Την απόφαση να μην ασκήσει δίωξη στον πρώην υπουργό Άμυνας Γιάννο Παπαντωνίου τόσο για το πιθανό αδίκημα της απιστίας κατά του δημοσίου όσο και για εκείνο της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, έλαβε η Βουλή, επικυρώνοντας την πρόταση του πορίσματος της Προανακριτικής Επιτροπής που είχε συσταθεί κατόπιν αιτήματος της κυβερνώσας πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τον περασμένο Μάρτιο.
Κατά της άσκησης δίωξης για το ενδεχόμενο αδίκημα της απιστίας κατά του δημοσίου, τάχθηκαν 250 βουλευτές από τη δικομματική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κι όπως φάνηκε από τις τοποθετήσεις των εισηγητών τους η ΝΔ, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και η Ένωση Κεντρώων, έναντι 27 βουλευτών που ψήφισαν υπέρ της άσκησης δίωξης κι εκτιμάται ότι προέρχονται από το Ποτάμι και τη Χρυσή Αυγή κι ενός που δήλωσε παρών.
Για την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, κατά της άσκησης δίωξης στον κο Παπαντωνίου τάχθηκαν κατά τη μυστική ψηφοφορία 202 βουλευτές έναντι 32 που τάχθηκαν υπέρ της άσκησης δίωξης από τη Βουλή.
Από την ψηφοφορία αποχώρησε το ΚΚΕ, έχοντας εκδώσει ανακοίνωση με την οποία τόνιζε την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης για όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Κατόπιν τούτων η Ολομέλεια της Βουλής αποφάσισε:
– για το αδίκημα της απιστίας κατά του δημοσίου τη μη άσκηση δίωξης του Γιάννου Παπαντωνίου λόγω παραγραφής του
– για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα την παραπομπή των 6 υποθέσεων στον αρμόδιο εισαγγελέα και τη μη άσκηση δίωξης από την ίδια λόγω αναρμοδιότητάς της.
Νωρίτερα η συνεδρίαση είχε διεξαχθεί εν μέσω ενός συγκρουσιακού κλίματος μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε το λόγο κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, προκειμένου να επαναφέρει τη ρητορική περί ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς.
Η μεν αντιπολίτευση επιτέθηκε σχεδόν ομαδικά κατά της κυβέρνησης, αποδίδοντας στην προανακριτική επιτροπή χαρακτηρισμούς όπως «βόμβα κρότου λάμψης», «φωτοβολίδα» με στόχο τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα καθημερινά προβλήματα, ενώ όλοι επεσήμαναν ότι η Επιτροπή κατέληξε σε ένα προαναγγελθέν «φιάσκο» αφού ήταν γνωστό εξ αρχής ότι το ενδεχόμενο αδίκημα της απιστίας κατά του δημοσίου έχει παραγραφεί, ενώ η πιθανή νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ανήκει στην αρμοδιότητα της τακτικής δικαιοσύνης.
Από το κυβερνητικό «στρατόπεδο» η επιχειρηματολογία με την οποία επιχειρήθηκε να αποκρουστούν οι εν λόγω αιτιάσεις συνοψιζόταν στην ηθική τάξη και το γεγονός ότι η Βουλή δεν πρέπει να είναι ούτε τυφλή ούτε και κουφή, αλλά να διερευνά κάθε πιθανότητα εμπλοκής πολιτικών προσώπων σε σκάνδαλα. Καταγράφηκαν δε αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ περί αδιαφορίας διαλεύκανσης υποθέσεων που αφορούσαν στη χρηστή διαχείριση του δημοσίου χρήματος.