Ηταν μια λαμπερή αττική μέρα όταν βρέθηκα στο πρώην εργοστάσιο Φιξ και ήδη πλέον Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Από την όψη της εισόδου, εμπνευσμένη από την αρχιτεκτονική ομάδα με επικεφαλής τον κ. Βαγγέλη Στυλιανίδη από μια υποθετική γεωλογική τομή στην κοίτη του Ιλισού ως την απέναντί της όψη της Συγγρού, που έχει κριθεί διατηρητέα, όπως και η Φραντζή, καθώς αποτελούσαν κύρια στοιχεία του κτιρίου του Ζενέτου, και από τα εντυπωσιακά σε μέγεθος υπόγεια ως ψηλά το δώμα με την εκπληκτική θέα, όλα συμφωνούν ότι ένα καινούργιο μουσείο-κόσμημα γεννιέται στην Αθήνα.
Πάει ένας χρόνος περίπου από την τελευταία φορά που είχα μπει στο κτίριο και οι αλλαγές που έχουν συμβεί στο μεταξύ είναι τεράστιες. Τότε μόλις είχαν αρχίσει να γκρεμίζουν τοίχους και να ρίχνουν κολόνες προκειμένου να ενισχύσουν τη στατική του επάρκεια, παντού έχασκαν τεράστια ανοίγματα και ήταν επικίνδυνο να προχωρήσεις λίγα μέτρα μετά την είσοδο. Αυτή τη φορά πήγα παντού. Ανέβηκα σε όλους τους ορόφους, μου έδειξαν κάθε σημείο του κτιρίου, μου περιέγραψαν πώς διαμορφώνεται κάθε χώρος, πού θα είναι οι αίθουσες για τις μόνιμες εκθέσεις και πού για τις περιοδικές, πού το αμφιθέατρο, η βιβλιοθήκη, ο χώρος νέων μέσων, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα γραφεία. Και φυσικά έφθασα στην κορυφή: στο εστιατόριο του κτιρίου με τα σημεία αναφοράς της πόλης, την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό, γύρω του και μια Αθήνα που από αυτό το ύψος φαίνεται ως και όμορφη. Και στο δώμα, το οποίο θα μεταμορφώνεται ανάλογα με τα γλυπτά που θα εκτίθενται εκεί, ενώ θα μπορεί να φιλοξενήσει ακόμη και υπαίθριο σινεμά.
Μόνο το χαμόγελο της διευθύντριας του ΕΜΣΤ κυρίας Αννας Καφέτση δεν έχει αλλάξει καθώς με συνόδευε σε όλα αυτά. Τότε, επειδή επιτέλους ανοιγόταν μια καλή προοπτική για την αποκατάσταση και τη μετατροπή του κτιρίου. Τώρα, γιατί το κατασκευαστικό μέρος έχει προχωρήσει τόσο ώστε να μπορεί να οριστεί με βεβαιότητα η ημερομηνία παράδοσης του μουσείου τον ερχόμενο Οκτώβριο, όπως είναι η συμβατική υποχρέωση της κατασκευάστριας Ακτωρ ΑΕ, και να προσδιορίζονται ακόμη και τα εγκαίνιά του τον Μάρτιο του 2014.
Μια νησίδα τέχνης ανάμεσα στην Καλλιρρόης και στη Συγγρού, εκεί όπου επί δεκαετίες έστεκε το κουφάρι του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου, θα είναι το κτίριο και η κυρία Καφέτση δεν παύει να απαριθμεί τα πλεονεκτήματά του: τη θέση του στο κέντρο της Αθήνας (αλλά όχι ακριβώς κέντρο), τη συγκοινωνιακή του κάλυψη από όλα τα μέσα, το εμβαδόν του, που είναι 20.000 τ.μ., τους ενιαίους χώρους στο εσωτερικό, που δίνουν μεγάλη γκάμα υψών από 9,5 ως 4,5 μ.
