Η δυστυχία της γειτονιάς μας

nteniis
Facebook
Twitter
LinkedIn

Του Διονύση Μεσσάρη

Την είδα να στέκεται ορθή σαν την Μήδεια σε βουβό ρόλο. Ένα πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας. Φαινόταν μία πρώην καλοζωισμένη γυναίκα, κάποιας ηλικίας, λευκή με κατάμαυρα μαλλιά. Στεκόταν στη μπασιά του πεζόδρομου δίπλα στο εμπορικό, ορθή με μία έκφραση στωικής, ευγενικής και απόμακρης θλίψης. Όλες αυτές τις λεπτομέρειες, ίσα που τις πρόσεξα με την άκρη του ματιού μου, μιας και ήμουν απορροφημένος στην ανεύρεση των κλειδιών μου βαθειά στα ιματιοθυλάκια μου για να θυμηθούμε και τον Παπαδιαμάντη.  Όσο η πυρετώδης αναζήτηση διαρκούσε το περίεργο μου το μυαλό συνέλεγε και άλλες πληροφορίες παρακινούμενο από την παραδοξότητα της εικόνας.

Οι διαβάτες προσπερνούσαν βιαστικοί και λίγο τουρτουρίζοντας, τους είχε πιάσει το ψυχρό αεράκι του σούρουπου με τα ρούχα της μετακαλοκαιρινής περιόδου ή φθινοπωρινής, αν δεν σας αρέσουν οι νεολογισμοί , ενώ εκείνη φορούσε μία μαύρη, ριχτή, μακριά και ελαφριά ρομπ ντε σαμπρ. Είναι φανερό ότι προσπαθούσε να ελέγξει την αίσθηση του κρύου που την διαπερνούσε. Ταχτοποιούσε μία σακκούλα με φάρμακα μέσα σε ένα καροτσάκι της λαϊκής, κάτι αναζητούσε.

Λαϊκή; Τέτοια ώρα; Η μισή μου προσοχή στράφηκε αμέσως επάνω της, η άλλη μισή ακόμα βολόδερνε ακόμη στις τσέπες μου. Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ικεσία. Κάτι μου έλεγε. «Σας παρακαλώ αν έχετε μου δίνετε μία βοήθεια».  Ίσως δεν κατάλαβα καλά, πάντως συνέχισα το ψάξιμο. Και ιδού! Επί τέλους έβγαλα περιχαρής την αρμαθιά με τα κλειδιά. Σχεδόν τα ύψωσα στον αέρα σαν να είχα κάνει κατόρθωμα. Ενστικτωδώς επίσης φάνηκε σαν να ήθελα να κοινοποιήσω την χαρά μου στους περαστικούς. Που ξέρεις, μπορεί μερικοί να με κοίταγαν με απορία μπας και δεν είχα σώας τας φρένας. Εδώ είναι τα βρήκα!

Την κοίταξα και αυτήν κατευθείαν στα μάτια. Η εικόνα με προσγείωσε απότομα. Είδα σε κλάσματα δευτερολέπτων την ελπιδοφόρα προσμονή της για την επερχόμενη βαθειά μέσα από την τσέπη μου αμερικάνικη βοήθεια να γίνεται άνθρακας. Η βαθειά αίσθηση της οδύνης για το απραγματοποίητο. Η απελπισία του, για λίγα δευτερόλεπτα, χαμένου ονείρου. Η ήρεμη αξιοπρεπής θλίψη. Η ελαφριά κλίση της κεφαλής προς το βάθος του σκηνικού, εκεί που έπρεπε να κατευθυνθεί για να αναζητήσει την χαμένη ανθρώπινη ευαισθησία. Η αργή στροφή του σώματος. Η ευγενική αργή απομάκρυνση. Το ασταθές συρτό βήμα με τα άβολα σανδάλια στο πλακόστρωτο.

