Της Λαμπριάνας Κυριακού
Δεν ξέρω για ποιους να μιλήσω και τι να πω. Έχω στερέψει από ιδέες. Μ’ έχει κουράσει ακόμη και ο ήλιος ο ίδιος. Εκεί μονότονος κάθε πρωί να με χαιρετά, χωρίς να πει ούτε και ΑΥΤΟΣ μια κουβέντα – ένα τραγούδι έστω να κάνει ένα μορφασμό.
Οι μέρες προχωράνε χωρίς καμιά ουσία. Τα όνειρα κι οι αυταπάτες χάνονται μέσα στο λαβύρινθο του Εγώ. Ποια είμαι Εγώ τελικά και που πάω;
Οι άνθρωποι μεταξύ μας έχουμε γίνει αόρατοι. Μέχρι και ο έρωτας αρνείται να στοχεύσει – να εκφραστεί. Δεν το κάνει πια ούτε από παιχνίδι. Φοβάται μήπως και του επιστραφεί το βέλος πίσω και μετά… τίποτα.
Βγαίνεις στους δρόμους και βλέπεις τη δυστυχία και τη μοναξιά να χαμογελάνε ύπουλα πίσω από την μούρη του κάθε ανθρώπου. Λέξεις απλές όμορφες καθημερινές χάθηκαν από το λεξιλόγιο μας, ‘όπως το « καλημέρα» – «Καλησπέρα» – «σ αγαπώ» – «μου λείπεις». Λέξεις που δίνουν χρώμα στην καρδιά μας και γρηγοράδα στο περπάτημα μας. Οι άνθρωποι έπαψαν να σε κοιτάνε πια στα μάτια, φοβούνται μήπως και τους κλέψεις έστω και για μια στιγμή… τι; Ακόμη δεν κατάλαβα.
Και Εστιάζομαι στο αργό περπάτημα του αδέσποτου σκύλου με το κεφάλι σκυμμένο προς τα κάτω. Στεναχώρια!! Πόσο φαίνεται η δυστυχία του ανθρώπου μέσα από ένα ζώο. Του στερήσαμε μέχρι και το άγγιγμα.
Στην άκρη του πεζοδρομίου ΝΑΙ, κείτεται ένας από μας, με ανοιχτό το χέρι. Ποια είναι η αλήθεια και πώς φτιάχτηκε; Τρελαίνομαι – Θυμώνω. Δεν είναι γιατί ποτέ δεν έψαξε να βρει δουλειά, είναι γιατί κι εμείς οι άνθρωποι, το μόνο που ξέρουμε εύκολα να κάνουμε είναι να κόβουμε τα όνειρα των γύρω μας, αγνοώντας κάτι πολύ σημαντικό:Δεν κάνουμε ευχές για να τις ακούσει μόνο ο θεός, αλλά και μεταξύ μας οι άνθρωποι.
Να θέλω να το φωνάξω και να μην μπορώ… Κουράστηκα!! Με ξέρω, ή τώρα ή αλλάζω πλεύση.
Η δύναμη μου πια, βγαίνει μέσα από μια φωτογραφία που μου ήρθε από …. Αθάνατε Ξυλούρη !! «Πώς να με κάνουν να το δω τον ήλιο μ άλλα μάτια, στα ίδια σκαλοπάτια με’ μαθε η μάνα μου να ζω».