Δέσποινα Στυλανοπούλου: “Ηθοποιός αμέσου δράσεως”

Facebook
Twitter
LinkedIn

Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

 Μέσα σε μια νύχτα κατάφερε να γράψει την ιστορία της ζωής της η Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Σε μια περίεργη νύχτα που στριφογύριζαν στο μυαλό της όλα όσα έζησε. Νόμιζε πως θα εκραγεί.

Σε μια νύχτα όπως, όταν μάθαινε τους ρόλους της, κάθισε και αποτύπωσε στο χαρτί τα πάντα. Ή καλύτερα προσπαθώντας “να απαλύνει το πόνο των ονείρων της έγραψε  πράγματα που της τρυπούσαν την καρδιά” όπως η ίδια σημειώνει.

Ο Νίκος Μουρατίδης   πήρε στα χέρια του το υλικό της ψυχής της και εξέδωσε την αυτοβιογραφία της σπουδαίας ηθοποιού από τον Εκδοτικό του οίκο “Τετράγωνο”, που μπήκε πολύ δυναμικά στο χώρο. Σήμερα η “Avecnews” προδημοσιεύει αποσπάσματα του βιβλίου που φέρει τον τίτλο “Ηθοποιός Αμέσου Δράσεως”, και θα παρουσιασθεί σήμερα στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αμαρουσίου.

Παιδί της Κατοχής η Δέσποινα, δεν μπορεί να διαγράψει αυτό το κεφάλαιο της ζωής της , που είναι τόσο οδυνηρό.

“Άρχισαν να εφαρμόζονται διάφορα μέτρα από τους κατακτητές, με πρώτο την επίταξη σπιτιών και άλλων χώρων. Εμείς, είχαμε μια αποθήκη όπου βάζαμε τη Ρίτσα την κατσικούλα μας .Δύο σκουλαρίκια κρέμονταν από το λαιμό της. Μας επίταξαν την αποθήκη , μαζί και την κατσικούλα που την είχαμε να πίνουμε φρέσκο γάλα. Στη θέση της φέρανε μια αγελάδα με κάτι κέρατα να! Μέσα στη στεναχώρια μας για τη Ρίτσα σκεφτόμασταν  “Ε, δεν μας πήρανε και το γάλα Μια μέρα περίμενα το Γερμανό να΄ρθει να την αρμέξει .Στεκόμουν έξω από την αποθήκη σαν ζητιανάκι , με το κατσαρολάκι στο χέρι , ελπίζοντας να δώσει λίγο γαλατάκι και σ΄εμένα. Μόλις τελείωσε το άρμεγα της αγελάδας , εγώ του πρότεινα το κατσαρολάκι κι εκείνος μου έδωσε μια σπρωξιά τόσο δυνατή, που θα μπορούσε να με σκοτώσει…”

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο ο αδελφός της πήγε να σπουδάσει στην Εμπορική Σχολή στην Αθήνα, αλλά πριν αποφοιτήσει διορίστηκε. Τότε οι γονείς της Δέσποινας έστειλαν και την αδελφή του στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές της και να μην είμαι μόνος.

“Μαζί μ΄εμένα – χωρίς να το ξέρω- ταξίδεψε με το τρένο και ο Αλκιβιάδης ένας συμμαθητής και φίλος του αδελφού μου, που προφανώς με συμπαθούσε ιδιαιτέρως. Όταν ήμουν στην τάξη , καθόμουν δίπλα στο παράθυρο , κι εκείνος με φλερτάριζε ρίχνοντάς με τον καθρέφτη τις ακτίνες του ήλιου πάνω μου. Έφτασε πρώτος στα λεωφορεία. Ξαφνιάστηκα που τον είδα….”

“Γράφτηκα στο Γ΄Γυμνάσιο Θηλέων στου Μακρυγιάννη. Πήγαινα μαζί με τη Μπέλα, μια συμμαθήτριά μου που έμενε κι αυτή στον Υμηττό, γιατί η Αθήνα για μένα ήταν άγνωστη. Εκεί, έγινα φίλη με τη Λίντα Λεούση, που αργότερα έγινε σπουδαία πιανίστα, με την Ιωάννα Τζεβά , με την οποία συναντιόμαστε μέχρι σήμερα…”

Ένα βράδυ την τρόμαξε μια σκιά ενώ γύρναγε από το σπίτι , που της ψιθύριζε:

“Κουκλί, που πας τέτοια ώρα μόνη σου;”

“Η καρδιά μου έφυγε από τη θέση της .Ήταν ο γόης του Υμηττού, ο Ίωνας. Χωρίς να του απαντήσω, άνοιξα το βήμα μου, αλλά δεν μπόρεσα να του ξεφύγω.