Η δημιουργία
Εργάτες σκαρφαλωμένοι στο μέτωπο του κτιρίου προς τη Συγγρού ολοκληρώνουν την τοποθέτηση των αλουμινίων με τα υαλοπετάσματα, ένα εξαιρετικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που διατηρείται προσφέροντας διαφάνεια, μεταδίδοντας φως στο εσωτερικό και… προκαλώντας για αξιοποίηση. «Ολη αυτή τη σκαλωσιά θα μπορούσε κανείς να την εκμεταλλευθεί από μέσα για την ανάδειξη αντικειμένων νέου σχεδιασμού και όχι μόνο» λέει η κυρία Καφέτση. Καταρτίζοντας αυτή την εποχή το μουσειολογικό πρόγραμμα του μουσείου η ίδια νιώθει – και δικαιολογημένα – ότι βρίσκεται στην πιο δημιουργική φάση της οργάνωσής του, αν και «οδυνηρή», όπως τη χαρακτηρίζει.
«Σε αυτό το κτίριο έχω περπατήσει, έχω κατοικήσει, έχω ζήσει ήδη με το μυαλό και τη σκέψη μου. Τώρα όμως, που είναι πραγματικό, γεννιούνται άλλες ιδέες. Ο ίδιος ο χώρος τις γεννά και είναι επόμενο να υπάρχουν μεγάλες ανατροπές από τον αρχικό σχεδιασμό» λέει. Ετη αναμονής έχουν δημιουργήσει άλλωστε μεγάλη προσμονή γι’ αυτό το μουσείο και ίσως υπερβολικές απαιτήσεις. Αλλά το βέβαιο είναι ότι πρώτα απ’ όλα οφείλει να υπακούει στον δικό του σχεδιασμό και στους δικούς του κανόνες.
«Το μουσείο αυτό δεν είναι σχολείο, είναι πρωτίστως ένας βιωματικός χώρος που κρύβει μέσα του σκέψη, γνώση και κρίση. Προϋποθέτει ενεργούς πολίτες, αλλά θα φτιάχνει και ενεργούς πολίτες» επισημαίνει η κυρία Καφέτση. Αυτό το σκεπτικό θα διατρέχει και όλη την έκθεση, που θα είναι εργοκεντρική, καθώς βασική αρχή της είναι η συνομιλία των έργων μεταξύ τους δημιουργώντας «απροσδόκητες συνυπάρξεις, χωρίς προκαταλήψεις ηλικιακές, γεωγραφικές ή εθνικότητας».
Τοπογραφία
«Τι δεν θα είναι αυτή η μόνιμη έκθεση: δεν θα είναι χρονολογική, δεν θα είναι εγκυκλοπαιδική, δεν θα είναι εκπαιδευτική με τη στενή έννοια. Αν ήταν να την ονομάσω με μία φράση, θα έλεγα ότι πρόκειται για μια αισθητική τοπογραφία της ανθρώπινης κατάστασης. Με το φως και τις σκιές της. Ενας δημόσιος διάλογος έργων και ένα δίκτυο νέων ερμηνευτικών σχέσεων που, αν γεννηθούν, τότε το μουσείο θα έχει πετύχει. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα» δηλώνει η κυρία Καφέτση.
Ενας τέτοιος διάλογος μπορεί να αναπτυχθεί στον τέταρτο όροφο μεταξύ του αυτοβιογραφικού έργου του Καμπακόφ «Το καράβι της ζωής μου» και μιας επίσης αυτοβιογραφικής σύνθεσης του Χατζημιχάλη, τη «Σχιστή οδό». Μια άλλη εξάλλου ισορροπία επιφυλάσσεται για το αυστηρό έργο του Κουνέλη που θα κληθεί να «συνομιλήσει» με τον αισθησιασμό του έργου του Κουτλούκ Αταμάν για τα 99 ονόματα του θεού στο Κοράνι.
