του Διονύση Μεσσάρη
Βαδίζω χωρίς να παραμιλώ, απλά παρα-σκέπτομαι. Δίπλα μου η κυκλοφορία του δρόμου έχει σχεδόν αδρανοποιηθεί. Άνθρωποι προσπερνούν αδιάφοροι σε πολύ αργή κίνηση και μία παράξενη ησυχία επικρατεί. Ο παλμός της πόλης έχει κατασταλεί.
Αντίθετα τυραννικές σκέψεις με ζώνουν, ως συνήθως. Σαν να βιώνω μόνος σε μία άλλη διάσταση, σχεδόν παράλληλη με αυτή που άφησα. Ποιος ξέρει; Το πρωί θα φανούν της νύχτας τα καμώματα! Περπατώ και πάνω στις κρύες λευκές και απρόσωπες πλάκες του πεζοδρομίου ακούγονται τα βήματα μου. Ηχούν αργά, σταθερά και ολίγον άσκοπα. Πίσω μου ακούγεται το ελαφρύ απαλό ρυθμικό πετάρισμα από το φτερούγισμα μιας γνώριμης φίλης μου, της μοναξιάς. Αγωνίζεται γλιστρώντας χαμηλά να τηρεί τον ίδιο ρυθμό με το βάδισμα μου. Με αγκαλιάζει στοργικά με το δεξί της χέρι από τους ώμους ενώ με το αριστερό αφουγκράζεται τους παλμούς της καρδιάς μου. Βρίσκω ενοχλητικό το άγγιγμα της, με πονάει, αλλά τι να κάνω; Είναι μία ιδιόρρυθμη φίλη!
Αρκετά με εμένα! Αποφασίζω να κινηθώ διασυνοριακά. Θα αφήσω το πνευματικό κέντρο της πόλης με τα πολιτιστικά στέκια, τα μικρά και μεγάλα βιβλιοπωλεία και τις εύθυμες φοιτητοπαρέες για να επισκεφθώ το τραυματισμένο εμπορικό κέντρο με τις λαμπερές βιτρίνες και τις άπειρες διαδοχικές στάσεις των λεωφορείων όπου ανεξάντλητα κοπάδια εξαντλημένων ανθρώπων αγωνιούν για μία θέση σε αυτά. Όλοι τους ξέπνοοι, άυπνοι, με το βλέμμα σβηστό, με μία μικρή φλόγα: να ξαναδούν το όποιο ζεστό σπιτικό, τους αγαπημένους τους, σπιτικό φαγητό – συχνά φτωχικό. Ανάμεσα τους οι πραγματικές ηρωίδες, οι εργαζόμενες νοικοκυρές. Βιάζονται να πάνε σπίτι να συνεχίσουν το μαρτύριο, το συγύρισμα, το βραδινό φροντιστήριο, το αυριανό φαγητό, την σκληρή αδιάφορη παιδική συμπεριφορά, ανέραστες και με τα όνειρα ενός ιδανικού έρωτα τσακισμένα. Ενός λεπτού σιγή για σας γλυκές μου πριν σας προσπεράσω. Όλο αυτό το ανθρωπομάνι σαν ένα σμάρι μέλισσες βουίζει γύρω από τις πόρτες των λιγοστών πια λεωφορείων, άλλη μία επίπτωση της λιτότητας. Ευτυχώς μου επανήλθαν οι αισθήσεις στο κανονικό. Τώρα και ακούω και βλέπω καλύτερα και έχω την αίσθηση της κανονικής ροής του χρόνου. Ποιος ξέρει τι έπαθα ίσως τα χάνω, SOS.