Έμεινα αποσβολωμένος με τα κλειδιά στο χέρι στην καρδιά της Αθήνας. Τι είχα κάνει ο αθεόφοβος; Είχα πικράνει την φτωχή γυναίκα. Ανακύκλωνα την σειρά με τις διαδοχικές εκφράσεις του προσώπου της. Αλήθεια αν ήμουν σκηνοθέτης, πως θα μπορούσα να διδάξω αυτή την αλληλουχία; Είχε χαθεί τελείως από το σκηνικό. Αν έτρεχα να προσφέρω την περιπόθητη βοήθεια; Μία ντροπή με συνεπήρε δεν έτρεξα τελικά από πίσω της.  Το άγχος και η θλίψη γεννούν πολλές φορές την απάθεια, την αναβλητικότητα και τον δισταγμό.

Από την άλλη άκρη του σκηνικού πρόβαλε σαν πρόσωπο της δεύτερης πράξης η Μένη μία δυστυχισμένη γλυκιά μου φίλη. Γειτόνισσα με πάρα πολλά ψυχολογικά προβλήματα, άνεργη και, αντιμέτωπη καιρό με το φάσμα της πείνας. Περίεργη και φοβερά επιλεκτική στην τροφική βοήθεια. Με φέρνει πολλές φορές σε αδιέξοδο παρόλα ταύτα αγωνίζομαι να την βοηθήσω κυρίως με ανθρώπινη συζήτηση και καφεδάκι. «Μένη ποια ήταν αυτή»; Είναι περίεργο πως ένας δυστυχισμένος περιγράφει την δυστυχία κάποιου άλλου. Κατά κανόνα αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άλλου την πρωτοκαθεδρία και μεγαλύτερο μερίδιο στην νομή της δυστυχίας, έστω και αν αυτό δεν είναι αλήθεια. Κατά κανόνα λέω πάντα.

Λοιπόν κοντολογίς είναι μία της γειτονιάς μας. Έχασε δύο μεγάλα παιδιά, σε σύντομο χρονικό διάστημα το ένα από το άλλο, από ναρκωτικά και ατύχημα ή κάτι τέτοιο. Την παράτησε ο άνδρας της χωρίς πόρους. Γνώρισε έναν άλλο, μέθυσο, που την δέρνει και την αναγκάζει να εκδίδεται. Το τελευταίο το απέρριψα, πρέπει να είναι κακία της Μένης. Ας είναι.

Απομακρύνθηκα στενοχωρημένος, τώρα τελευταία τίποτε δεν πάει καλά. Από το εμπορικό ξεπρόβαλαν τα πρόσωπα της τρίτης πράξης. Ένα παράξενο ζευγάρι. Κοντοστάθηκα. Ένας ξερακιανός αλλοδαπός από τα υπερβόρεια, μάλλον ελαφρά πιωμένος, με ένα μπουκάλι στην μασχάλη και με το πρόσωπο σημαδεμένο από πρόσφατα γεγονότα. Η νεανική μου εμπειρία μου επέτρεψε να αναγνωρίσω δυνατά κτυπήματα από γροθιές. Περπάταγε ασταθώς με ένα τσιγάρο σβηστό στο στόμα ζητώντας φωτιά από τους περαστικούς. Όλα τα λεφτά (επιτρέψτε μου την έκφραση) όμως ήταν η παρτενέρ του. Ένα γλυκούλικο πλασματάκι  τριών ετών, περπάταγε δίπλα του κρατώντας τον από το χέρι. Ήταν κατάξανθο και ασπρουδερό και φορούσε ένα κοντούλικο φουστανάκι. Κάποια δερματοπάθεια ή κάψιμο σημάδευε το όμορφο, κουκλίστικο προσωπάκι του. Αλλά το τραγικότερο  στοιχείο δεν βρισκόταν στα όσα μέχρι τώρα περιέγραψα. Ήταν αυτή η έκφραση της ήρεμης και συγκρατημένης θλίψης που είχε η Μήδεια από την πρώτη πράξη του έργου. Απίστευτο! όπως σας έχω ξαναπεί ότι συνηθίζει να λέει ο φίλος μου ο Βασίλης. Πόση δυστυχία μπορεί να έχουν δει τα αθώα του ματάκια για να χάσουν την έμφυτη σκανδαλιάρικη έκφραση και την γκρίνια των παιδιών της ηλικίας του. Να περπατά ήρεμα και να σταματά υπομονετικά αναμένοντας την φωτιά για το τσιγάρο του πατέρα του και να περιεργάζεται τους άλλους «τους κανονικούς» σαν να είναι ένα  περίεργο είδος που το ίδιο δεν γνωρίζει και που ίσως δεν θα γνωρίσει ποτέ.