“Σιγά μην τρέχεις!” μου είπε και μ΄άρπαξε από το κασκόλ που φορούσα.  Άθελά του είχε σφίξει το κασκόλ τόσο δυνατά , που κόντεψε να με πνίξει. Φαίνεται κάπου σκόνταψα, γιατί έπεσα κάτω. Αυτός μάλλον φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Γόης σου λέει μετά….Την επομένη κατέβηκα κάτω να πάρω κάτι επιστολές, και βρήκα ένα σημείωμα . Το άνοιξα και τι να διαβάσω:

“Κουκλί, έζησα τον έρωτα σαν ένα όνειρο φευγαλέο. Έκλεισα στη χούφτα μου την ανείπωτη ευτυχία. Φοβόμουν να την ανοίξω, μήπως και δεν υπάρχει τίποτα. Ίωνας”.

Παράλληλα με το Γυμνάσιο πήγαινε και στο Ωδείο. Εκεί είχε γίνει μια παρέα με το Γιώργο Μούτσιο, τη Νάνα Μούσχουρη και τις αδελφές Δουλή…

“Με τη Νάνα Μούσχουρη είχαμε πολλά κοινά. Μπορεί να μην είχαμε την ίδια καθηγήτρια , είχαμε όμως, τους ίδιους στόχους. Άρεσε και στις δυο μας το ελαφρό τραγούδι” τελικά δεν με κατέκτησε. Με κέρδισε ο Ροντήρης. Όταν αργούσα να πάω στη σχολή μου έλεγε:

“Λολομπριτζίτα, διάλεξε. Ή τραγούδι ή σχολή.” Εγώ συνέχισα τη Δραματική και η αγαπημένη μου φίλη Νάνα το Ωδείο. Κάθε βράδυ όμως, ερχόταν στη σχολή. Νομίζω ότι της άρεσε ο Μιχάλης Νικολινάκος… (Σ.Σ. Ο γόης της εποχής)

“Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού , η Δέσποινα Στυλιανοπούλου γνώρισε χαρά και απογοήτευση μαζί.

“Εκεί, πρωτοείδα δύο πανέμορφα κορίτσια τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη . Έμεινα άναυδη από τη γλύκα της Αλίκης και τα σπάνια μάτια της  Τζένης. Και είπα μέσα μου “Πού πας εσύ;”.Μα δεν το έβαλα κάτω. Μπήκα σε μια αίθουσα και περίμενα  να ακούσω τ΄όνομά μου. Κάποια στιγμή άκουσα

“Στυλιανοπούλου!”

“Παρών” φώναξα- δεν ήξερα τι έλεγα από την ταραχή μου. Την ίδια στιγμή είδα να σηκώνεται και μια άλλη κοπέλα να προχωράει κι αυτή προς την πόρτα. Δεν χωρούσαμε κι οι δύο.

“Που πας, καλέ; Εμένα φώναξαν”. “Όχι, εμένα” μου απάντησε με περισσή σιγουριά. Γέλασα κάπως αμήχανα και της είπα πως εγώ είμαι η Στυλιανοπούλου.

“Κι εγώ Στυλιανοπούλου λέγομαι” απάντησε.

Αυτό μόνο σε σενάριο μπορούσε να συμβεί. Να μην τα πολυλογώ , είπαμε κι οι δυο τους ρόλους μας, φύγαμε κι η κάθε μια πήρε το δρόμο της.

Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα.

Ξαναδιαβάζοντας τους επιτυχόντες είδα ότι έλεγε  Στυλιανοπούλου του Ιωάννου και όχι του Φωτίου.”

Τη δεύτερη απογοήτευσή της από το Εθνικό πήρε, όταν ο Αλέξης Μινωτής δεν την πήρε στο Χορό ενώ αρχικά την είχε επιλέξει…

” “Εσένα ποιος σε πήρε;”. “Εσείς!”. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω και είπε: “Είσαι απάτη! Ντύσου και φύγε, δεν μας κάνεις”. “Εσείς χάνετε”  του απήντησα  και βγήκα στο δρόμο…”

Φοιτώντας στη Σχολή του Ροντήρη  και παίζοντας τη Νικολέτα στον “Αρχοντοχωριάτη” του Μολιέρου , Σμεραλδίνα από τον “Υπηρέτη δύο αφεντάδων” του Γκολντόνι,  “Τρισεύγενη” του Παλαμά, κυρία Άλβινγκ στους “Βρυκόλακες” του Ίψεν .