Στρίβω και μπαίνω στην είσοδο του ιστορικού καφενείου. Αμέσως με περικυκλώνουν οι ιερές περσόνες του παλιού καλού κινηματογράφου. «Που ήσουν φίλε; Καιρό είχαμε να σε δούμε». Στο ίδιο στυλ, «καθίστε φρόνιμα στα κάδρα σας», απαντώ και εγώ. Πλάκα σας κάνω, δεν τα ‘παιξα, απλά σας περιγράφω πως κάπως έτσι μου ήρθε εκείνη την στιγμή. Η αλήθεια ήταν ότι είχα καιρό να πατήσω το πόδι μου εκεί, μιας και με είχε εγκαταλείψει προ καιρού η πιο γλυκιά μου έμπνευση. Μα σήμερα θα την έβλεπα κατ’ απαίτηση της, μόνο που είχα έρθει μία ώρα νωρίτερα στο ραντεβού. Τα έπιπλα ίδια και απαράλλαχτα από όπως τα θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια. Παλαιό καφετί στυλ, μαρμάρινα τραπεζάκια, ντιβανοκαθίσματα για τους ερωτευμένους και τα συναφή. Θαμώνες; Ως συνήθως δύο – τρία μεμονωμένα και καλοκάγαθα γεροντάκια με καφέδες (μπορεί και τίλιο), αλλά και μια νεανική παρέα, μεγάλης κινητικότητας, από τρεις νεαρές γυναίκες στην άλλη πλευρά του καταστήματος. Που να καθίσω; Βεβαίως η νιότη με έλκυσε περισσότερο και διάλεξα ένα ήσυχο μέρος σχετικά κοντά τους. Φυσικά μέχρι να έρθει παραγγελιά μου είχα καταλάβει το διπλό μου λάθος. Πρώτον είχα έρθει μία ώρα ενωρίτερα και κάτι έπρεπε να βρω να κάνω και δεύτερον με ενοχλούσε αφάνταστα η ακατάσχετη φλυαρία τους, ειδικά από μία από αυτές με βαμμένα κόκκινα μαλλιά. Πολύ αργά πλέον για αλλαγές.
Το καλό το παλληκάρι βεβαίως – βεβαίως ξέρει και άλλο μονοπάτι, έτσι τράβηξα μολύβι και χαρτί από τα ενδότερα θυλάκια μου και προσπάθησα μαντρώσω τις σκέψεις μου. Οι πρώτες αράδες από ένα ποίημα είχαν ήδη ξαπλώσει τεμπέλικα στο λευκό χαρτί. Είναι απίθανο το τι μπορεί να κάνει μια γλυκιά αναμονή. Όταν ξαφνικά όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά. Η κοκκινομάλλα από δίπλα είχε πάρει αμπάριζα την υπόλοιπη παρέα και εξέθετε τις φιλοσοφικές της ενατενίσεις. Εκνευρίστηκα «το ποίημα έγινε απόμακρο και οι στροφές χαθήκαν». Σταμάτησα απότομα είχα χάσει τον ειρμό και από τι φαίνεται την έμπνευση, τον οίστρο και την ποιητική δεινότητα, έστω την ολίγη που από φυσικού μου νομίζω ότι διαθέτω. Δεν γινόταν τίποτε. Σταύρωσα τα χέρια στο τραπεζάκι και βάλθηκα να ακούω τις εμπνευσμένες ατάκες της ρούσας.
Για να μην σας κουράζω, το μοτίβο της πήγαινε μπρος – πίσω κάπως έτσι: «εγώ τον άντρα τον θέλω να μου εμπνέει ασφάλεια» – άρα εγώ αποκλείομαι, «πρέπει να παίρνει περισσότερα χρήματα από εμένα» – άρα και ο φίλος μου ο Πύρος αποκλείεται, «πρέπει να μπορεί να με κάνει να γελάω» – άρα και ο Βασίλης αποκλείεται, «να έχει σπίτι δικό του» κοκ. Έμεινα αποσβολωμένος να βλέπω να ξηλώνεται ολόκληρη η παρέα μου των τριών σωματοφυλάκων μαζί με τον ντ’Αρτανιάν, τον καρδινάλιο Ρισελιέ, τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον Παρασκευά και ολόκληρη την ποδοσφαιρική ομάδα του ΑΟ Μυλοποτάμου από τις προτιμήσεις της ερυθράς νύμφης. Περιττό να σας πω ότι οι επιβεβαιώσεις πέφτανε σωρηδόν από τις υπόλοιπες της παρέας. Πρέπει να τις υπνώτιζε ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Όμως μετά από προσεκτική παρατήρηση είδα ότι συμφωνούσαν ηθελημένα. Απογοητεύθηκα. Εγώ θεοποιούσα προηγουμένως στην στάση του λεωφορείου τις γυναίκες και αυτές εδώ μου γκρέμιζαν τον μύθο. Μα η άδολη, η ιδανική, η χιλιοτραγουδισμένη αγάπη, οι επανενώσεις μετά από χρόνια χωρισμού, οι αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, ο ματωμένος γάμος του Λόρκα, η θυσία της “la traviata” του Verdi δεν υφίσταντο διόλου; Ήταν όλα πυρετικά προϊόντα άρρωστων μυαλών σε παράκρουση; Ο Ορφέας και η Ευριδίκη; Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα; Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη; Και καλά αυτοί ατύχησαν. Αμ οι άλλοι; Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη; Η Τζέιν Έυρ και ο Ρότσεστερ; Ε όχι αυτό πάει πολύ.
