Οργανα ναυσιπλοΐας, προσωπικά αντικείμενα των επιβατών του πλοίου, νομίσματα, ακόμη και ένα μεγάλο μέρος από το σκαρί του έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές έρευνες, που έγιναν στο ιστορικό ναυάγιο «Μέντωρ»
το οποίο, όπως είναι γνωστό είχε βυθιστεί κοντά στον Αυλαίμονα των Κυθήρων τον Σεπτέμβριο του 1902 μεταφέροντας τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Αγγλία. Αρχαία όμως δεν εντοπίσθηκαν, παρά τις επίμονες έρευνες των δυτών αρχαιολόγων. Αλλωστε την εποχή του ναυαγίου είχε οργανωθεί ολόκληρη επιχείρηση προκειμένου ο Ελγιν να ανακτήσει τις αρχαιότητες που είχαν ακολουθήσει το σκάφος στο βυθό. Και έτσι έγινε.
Ενας ναυτικός διαβήτης (κουμπάσο) και άλλα όργανα ναυσιπλοΐας, ένα φορητό ρολόι, και μία επιπλέον πιστόλα (η τρίτη συνολικά με τις δύο άλλες που ανελκύθηκαν κατά την έρευνα του 2011), ένας λίθινος σφραγιδόλιθος με παράσταση πυροβόλου, μια χρυσή αλυσίδα, γυάλινα μελανοδοχεία και φορητά μελανοδοχεία και διάφορα διακοσμητικά αντικείμενα ανέσυραν από το βυθό οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων.
Επίσης, βρέθηκαν δύο χρυσά νομίσματα (το ένα του 1788, που έχει ταυτισθεί ως ολλανδικό), τρία αργυρά, που είναι σύγχρονα της περιόδου που ναυάγησε το πλοίο, καθώς και δύο αρχαία αργυρά νομίσματα (ένα βοιωτικό και ένα αθηναϊκό, το τελευταίο φαίνεται να είχε χρησιμοποιηθεί ως κόσμημα, αφού φέρει διαμπερή οπή). Και ακόμη κατά τον καθαρισμό που έγινε γύρω από το σκαρί του «Μέντορα» εντοπίσθηκαν κυρίως προσωπικά αντικείμενα του πληρώματος ή των επιβατών δηλαδή πολλά κομβία στολών και ενδυμάτων, φιάλες, μία κλεψύδρα κτλ. Ορισμένα από αυτά τα αντικείμενα μάλιστα μπορεί να ταυτισθούν με υπαρκτά πρόσωπα που επέβαιναν στο πλοίο και τα οποία πιθανώς να σχετίζονται με την υπόθεση της αφαίρεσης των γλυπτών του Παρθενώνα!
Αλλά και το σκαρί του πλοίου φαίνεται ότι διασώζεται ακόμα σε αρκετά καλή κατάσταση. Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε σε μήκος περίπου 10 μέτρων προς την πλώρη και διαπιστώθηκε ότι τμήμα της έχει θραυστεί στους βράχους του πυθμένα κατά τη βύθιση του πλοίου. Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας όμως για λόγους προστασίας, καλύφθηκε με ειδικό γεωύφασμα. Η μελέτη του άλλωστε οποίου μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της ναυπήγησης των εμπορικών πλοίων της συγκεκριμένης περιόδου.
Η εφετινή ανασκαφική έρευνα είναι η τρίτη κατά σειρά (προηγήθηκαν το 2009 και το 2011), διήρκεσε 17 μέρες και ολοκληρώθηκε στις 9 Ιουλίου. Επιστημονικός υπεύθυνος του κλιμακίου της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων ήταν ο καταδυόμενος αρχαιολόγος δρ Δ. Κουρκουμέλης με επιστημονικό προσωπικό τους επίσης καταδυόμενους υπαλλήλους Λούι Ζαν Μερσενιέ (αρχιτεχνίτη), Μανώλη Τζεφρόνη (δύτη), Θεμιστοκλή Τρουπάκη (τεχνολόγο – μηχανολόγο) και Πέτρο Τσαμπουράκη (εργατοτεχνίτη) και με τη συνδρομή του Αυστραλιανού Ιδρύματος «Kytherian Research Group».
Να σημειωθεί ότι η έρευνα διενεργήθηκε με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, χωρίς τη στήριξη του οποίου η διεξαγωγή της δεν θα ήταν δυνατή.