Μα ποια πολιτεία κατοχυρωμένη πίσω από νόμους μπορεί να εμπιστεύεται τέτοια αγγελούδια στα χέρια ανθρώπων που δεν έχουν αίσθηση του κινδύνου αν δεν είναι και οι ίδιοι οι κηδεμόνες ακόμη μεγαλύτεροι κίνδυνοι; Το παράξενο ζευγάρι έστριψε και εξαφανίστηκε στην γωνία. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω για εσάς αλλά εγώ στεναχωριέμαι πάρα πολύ. Τελικά υπάρχει πολύ δυστυχία στις γειτονιές μας και η πλάκα είναι ότι εγώ κλαίγομαι για την προδοσία της Λωξάντρας. Αν ήμουν ένθεος δεν θα έλεγα «γιατί θεέ μου επιτρέπεις τέτοια δυστυχία, αν όχι σε όλον τον κόσμο, τουλάχιστον στην γειτονιά μου»; Αλλά θα έλεγα, επί το εγωιστικότερον, «Γιατί θεέ μου με αφήνεις να γνωρίσω τέτοια δυστυχία; Δεν θα μπορούσα να ήμουν ανάλγητος; Επιλεκτικά αόμματος; ή απλά φευγάτος; Εκτός και αν το κάνεις για να δραστηριοποιηθώ εγώ. Τώρα σώθηκες! Μέχρι να γίνει αυτό βλέπω την Μήδεια στα αζήτητα, την Μένη στο ψυχιατρείο και την μικρούλα στο κρύο μάρμαρο περιμένοντας υπομονετικά το πιστοποιητικό θανάτου».

Συγχωρέστε φίλοι μου την έλλειψη πίστης. Το κακό στην γειτονιά μου πηγάζει από μέσα μας. Αναλογιστείτε: Πρώτον η δυστυχία κάθε περιόδου είναι απότοκος μίας κοινωνίας σε κατάρρευση. Δεύτερον στην κατάρρευση φθάνουμε με την έντονη ανισοκατανομή της οικονομικής δύναμης. Τρίτον στην ανισοκατανομή φτάνουμε από κακή διαχείριση και από έλλειψη οικονομικού μοντέλου και οράματος. Τέταρτον την κακοδιαχείριση δημιούργησε η κακή ερμηνεία από τα γερμανικά του όρου πάλη των τάξεων των φίλων μας Κάρολου και Φρήντριχ, στα Ελληνικά μεταφράστηκε ως πόλεμος της κάστας. Πέμπτον εν ονόματι του πολέμου αυτού ο κάθε καραγκιόζης (δηλαδή εμείς) πιέζαμε πολιτικούς, κομματάρχες, λοχίες, δασκάλους, δημόσιους υπαλλήλους, περιπτεράδες, νοσοκόμες, δημοσιογράφους, παράγοντες ποδοσφαίρου, αστυνομικούς, αρχαιολόγους, καφετζήδες πολεοδομίας, δικαστικούς κλητήρες, πρωθυπουργούς, βουλευτές αντιπολίτευσης, σωματάρχες λιμένων και μικροπωλητών, αδειατζήδες αναπηρικών και ότι άλλο μπορεί να βάλει το μυαλό μας προκειμένου να κερδίσουμε κάτι, οτιδήποτε, από το 1970 έως σήμερα για να το επιστρέψουν, εν τάχει,  τα παιδιά μας, προς χάριν των οποίων και έγινε, όλο πίσω το 2011.Τελικά πράγματι υπάρχει πολύ δυστυχία στις γειτονιές μας.           

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.