Του Χρήστου Βλαχογιάννη
Είναι στιγμές που τα λόγια χάνουν τη αξία τους. Που δεν ξέρεις τι να πεις και αδειάζεις μέσα στο κενό των συναισθημάτων σου.
Μας κατάντησαν όλους καταθλιπτικούς και απόμακρους να ζούμε σε μία λήθη που δεν έχουμε επιλέξει κι όμως μας ταιριάζει σαν καλοραμμένο κοστούμι τόσο πολύ.
Η αλήθεια είναι πως η Κυριακή που πέρασε δεν ήταν σαν τις άλλες. Αλλά το ξημέρωμα της Δευτέρας ήταν ακόμα χειρότερο.
Από τη μία να ζεις την «αγωνία» των βλαχομπαρόκ βουλευτών μας, που ενώ είχαν ψηφίσει το Μνημόνιο 1 το έπαιζαν γιαλαντζί επαναστάτες στο βωμό της κίβδηλης διαγραφής τους κι από την άλλη να βλέπεις τα όμορφα ιστορικά κτίρια, άσχημα να καίγονται.
Κι ο λαός να ξυπνάει το πρωί μ’ ένα βάρος αβάσταχτο, χωρίς χαμόγελο, χωρίς προοπτική, αποκαμωμένος ίσως και μισοτελειωμένος από την προσπάθεια που καταβάλει δυόμιση χρόνια τώρα, ν’ αντέξει την ξεφτίλα, την ανέχεια και την ντροπή.
Στο γραφείο κατεβασμένα κεφάλια και ήταν ίσως η πρώτη φορά που στις εκτενείς συζητήσεις μας δεν καταφέραμε να βρούμε άκρη, να εξηγήσουμε το πώς και το γιατί. Τα φέρναμε από δω, τα φέρναμε από κει, άντε ξανά τα ίδια, τα ίδια απ’ την αρχή.
Αφού λοιπόν είπαμε το μακρύ μας και το κοντό μας, αποφασίσαμε ότι όλοι έχουμε δίκιο και όλοι άδικο. Και τα σενάρια συνωμοσία που κάνουμε ήταν όλα τόσο λάθος, μα και τόσο – τόσο αληθινά.
Έτσι, κάπως κουρασμένοι και αηδιασμένοι αποφασίσαμε να κλείσουμε το φύλλο, γιατί θα έπρεπε να θεωρούμε τους εαυτούς μας προνομιούχους που έχουμε ακόμα δουλειά. Και αυτό που μας βρήκε όλους σύμφωνους, είναι ότι θα αφήσουμε μόνο καμένη γη στα παιδιά μας.