγήκα με τα πόδια, μισοπνιγμένη, ήμουνα τεράστια και μαύρη-μαύρη απ’ το μελάνιασμα, ενώ ο αδερφός μου (που είχε γεννηθεί κι αυτός στο ίδιο σπίτι, γιατί τη μέρα εκείνη του 41 έμπαιναν στην Αθήνα οι Γερμανοί) ήταν άσπρος και ξανθός και τριανταφυλλένιος. Την άκουγα χρόνια και χρόνια αυτή την ιστορία. Τι μαύρη που ήμουνα. Πώς έσκουζα. Πώς μ’ είχανε σχεδόν ξεχάσει, από την αγωνία τους για τη μαμά μου. Κι αργότερα, όταν με πειράζανε ότι “με πήρανε απ’ τους γύφτους”, πότε γινόμουνα έξαλλη και πότε έκλαιγα. Ψέματα. Μάλλον έκλαιγα κατά κανόνα».
Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ήταν τετράγλωσση: αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά. Από τη μεταπολίτευση έως σήμερα, παράλληλα, η Τζένη Μαστοράκη παρέδωσε στο ελληνόφωνο κοινό πολυσυζητημένες μεταφράσεις που έχουν αποτελέσει σημεία αναφοράς για τη γλωσσική τους διαύγεια και ακρίβεια και για το ξεχωριστό τους αισθητικό αποτύπωμα, όπως έχει γραφτεί για την ίδια. Το μεταφραστικό της έργο στο σύνολό του, τόσο στη μυθοπλασία όσο και στο θέατρο, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, έργα των Elias Canetti, J. D. Salinger (το εμβληματικό «Ο φύλακας στη σίκαλη»), Carson McCullers, Edgar Allan Poe, Harold Pinter, Sarah Kane («Λαχταρώ», «4.48 Ψύχωση»), Αδελφούς Γκριμ, Upton Sinclair, Lewis Carroll, Heinrich Böll, Heinrich von Kleist, Federico García Lorca («Γέρμα»), Miguel de Cervantes κ.ά. Μάλιστα, το 1989, το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης τής απένειμε το βραβείο Thornton Niven Wilder. Το 1992 επίσης βραβεύτηκε από τη Διεθνή Επιτροπή Παιδικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ, International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου «Ο ταξιδιώτης της αυγής». Θεατρικές της μεταφράσεις έχουν παρασταθεί, μεταξύ άλλων, στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων του Λευτέρη Βογιατζή και στο Εθνικό Θέατρο.
Οπως έχει γραφτεί στο Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδ. Πατάκη, «η Μαστοράκη επιχειρεί τις πρώτες ποιητικές εξόδους της, κυρίως, μέσα στα συμφραζόμενα της στάσης που για τους νέους λογοτέχνες της δεκαετίας 1965-1975 έβρισκε το ηθικό της νόημα στην κριτική των θεσμών και των αξιών της εποχής. Η απόγνωση, η δυσφορία, η απροκάλυπτη ειρωνεία και σάτιρα εκφέρονται μέσα από ένα λόγο συχνά ρητορικό και δονούμενο από ένα αναμφισβήτητο ρομαντικό συναίσθημα αντίθεσης στα πάντα. Το μεταγενέστερο έργο της Μαστοράκη παρουσιάζει σημαντική μεταστροφή γλωσσικής έκφρασης και θεματολογίας, με στόχο μια διαχρονική και διιστορική λειτουργία του λόγου».
Η επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, μάλιστα, είχε κρίνει ότι «η Τζένη Μαστοράκη, με την αδιάλειπτη και ποιοτική προσφορά της στα ελληνικά γράμματα, κατόρθωσε να διαμορφώσει μια μοναδική πορεία, η οποία στηρίχθηκε στην επίμονη και ενδελεχή αφοσίωσή της στην ελληνική (γραπτή και ομιλούσα) γλώσσα, στην ανάδειξη γόνιμων περιοχών του ποιητικού παρελθόντος και στη δημιουργική ανάπλασή του, στη λογοτεχνική γνώση και τόλμη και στην υπογράμμιση της ζωτικής σημασίας των αφηγήσεων (κοινωνικοπολιτικών, οικογενειακών, έμφυλων, προσωπικών) στη χαρτογράφηση της μνήμης, των συναισθημάτων και της ίδιας της ύπαρξης στην ιστορική της προοπτική. Με εφαλτήριο την αντήχηση των ρομαντικών επιτευγμάτων, το κληροδότημα των μεταπολεμικών γενιών, το στίγμα της μεταπολίτευσης, η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη κατόρθωσε εντέλει να αποτυπώσει την εσωτερική και περίπλοκη περιπέτεια του ανθρώπου μέσα στον χρόνο».
Πηγή Καθημερινή