“Ο δάσκαλος χτύπησε ένα κουδουνάκι και είπε: “Βρυκόλακοι”. Ακούγοντάς το με έλουσε κρύος ιδρώτας. Μήπως ο Ροντήρης εκείνη τη στιγμή εκπλήρωνε την επιθυμία που είχα πάντα μέσα μου για ένα δραματικό ρόλο; “Γιατί μου δίνετε  τόσες κωμωδίες, αφού εγώ είμαι δραματική ηθοποιός” γκρίνιαζα. Ορίστε λοιπόν,. Γι΄αυτή μου την ερμηνεία με επαίνεσαν αρκετοί κριτικοί και όλη η επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από τον διευθυντή του Ωδείου Αθηνών  Μανώλη Καλομοίρη, τον Χέλμη, τον Κώστα Μουσούρη και την Άλκη Θρύλο , την πιο αυστηρή κριτικό , και το μοναδικό ιστορικό του Ελληνικού Θεάτρου Γιάννη Σιδέρη . Τότε στις πτυχιακές εξετάσεις έμαθε ο πατέρας μου , ότι σπούδαζα ηθοποιός”.

Κι από τις πρώτες εμφανίσεις της στο σανίδι που άρχισε να γίνεται πολύς  λόγος για το ταλέντο της ήρθε η καταξίωση…

“Εκεί, που καθιερώθηκα πια ήτανε το “Μαριχουάνα στοπ”. Στο έργο αυτό πρωτοβγήκε ο Βοσκόπουλος. Εκεί, έκανε και την πρώτη της εμφάνιση η Ζωή Λάσκαρη. Ο θίασος ήταν Γιώργου Πάντζα – Δέσποινας Στυλιανοπούλου . με παρακάλεσε ο Μπουρνέλλης να γράψουμε στη μαρκίζα: “Πρώτη εμφάνιση Ζωίτσα Λάσκαρη”.. Άφησα να προηγηθεί η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Λάσκαρη δίπλα στο Γιώργο Πάντζα.

Στο έργο αυτό ο ρόλος μου είχε τεράστια επιτυχία . Επειδή όμως, είχα αποκλειστικό συμβόλαιο με την εταιρεία Καραγιάννης- Καρατζόπουλος , δεν μου επέτρεψαν να παίξω στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου , επειδή την έκανε ο Φίνος. Έβαλαν την Μάρθα Καραγιάννη στο ρόλο μου και την ονόμασαν Δέσποινα. Τα κωμικά όμως, που έβαζα εγώ στο θέατρο δεν υπήρχαν στην ταινία…”

“Στη “Μαριχουάνα στοπ” ο Τόλης ερωτεύτηκε τη Λάσκαρη και τραγούδαγε το “Μια γυναίκα, μια αγάπη, μια ζωή” . Ερχόταν και μου έλεγε: “Τι θα κάνω Δέσποινά μου;”. “Εφόσον είσαι καψούρης πρέπει να κάνεις υπομονή”” του απαντούσε η Δέσποινα.

Παράλληλα η Δέσποινα εκείνη την εποχή γύριζε την “ταξιτζού” , όπου η Ρίκα Διαλυνά υποδυόταν τη γυναίκα- σκάνδαλο. Τότε γύριζε δυο ταινίες και το βράδυ είχε θέατρο…

“Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της “Ταξιτζούς” είχα μια φοβερή ατυχία. Ήταν η κακιά στιγμή και παρολίγο να μου κοστίσει την ίδια μου τη ζωή. Κανείς δεν ήξερε, ότι έπεσα στη θάλασσα  όταν γύριζα την “ταξιτζού”. Έσπασα το πόδι μου κι έπαιζα στο θέατρο με νάρθηκα και γύψο. Κόντεψα να πάθω σηψαιμία…”.

Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου έγινε πρωταγωνίστρια σε μια νύχτα.

“Μια φορά ήτανε ένα δουλικό σε ένα παρισινό αριστοκρατικό σαλόνι. Οικοδεσπότης ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, οικοδέσποινα Αλίκη Βουγιουκλάκη , σαλόνι το θέατρο “Ρεξ” και Παρίσι η Αθήνα.

Απαραίτητο συμπλήρωμα της μεγαλοαστική χλιδής – το δουλικό- η καμαριέρα του  γαλλικού μπουλβάρ  (“Η Γλυκιά Μπριζίτ” του Γκαβό),με τυποποιημένη της μορφή, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου.

