του Διονύση Μεσσάρη
Δεν σας κρύβω ότι έχω ένα τεχνικό πρόβλημα. Θέλω να επικοινωνήσω αμφίδρομα μαζί σας μέσα από αυτές τις άχαρες μεν αλλά συμπαθητικές και ηλεκτρονικά άμεσες γραμμές. Είναι ένα από τα πλεονεκτήματα του ηλεκτρονικού τύπου.
Ξέρω πως θέλετε να σχολιάσω δεκάδες έννοιες και θέματα, τις υποδείξεις των οποίων τηρώ ως κόρη οφθαλμού. Σας υπόσχομαι ότι όλα θα γίνουν. Άσε που για να εκφρασθώ πλήρως και κατανοητά, με τον παλιομοδίτικο παραδοσιακό Ελληνικό τρόπο δηλαδή, μάλλον καταχρώμαι της υπομονής σας. Ας είναι, με λίγη αμοιβαία κατανόηση και υποχώρηση από όλους μας όλα γίνονται. Αυτό που με απασχολεί αυτό τον καιρό είναι μία σκέψη που με πληγώνει. Είναι κάποιες Κυριακές που με ματώνουν. Λένε πως το Σαββατοκύριακο, οι διακοπές (είτε σχολικές είτε αναψυχής) και γενικά όλες οι μορφές σχόλης ενίοτε επάγουν μία κατάθλιψη στο άτομο. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός, ότι ένα καταθλιπτικό υπόβαθρο ενυπάρχει μέσα σε κάποιους από εμάς και δεν εμφανίζεται, λόγω του ότι είμαστε συνεχώς απασχολημένοι με τον καθημερινό τρελό ρυθμό ζωής που διάγουμε. Έτσι όταν χαλαρώνουμε στις περιόδους σχόλης, εντελώς ξαφνικά η κατάθλιψη με την οποιαδήποτε μορφή της μας κτυπά την πόρτα. Ίσως να βρίσκομαι σε τέτοια φάση.
Περπατώ λοιπόν στο κέντρο της πόλης. Αφόρητη κατάσταση. Στην πραγματικότητα καρκινοβατώ, δηλαδή μάλλον ακολουθώ αυτό που λένε στο πολεμικό ναυτικό «ελίγδην πλου». Αντικειμενικός σκοπός; Να αποφύγω τις τορπίλες. Συγγνώμη ήθελα να πω τις λακκούβες, τα μπάζα από τα συνεργεία χιλιαποκατάστασης των υπογείων δικτύων της πόλης, τα χαλασμένα κράσπεδα, τα υπολείμματα από τους σιδερένιους στύλους σηματοδοτών, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα (αφού ρε φίλε δεν έχεις 5 € για parking τι το αγόραζες το ρημάδι;), τους κατά τα άλλα συμπαθείς συμπατριώτες του Κουστουρίτσα που επαιτούν (συγγνώμη καλή μου και εγώ ταπί είμαι), τον κουλουρτζή (1€; δεν είμαστε καλά), τις ακαθαρσίες. Ας το καλό τα πάτησα! Εσείς φταίτε μίλαγα μαζί σας και έγινα απρόσεκτος. Πάλι καλά που δεν θα πατήσω την μοκέτα της Λωξάντρας, αν και θα της άξιζε. Εντάξει θα έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτικός. Υπάρχουν και χειρότερα, δεν ξέρω αν τα μάθατε αλλά ο φίλος μας ο Θαλής, απορροφημένος στα αστρονομικά του, περπατώντας επίσης απρόσεκτα έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι. Αυτό έγινε όχι πολύ παλιά, πριν κανά δυόμιση χιλιάδες χρόνια περίπου.
Αναζητώ κάτι να καθαρίσω τα παπούτσια μου αλλιώς ο γάτος μου θα με τρελάνει στα νιαουρίσματα και στο σνιφάρισμα. Τι στο καλό! στην προηγούμενη του ζωή πρέπει να ήταν παιδί των λουλουδιών σαν το αφεντικό του. Δυστυχώς η πόλη δεν διαθέτει τίποτε, μόνον άσφαλτο, μπετόν και πλάκες πεζοδρομίου. Χάθηκε το χώμα, το πράσινο και τα συναφή. Λίγο χορταράκι (χλόη κατά το καρα-αστικό ιδίωμα), κανένα κλαδάκι, καμιά λιμνούλα, κανένα δενδράκι τίποτα. Αναθεμάτισα τις Ναπολεόντειες δημοτικές προδιαγραφές. Ακόμα και στις νησίδες αντί για κυπαρισσάκια και αρσενικές μουριές φυτεύουν δηλητηριώδεις πικροδάφνες. Πρέπει κάποιος να μιλήσει στον αντιδήμαρχο πρασίνου και στο αντίστοιχο του ΠΕΧΩΔΕ ότι πλέον τα τελευταία πρόβατα που εισέβαλαν σε πόλη ήταν του Μπιρμπίλη από τα Γιάννενα που τον ρίξανε στα σίδερα τον κακομοίρη πριν καμιά κατοπενηνταριά χρόνια, αν και τον γέλασε η συντροφιά. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν καμιά τουρίστρια. Που πήγε λοιπόν το πράσινο της πόλης; Βέβαια για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η μεγάλη καταστροφή επήλθε τον βαρύ χειμώνα του 1943. Τότε πας ανήρ εξυλεύετο και η πόλη μάλλον δεν συνήλθε ποτέ από τότε. Τέλος πάντων.
