Νέα έρευνα ρίχνει φως στο κόστος του συριακού εμφυλίου μέχρι σήμερα με έμφαση στην πραγματική οικονομία αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα. Το μέλλον της μεταπολεμικής Συρίας διαγράφεται μελανό.
Πέντε χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στη Συρία το κόστος της αιματηρής εμφύλιας σύρραξης ανέρχεται στα 4,5 δις δολάρια κάθε μήνα, με τις σημαντικότερες οικονομικές απώλειες να καταγράφονται στους τομείς της παραγωγής, των υπηρεσιών και της εκπαίδευσης. Αυτά είναι μερικά από τα αποκαλυπτικά στοιχεία που κομίζει πρόσφατη έρευνα που εκπόνησε η διεθνής ΜΚΟ World Vision International σε συνεργασία με την συμβουλευτική εταιρεία Frontier Economics.
Σύμφωνα με την έρευνα το συνολικό κόστος από το 2011 ανέρχεται στα 275 δις δολάρια, ενώ εάν ο πόλεμος συνεχιστεί μέχρι το 2020 αναμένεται να ανέλθει στα 1,3 τρις δολάρια. «Αυτά τα 275 δις είναι χαμένα χρήματα. To ποσό αυτό δεν πρόκειται να αναπληρωθεί ποτέ, δεν θα επενδυθεί ποτέ στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη, στο περιβάλλον, στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών για τα παιδιά» αναφέρει χαρακτηριστικά η Κόνι Λένενμπεργκ, επικεφαλής του Προγράμματος Μέσης Ανατολής της World Vision International.
Ακόμη και στο υποθετικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο ο πόλεμος θα τελειώσει μέσα στο 2016, το κόστος αναμένεται να κινηθεί μεταξύ 448 και 689 δις δολαρίων. Το ποσό αυτό ξεπερνά κατά πολύ το μέχρι τώρα κόστος του πολέμου, κι αυτό εξηγείται από το ότι η ήδη κατεστραμμένη οικονομία της Συρίας κάθε χρόνο πλήττεται ολοένα περισσότερο ενώ θα αργήσει πολύ μέχρι να ανακάμψει ανακτώντας τη χαμένη παραγωγικότητά της. «Το ποσό αυτό είναι 140 φορές μεγαλύτερο του ποσού που προκρίνουν ως αναγκαίο ο ΟΗΕ και άλλες διεθνείς οργανώσεις για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης εντός της Συρίας και 100 φορές μεγαλύτερο από το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών στην ευρύτερη περιοχή» αναφέρει η έρευνα, υπογραμμίζοντας ότι τα νούμερά αυτά αντιστοιχούν στο αισιόδοξο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο υπολογίζεται ότι το συριακό ΑΕΠ θα επανέλθει στα επίπεδο προ 2011 σε βάθος δεκαπενταετίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία που αφορούν άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής, όπως ο Λίβανος. Εκεί το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 23% λόγω της μακροχρόνιας σύρραξης στη γειτονική Συρία.
Η έρευνα ρίχνει επίσης ιδιαίτερο βάρος στο κόστος του πολέμου στον ευαίσθητο τομέα της εκπαίδευσης. Μέχρι στιγμής περίπου 8 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι πλήττονται από τον πόλεμο. Πολλά έχουν χάσει τους γονείς τους, άλλα βρίσκονται σε προσφυγικούς καταυλισμούς σε άλλες χώρες, άλλα υποφέρουν από τραύματα και ασθένειες. Τα χρόνια του πολέμου η πρόσβαση στην εκπαίδευση ήταν σχεδόν αδύνατη. «Ένα στα τέσσερα σχολεία στη Συρία έχουν καταστραφεί ή έχουν πλέον άλλη χρήση. Πάνω από 5 εκατομ. παιδιά μέσα στη Συρία χρειάζονται επειγόντως βοήθεια για να πάνε σχολείο. Το 2015 έμειναν εκτός σχολείου 400.000 παιδιά περισσότερα από ότι το 2014». Επίσης το 48% των παιδιών που ζουν ως πρόσφυγες εκτός Συρίας δεν έχει απολύτως καμία πρόσβαση στην εκπαίδευση, ενώ πολλές προσφυγικές οικογένειες αναγκάζουν τα παιδιά τους να δουλέψουν ή να παντρευτούν από μικρά προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις αντίξοες συνθήκες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 90% των σύρων προσφύγων που ζουν προς το παρόν σε καταυλισμούς στη Συρία και την Ιορδανία θεωρούνται φτωχοί.
«Τα οικονομικά στοιχεία που αφορούν τον πόλεμο στη Συρία και τις επιπτώσεις του στην ευρύτερη περιοχή μαρτυρούν τη δυστυχία που έχει προκαλέσει αυτός ο πόλεμος σε ανθρώπινο επίπεδο. Πίσω από κάθε δολάριο, πίσω από κάθε στατιστική, πίσω από κάθε ποσοστό υπάρχει ένα παιδί που δεν μπορεί να πάει στο σχολείο, ένα παιδί που πεινάει, ένα παιδί που δεν έχει πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ένα παιδί που δεν έχει σπίτι», αναφέρει σχετικά η Γουΐν Φλάτε από την World Vision International υπογραμμίζοντας: «Εάν δεν βρεθούν τα απαραίτητα μέσα για να παρασχεθεί βοήθεια σε αυτά τα παιδιά προκειμένου να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους και να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες, οι συνθήκες που διαμορφώνονται εδώ και χρόνια στην περιοχή αναμένεται να μεταφέρουν τη φτώχεια και στις επόμενες γενιές, να γεννήσουν και πάλι κοινωνική αστάθεια και να θέσουν τέρμα στην προοπτική μιας μελλοντικής ανάκαμψης».
Νιλς Τσίμερμαν / Δήμητρα Κυρανούδη
DW