Η Θάτσερ υπήρξε η μακροβιότερη πρωθυπουργός από την εποχή που στον θρόνο βρισκόταν η βασίλισσα Βικτορία και απεβίωσε μετά από εγκεφαλικό σε ηλικία 87 ετών. «Αν και ηρωίδα για πολλούς, αποτελούσε ταυτόχρονα και μισητή φιγούρα για άλλους. Με την Θάτσερ, αδύνατον να αδιαφορήσει κανείς. Δεν είναι πολλοί οι πρωθυπουργοί που έχουν μείνει χαραγμένοι στην μνήμη των πολιτών για καιρό αφότου εγκατέλειψαν το πόστο τους. Η Θάτσερ ήταν μία από αυτούς. Έγινε ακόμη και χαρακτήρας ταινίας. Μόνο ο Γουίνστον Τσόρτσιλ την ξεπερνά σε μιμήσεις από ηθοποιούς. Ακόμη λιγότεροι είναι οι Βρετανοί πρωθυπουργοί που έδωσαν το όνομά τους σε μια πολιτική φιλοσοφία. Το μόνο άλλο παράδειγμα μεταπολεμικά είναι ο Μπλερισμός, όμως αυτό δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια δεξιότητα στο πολιτικό μάρκετινγκ. Μοναδικοί υπέρμαχοί του είναι , παραδόξως, ο σημερινός πρωθυπουργός και μια χούφτα άτομα γύρω του. Μέχρι σήμερα, ο θατσερισμός χρησιμοποιείται σε ολόκληρο τον κόσμο για να περιγράψει μια κοφτή προσέγγιση πολιτικής ανασκούμπωσης χωρίς συναισθηματισμούς. Μπορεί να υποδεικνύει πολιτική ισχυρογνωμοσύνη και έχει γίνει και συνώνυμο περικοπών.», τονίζει ο Σμιθ.
Όπως τονίζει ο βρετανός αρθρογράφος οι γραμμές μάχης της Θάτσερ παραμένουν ως σήμερα. «Τα πολιτικά κόμματα συνεχίζουν να προελαύνουν και να υποχωρούν κατά μήκος των ίδιων γραμμών μάχης που έθεσε πρώτη η Θάτσερ – ελεύθερες επιχειρήσεις έναντι κρατικής ιδιοκτησίας, αυτοβοήθειας έναντι εξάρτησης από την κυβέρνηση, περαιτέρω ‘περικοπές’ στα εργατικά σωματεία έναντι της διατήρησης των προνομίων τους και δράσης στην παγκόσμια πολιτική σκηνή σαν να ήμαστε ακόμη μια μεγάλη δύναμη αντί να επικεντρωνόμαστε στη βοήθεια προς φτωχές χώρες.»
Η Θάτσερ έχτισε όνομα, πολιτική σταδιοδρομία και φυσικά την υστεροφημία της στις σκληρές της μεθόδους εργασίας. «Από την φύση της μπορούσε να δίνει λύσεις σε προβλήματα, ήταν μεθοδική. Διάβαζε και έγραφε σημειώσεις για κάθε έγγραφο που έπεφτε στο γραφείο της ή άφηνε κάποιος στο κουτί της για να διαβαστεί. Τίποτε δεν χανόταν. Αυτό ήταν θαυμαστό. Όμως το προσωπικό της στιλ, στον τρόπο που αντιμετώπιζε αξιωματούχους, υφυπουργούς και αργότερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου ήταν απόλυτο, αυταρχικό και σίγουρα αντιπαραγωγικό.
Ήταν πολύ απρόθυμη στο να χάνει σε μια αντιλογία. Ένας από τους βιογράφους της, ο Τζον Κάμπελ έγραψε ότι ‘ήταν πάντοτε αποφασισμένη να κερδίζει σε λεκτικές διαμάχες, όποιο κόστος κι αν είχε αυτό σε πληγωμένους εγωισμούς. Αν έχανε στο κύριο επιχείρημα σε ένα ζήτημα, θα άλλαζε απότομα θέμα ώστε να κερδίσει σε αυτό.’ Για πολλούς υπουργούς της, αυτές οι μάχες ήταν εξοντωτικές. Δεν ήταν καλές για την κυβέρνηση και αποτελούσαν άσκοπη απώλεια ενέργειας. Σχεδόν ποτέ δεν οδηγούσαν σε διαλεύκανση ενός ζητήματος.»
Παρόλα αυτά, η ανυποχώρητη στάση της Θάτσερ είχε και την καλή της πλευρά, καθώς την βοήθησαν να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να κερδίσει τον πόλεμο των Φόκλαντς, το 1982.
Το εσωτερικό αντίστοιχο αυτού που πολέμου όμως δεν άφησε τους συμπολίτες της τόσο γοητευμένους από τις ηγετικέ στης ικανότητες. Η «νίκη» της επί της απεργίας των μεταλλωρύχων το1984, «άφησε μια ουλή στην ψυχή του έθνους. Το δηλητήριο εκείνης της εποχής συνεχίζει να κυκλοφορεί στο σώμα της βρετανικής πολιτικής.», γράφει ο Σμιθ.
Ένας από τους παράγοντες που ‘έδειξαν στην Θάτσερ την πόρτα της βρετανικής πολιτικής σκηνής ήταν και η αδιάλλακτη στάση της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. «Αυτό την έκανε μειονότητα στο ίδιο της το κόμμα. Απέρριπτε την ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ως φαντασιοπληξία. Πίστευε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να είναι απλώς μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου με περιορισμένη συνεργασία μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Αν όμως είχε καταφέρει να αφήσει πίσω της τις επαρχιώτικες προκαταλήψεις της, η Θάτσερ είχε την αυθεντία και τις ηγετικές ικανότητες που απαιτούνταν για να συμφιλιώσουν αποφασιστικά το βρετανικό λαό με την Ευρώπη. Δυστυχώς, αντί να παίξει το χαρτί του ευρωπαϊκού πατριωτισμού, εκείνη προτίμησε να χτυπήσει τα παράφωνα τύμπανα του εθνικισμού.», λέει ο Independent.
«Όμως υπό το φως της αέναης κρίσης στην οποία έχουν βρεθεί τα μέλη της ευρωζώνης μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 ως αποτέλεσμα κακώς υπολογισμένης ενοποίησης, η επικρίσεις εναντίον των απόψεών της μοιάζουν λάθος. Τουλάχιστον από αυτή την άποψη, η Θάτσερ υπήρξε Κασσάνδρα στη χώρα της.», καταλήγει.