Βλέπω τον εαυτό μου σαν να σηκώνεται να πλησιάζει το τραπέζι τους και να κάνει τον εξής διάλογο. «Δεν μου λες κυρά μου εσύ πόσα βγάζεις το μήνα»; «Εμ, επτακόσια ευρώ». «Και γιατί ο άνδρας σου να βγάζει παραπάνω από εσένα, εσύ τι του δίνεις»; «Την ομορφιά μήπως; Hallooooo!». «Έχεις υπόψη σου πόσο κρατά η ομορφιά στην γυναίκα»; και άλλα τέτοια ευτράπελα. Βγαίνοντας όμως από την βυθιότητα διαπίστωσα έκπληκτος ότι οι χειροκροτήτριες είχαν αποχωρήσει και αντικατασταθεί από έναν ξανθό νέο. Η έκπληξη τώρα έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν διαπίστωσα ότι το μοτίβο της κοκκινομάλλας εκινείτο πιά σε άλλη συχνότητα. «Για μένα ο έρωτας είναι το πρώτο πράγμα που κοιτάω σε μία σχέση. Απλά θέλω κάτι μέσα μου να κάνει να μου κάνει κλικ!» Απίστευτο και όμως αληθινό!
Θυμήθηκα τον επίσης ερυθρο-αποκλεισμένο φίλο μου τον Πύρρο τότε που μου έκανε φιλοσοφικό μάθημα πάνω στον λόφο της Πνύκας επί της γενικής τάσης εκπόρνευσης της σημερινής γυναίκας. Η επωδός του ήταν που πήγαν εκείνες οι ηρωίδες οι μάνες μας και οι γιαγιάδες μας που βάνανε ένα φτωχό στεφάνι και ακολουθούσαν τον άντρα τους στο χωράφι, στο μαγαζί, στον πόλεμο, με τα επτά παιδιά και τα σαράντα δύο αγγόνια; Καλά κάνουνε λοιπόν οι έλληνες που κυνηγάνε ρωσίδες, ουκρανές, βουλγάρες, κονγκολέζες και δεν ξέρω τι άλλο. Αυτές τουλάχιστον αρκούνται στα λίγα.
Εκείνη την ημέρα Πύρρο μου δεν μπορούσα να σου μιλήσω για να μην σου χαλάσω την αγόρευση. Τώρα με την σιγουριά της λήθης να σου απαντήσω εγώ. Την γυναίκα την φτιάχνει η ίδια η κοινωνία. Αυτή βάζει μέσω της επιθετικής διαφήμισης υψηλούς στόχους και προσδοκίες. Αυτή καλλιεργεί τους ρόλους. Η δυτικότροπη κουλτούρα της υποδεικνύει συμπεριφορές κατ’ αντιδιαστολή με την γυναικοφοβική ανατολή, ενώ θα μπορούσαμε να είχαμε βρει έναν ιδιαίτερο και απόλυτα ισότιμο δικό μας δρόμο. Ήρθε τέλος και η λιτότητα και εξαθλίωσε τελείως την ποιότητα των σχέσεων μας φόρτωσε τους άνδρες με τόσα άγχη, που έχουν γίνει σχεδόν ανίκανοι. Δυστυχώς χάσαμε πολλά περισσότερα από το μαύρο ενάμιση τρις ή δεν ξέρω πόσο είναι ακριβώς. Τα ακούς Πύρρο; Μην στραβομουτσουνιάζεις Πύρρο τ’ ακούω να λες. Τώρα σε αφήνω γιατί πέρασε η ώρα και πρόβαλε η γλυκιά μου έμπνευση. Ποιος ξέρει μπορεί να συνεχίσω το ημιτελές ποίημα της ζωής μου. Μην παίρνεις θριαμβευτικό ύφος Πύρρο. Σε παρακαλώ. Να ξέρεις με πληγώνεις. Η ελπίδα πάντα πεθαίνει τελευταία.