Ξάφνου μου φάνηκε κάπως γνώριμη η συνοικία μέσα από την οποία διερχόμουν. Αιτία ένα παλαιό διατηρητέο κτίριο. Με κοίταγε παγερά αδιάφορο και αγέρωχο. Το βήμα μου βράδυνε. Είχε το ύφος της πληγωμένης αξιοπρέπειας, όχι χωρίς εμφανή αιτιολογία. Κάποτε δέσποζε στο χώρο μοναχό του. Στα παιδικά μας μάτια φάνταζε πελώριο, αριστοκρατικό, στοιχειωμένο, με σφυρήλατα στο χέρι κιγκλιδώματα στα μπαλκόνια, τα αετώματα, τους γεισούς, τα κιονόκρανα, τα φανταστικά ακροκέραμα τις λεοντές και κάθε λογής σοβαρής αρχιτεκτονικής ψιμύθια. Οι πληγές από τις σφοδρές μάχες του εμφυλίου που έλαβαν χώρα μπροστά του ακριβώς εστόλιζαν την πρόσοψη του σαν πολεμικά του παράσημα, μάρτυρες μίας στείρας αδελφοκτόνας αντιπαράθεσης για υποθέσεις άλλων. Τώρα στεκόταν με πληγωμένη υπερηφάνεια ανάμεσα σε πολυώροφα αναιδέστατα κακόγουστα κτίσματα με στυλ τρελοροκοκό του κερατά (με το συμπάθειο). Όσο έκοβε το μάτι μου τα υπόλοιπα παλαιά κτίσματα της γειτονιάς, οι φίλοι του και οι σύντροφοι στο παιχνίδι των γλυκών ανέμελων παιδικών μας χρόνων, είχαν χαθεί. Έπεσαν όλα σαν τα αιωνόβια θεόρατα δέντρα του Αμαζονίου, το ένα μετά το άλλο με έναν πονεμένο τελευταίο βρυχηθμό.
Έπεσαν από την φοβία κάποιων που ήθελαν να αδειάσουν την επαρχία από την αριστερή σκέψη. Που με τον χωροφύλακα έδιωξαν την τότε νεολαία από τα χωριά και τα απέραντα λιβάδια και την μάντρωσαν σε διαμερίσματα – κλουβιά σε μια πόλη απάνθρωπη που σκοτώνει τα παιδιά της. Μήπως ξύπνησα μετά από βαθύ ύπνο στην εντατική σε νοσοκομείο ξένης χώρας; Αδερφέ μου, που με προσπερνάς κοιτώντας με ενοχλημένος και που φαίνεσαι συνομήλικός μου, νοιώθω ένα αφόρητο σφίξιμο στην καρδιά. Δεν είναι η πατρίδα μας αυτή, πίστεψε με. Κάτι έγινε που δεν μπορώ να εξηγήσω. Άκου να δεις (ωραία έκφραση αυτή ε;), που πήγαν οι πράσινοι λόφοι; το ξένοιαστο ρυάκι που πέρναγε από εδώ; το ακούω φυλακισμένο να κλαίει στα έγκατα αυτής της αφιλόξενης γης, έγινε χυδαίος οχετός, το χώμα το ευλογημένο; κάποτε έβριθε από την ελιά, τη φιστικιά, την μουριά, άντε και το πεύκο, τώρα βρίθει από το είδος domus tsimentoessus.
Καλή μου κυρία δεν είμαι κλέφτης τσαντών πίστεψε με, απλά δεν είμαστε στην πατρίδα μας. Ας κλείσουμε τα μάτια σφιχτά και ας κάνουμε μία ευχή όλοι καλοί μου και καλές μου, σαν τους συμπατριώτες μας στο χωριό Beloiannisz: όταν τα ανοίξουμε πάλι, να είμαστε με κάποιο τρόπο ευτυχισμένοι ξανά στην πατρίδα των παιδικών μας χρόνων. Ζητώ συγγνώμη από κάποιους που δεν πέρασαν καλή παιδική ηλικία, αυτή την φορά θα σας στηρίξουμε. «Καλή πατρίδα σύντροφοι».