Περισσότερα από 900 έργα διαθέτει άλλωστε αυτή τη στιγμή το ΕΜΣΤ. Μόνα Χατούμ, Αλαν Σεκούλα, Εμιλι Ζασίρ, Κέντελ Γκιρς, Γκάρι Χιλ, Μπιλ Βιόλα είναι μερικοί ακόμη ξένοι καλλιτέχνες έργα των οποίων θα παρουσιαστούν και φυσικά πολλοί Ελληνες – ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μπάλκα, Μπία Ντάβου, Κεσσανλή, Κανιάρη, Τσόκλη, Ξένο, Αντωνάκο, Σόρογκα, Ψυχοπαίδη, Μπότσογλου, Νίνα Παπακωνσταντίνου, Κωστή Βελώνη, Γιώργο Δρίβα, Τσιβόπουλο…
Φυσικά γα την ολοκλήρωση του έργου πολλά απομένουν ακόμη, ενώ έχει προταθεί και η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου. Τα εγκαίνια του Μουσείου, που θα συμπέσουν με την ελληνική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα είναι μια καλή αφορμή για την ανάδειξή του και διεθνώς. Οπως λέει η κυρία Καφέτση, η οποία αγωνίστηκε επί χρόνια προκειμένου να φθάσει αυτή η στιγμή, «σημασία θα έχει μπαίνοντας κανείς σε αυτό το μουσείο να συνεπαίρνεται και να “φεύγει” μένοντας».
Ο εσωτερικός δρόμος της τέχνης
Από την κύρια είσοδο του μουσείου – υπάρχει δεύτερη από το μετρό και ειδική είσοδος για τη μεταφορά μεγάλων έργων – ο επισκέπτης θα εισέρχεται σε ένα μεγάλο φουαγέ με το εκδοτήριο εισιτηρίων και την γκαρνταρόμπα στα αριστερά του και δεξιά τις πληροφορίες. Πίσω τους η πρώτη «μικρή» αίθουσα περιοδικών εκθέσεων 600 τ.μ. με ύψος 6,20 μ. Στο βάθος βοηθητικοί χώροι, το καφέ και στη συνέχεια το πωλητήριο. Ενας υποθετικός «δρόμος» διατρέχει εξάλλου το φουαγέ από άκρη σε άκρη. Από εδώ ξεκινούν οι εννέα ανελκυστήρες, ενώ δώδεκα εσωτερικές και εξωτερικές κυλιόμενες σκάλες – η μία σε επικοινωνία και με το μετρό – εξασφαλίζουν την άνετη περιήγηση.
Στο μεσοπάτωμα βρίσκονται οι χώροι εκπαιδευτικών προγραμμάτων, μικρό αμφιθέατρο πολλαπλών χρήσεων με 90 θέσεις και τα γραφεία, ενώ στους ορόφους που ακολουθούν, όπως και στο υπόγειο, θα αναπτύσσονται οι μόνιμες εκθέσεις του μουσείου.
Infokiosks θα υπάρχουν σε κάθε όροφο, μέσω των οποίων ο επισκέπτης θα παίρνει πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της τέχνης ή τα βιογραφικά και το έργο των καλλιτεχνών. Στον «χώρο νέων μέσων» (130 τ.μ.) θα υπάρχει βιβλιοθήκη και θα παρέχεται η δυνατότητα πρόσβασης σε όλη τη συλλογή των οπτικοακουστικών έργων του μουσείου, που είναι ήδη ψηφιοποιημένη. Ο επισκέπτης καθισμένος αναπαυτικά σε πολυθρόνες θα μπορεί να βλέπει σε καθένα από τα δέκα μόνιτορ όποιο έργο επιλέξει, αλλά και να συνδέεται με άλλες βάσεις δεδομένων, όπως μουσεία και κέντρα τεχνών. Εδώ θα βρίσκεται και το «εργαστήρι νέων μέσων», με τη δυνατότητα παροχής τεχνογνωσίας και παραγωγής νέων έργων από φοιτητές και καλλιτέχνες.