Η επιτυχία εκείνο το βράδυ στάθηκε τόσο τεράστια – ώστε το ζέυγος Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ , παρεχώρησε με χαρά τη θέση του – στα πολλαπλά ανοίγματα της αυλαίας, στη νεόκοπη πρωταγωνίστρια τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου” έγραψε η κριτική.

” Ύστερα από αυτό η Αλίκη με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε:

“Δεν θα ξαναπαίξουμε μαζί”. Της λέω: “Μα γιατί; Αφού ξέρεις πόσο σε λατρεύω!” “Δεν μπορούν δύο πρωταγωνίστριες μαζί. Κι εσύ από σήμερα είσαι πρωταγωνίστρια . Φύγε να κάνεις τη δουλειά σου” μου απήντησε”….

Ένα βράδυ βρέθηκε στο κέντρο “Αθηνά παρέα με τη Μαίρη Χρονοπούλου και άλλους αγαπημένους συναδέλφους που έπαιζαν στο “Μπουρνέλη”. Το μαγαζί είχε μεγάλη επιτυχία εκείνη τη σαιζόν γιατί τραγουδούσε ο Γιώργος Σαλαμπάσης το μεγάλο του σουξέ “Σ΄αγαπάω μ΄ακούς”.

“Εγώ ακούγοντάς το ήταν σαν να το απηύθυνα στον πατέρα μου , που ο χαμός του ήταν πρόσφατος. Στο χέρι μου κρατούσα ένα ποτήρι καθώς ήμουν βυθισμένη σε σκέψεις αναρωτιόμουν: “Τι θέλω εγώ εδώ;”

Ύστερα από λίγο τέλειωσε η βραδιά για μας. Μόλις μπήκα στο αυτοκίνητο , μαζί με τη νυχτερινή δροσιά από το ανοιχτό παράθυρο μπήκε κι ένα μπουκέτο γαρδένιες. Γύρισα κι αντίκρισα το “Χιονάνθρωπο” ( Σ.Σ: τον ντυμένο στα λευκά άνθρωπο  που στο κέντρο τους είχε γεμίσει τα ποτήρια με την πιο εκλεκτή σαμπάνια)  , ενώ ακουγόταν ο Σαλαμπάσης να τραγουδάει “Σ΄αγαπάω μ΄ακούς..”. Έβγαλε την πίπα και συστήθηκε:

“Γιάννης”. Με ακολούθησε με το αυτοκίνητό του , που ήταν άσπρο κι αυτό, μέχρι το σπίτι μου και πριν προλάβω να βγω , μου άνοιξε την πόρτα σαν ιππότης, προτείνοντας ντροπαλά:

“Πάμε για έναν καφέ στου Βάρσου;”.

Τον κοίταξα παραξενεμένη και του είπα:

“Μα είναι νύχτα”.

Τότε εκείνος έφυγε καληνυχτίζοντάς με. Όταν βγήκα το πρωί  για να πάω σε γύρισμα, τον είδα στη γωνιά του δρόμου να ακούει πάλι το ίδιο τραγούδι. Η μεγαλύτερη όμως, έκπληξη για μένα  ήταν που κάθε βράδυ, όταν γύριζα από το θέατρο, άκουγα το “Σ΄αγαπάω , μ΄ακούς;” , χωρίς να βλέπω πουθενά τον Γιάννη, που προφανώς κάπου ήταν κρυμμένος. Μια βραδιά έβαλε το τραγούδι σαράντα φορές. Επίσης, έλαβα μια κασέτα που το είχε γράψει άλλες τόσες…”

Ελευθερώνοντας τα συναισθήματα της μιλάει για τους έρωτές της…

“Έζησα προδοσίες και απογοητεύσεις. Τα άντεξα όλα αυτά με μοναδική καρτερικότητα, λέγοντας στον εαυτό μου  πως  όταν γίνεται ένα ατύχημα καλό είναι να το ξεχνάς. Αυτό ακριβώς έκανα. Μέσα σε ένα παλιό όπελ, με μια κουβέρτα στα πόδια για να έχουμε ζεστασιά κι τρώγοντας πασατέμπο , διαβάζαμε σενάρια και διορθώναμε, μέχρι που κατάφερε ο, τι ήθελε και το όνομά του γράφτηκε με μεγάλα γράμματα. Μια γυναίκα μπορεί να στηρίξει και να ανεβάσει έναν άντρα πολύ ψηλά.  Εγώ όμως, που τον σήκωσα ψηλά έμελλε να δω άλλες να απολαμβάνουν τη δόξα του…”

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.