γράφει η Λαμπριάνας Κυριακού
Κάθε Τσικνοπέμπτη μαζευόμασταν από το πρωί στο σπίτι της γιαγιάς μου της Ανδρομάχης, πρόσφυγας από το Δίκωμο. Η γιαγιά μου, αν ήταν μια μυθιστορηματική ηρωίδα, θα ήταν σίγουρα η Λωξάνδρα της Μαρίας Ιορδανίδου. Μάλλον γι αυτήν γράφτηκε.
Πριν ο ήλιος ανατείλει το ζυμάρι ήταν έτοιμο. Το χαλούμι τριμμένο, ο δυόσμος κομμένος και το κρεμμύδι ψημένο. Θα φτιάχναμε, αρχικά, τις παραδοσιακές πίτες της σάτζιης*. Έτσι έκαναν στο κατεχόμενο χωριό της μητέρας μου. Το Δίκωμο ήταν η χαμένη πατρίδα μας, όπως αυτή που χάσαμε το 22 στην Μικρασιάτικη Καταστροφή. Μετά ψήναμε τα ψωμιά στον ξυλόφουρνο και κατά το μεσημέρι, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη σούβλα και το οφτό, τις πατάτες του φούρνου και το κυριότερο; Σαλάτα λουβάνα. Τι είναι η λουβάνα; Είναι οι Παπούλες ή ψαρρές της Κρήτης ή το Lathyrus ochrus ολόκληρου το πλανήτη. Ωμό χόρτο που γίνεται σαλάτα με μαρούλι, σέλερι, αγγούρι, κρεμμύδι, λεμόνι, λάδι
και αλάτι. Το μόνο σίγουρο είναι το φυτό που βγάζει τη φάβα.
Αυτό γινόταν κάθε τσικνοπέμπτη. Όλα τα ξαδέλφια, θείες – θείοι ενωμένοι. Όλοι μαζί να πούμε καλή σαρακοστή να φάμε – να πιούμε – να τραγουδήσουμε – να γελάσουμε. Να πάρει ο παππούς μου ο Λάμπρος το φελλό από το κρασί, να τον κάψει και να μας ζωγραφίσει τα πρόσωπα. Κι εμείς να τρελαινόμαστε από τη χαρά μας. Αυτή ήταν η παραδοσιακή τέχνη του μασκαρέματος. Χημικά υλικά και ιστορίες, δεν ήξεραν οι παλιοί. Όπως μας έλεγαν «πελλάρες* όλα αυτά τα νέα προϊόντα που κουβαλάτε». Αυτήν την παράδοση προσπαθούσε η γιαγιά μου να περάσει μέσα από τα παιδιά της και τα εγγόνια της.. αυτό το συναπάντημα που θα κρατούσε την οικογένεια ενωμένη.
Έτσι ήταν η Τσικνοπέμπτη μας στην Κύπρο…
Τώρα, κάποιοι έφυγαν, νέα μέλη ήρθαν, κάποιοι άλλοι φτιάξαμε καινούργιες πατρίδες. Τίποτα δεν είναι όπως τότε. Αλλά πάλι χαίρομαι… γιατί κάποιος κάθε Τσικνοπέμπτη θα θυμάται εκείνο το τραγούδι που τραγουδούσαμε γύρω από το τραπέζι…
Καλή Σαρακοστή να έχουμε…
{youtbe}SX1rcgAqsBg{/youtube}
*σάτζιη – saj: είναι ένα από τα πιο γνωστά σκεύη της ανατολής που έφτιαχναν και φτιάχνουν πίτες.
*πελλάρες: αταξία, ανοησία